Μια νουβέλα καταβύθισης και ανάληψης
Γιώργος Μητάς, Τα δύο δώρα, εκδ. Στερέωμα
——————
Ως αναγνώστης θα σταθώ με μια διάθεση αλληλεγγύης απέναντι και δίπλα στα Δύο δώρα του Γιώργου Μητά. Και τονίζω τη λέξη αλληλεγγύη, καθώς δεν είναι μια λέξη που συνηθίζεται για να εκφράσει κανείς αισθήματα και σκέψεις απέναντι σε ένα έργο λογοτεχνίας. Την αλληλεγγύη την ένιωσα προς τον κεντρικό ήρωα, και το ανάγλυφο της προσωπικότητάς του, ήθελα να τον φέρω μέσα μου, ένιωσα τον εαυτό μου κομμάτι δικό του, ήταν – εκείνος – μια αντανάκλαση σε γυάλινο προπέτασμα.
Και αν αυτή η ταύτιση είναι συνθήκη ικανή για να πετύχει ο αναγνώστης μια θερμοκρασία εύκρατης ζώνης, δεν είναι ίσως αρκετή για να τον κρατήσει με διάρκεια.
Αλλά, τα Δύο Δώρα είναι μια νουβέλα πολυδαίδαλη, απλώνεται σταδιακά, κερδίζει χώρο σχεδόν υπνωτιστικά, με οικονομία, με ευγένεια, με γλώσσα ζωντανή και αληθινή. Αλλά πέραν της ευγενούς προσόψεως που διατηρεί η νουβέλα αυτή από την αρχή ως το τέλος, πέραν των πολλών ευχάριστων και ποικίλων σκηνών που συνθέτουν την πλοκή της, υποφώσκει ένα φως σκοτεινό, σαν να είσαι επιβάτης σε βάρκα μέσα σε ένα σπηλαιώδη βράχο.
Τα Δύο δώρα είναι μια ιστορία με σύγχρονο και κοσμοπολίτικο φόντο, που έχει μια πυκνή, οργανωμένη και κατανοητή πλοκή, αλλά πρωτίστως θα έλεγα ότι είναι μια ιστορία για τον βυθό του υποσυνείδητου.
Είναι μια διάσταση κρυπτική. Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει τα Δύο δώρα ως μια ιστορία αυτοσυνειδησίας, αυτοπροσδιορισμού, αναμέτρησης, απολογισμού και αυτοκριτικής.
Αλλά περισσότερο θα μου ταίριαζε μια περιγραφή που θα περιελάμβανε τις έννοιες των αντιφάσεων που φέρουμε όλοι μέσα μας, της πάλης με αυτό που είμαστε και με αυτό που φαινόμαστε, της εσωτερικής πηγής που ποτέ δεν στερεύει, της αγωνίας να αρέσουμε, της ελπίδας να βγούμε έξω από την εικόνα του εαυτού μας.
Ο Γιώργος Μητάς καθώς χτίζει τον κεντρικό ήρωά του, ως πόλο ενός τριγώνου, ως επίδοξο εραστή, ως καλό και υποχωρητικό φίλο, ως φιλόδοξο επιστήμονα, ως επίμονο γραφιά, ως ανυποχώρητα ρομαντικό, οργανώνει παράλληλα και μια ενδοχώρα συναισθημάτων, μια ενδοχώρα άυλη και ρευστή, μισοσκότεινη και ενδεχομένως απειλητική, αλλά το δίχως άλλο μια ενδοχώρα αληθινή όσο και οι πράξεις και οι σκέψεις των ηρώων.
Θα σταθώ σε αυτό που ίσως αποτελεί έναν ακόμη αφανή ήρωα των Δύο δώρων. Τη μυστική φωνή του Αντρέα, του ήρωα, τη μισοχαμένη στο ημίφως του παρελθόντος εφηβεία του, τις βουβές φωνές που συνοδεύουν την ενηλικίωσή του, τους μονολόγους που ακούει μόνον αυτός σαν έναν διαρκή υποβολέα, καθώς αυτός ένας ασήμαντος και συνηθισμένος κατά τα φαινόμενα νέος αγωνίζεται να αρθρώσει ένα δημόσιο βήμα, πασχίζει να ξεδιπλώσει τους πολλούς εαυτούς του, τον κοινωνικό, τον επιστημονικό, τον ερωτικό.
Τα πολλαπλά κάτοπτρα λειτουργούν άλλοτε ενθαρρυντικά και άλλοτε διασπαστικά. Ο Αντρέας ερωτεύεται, έλκεται από το αντικείμενο του πόθου, εκείνο που δυνητικά μπορεί να τον απελευθερώσει ακόμη και από τις δεσμεύσεις της ίδιας της εικόνας του εαυτού του. Ισως είναι το πιο τολμηρό κείμενο για τις απογοητεύσεις του ανθρώπου που ενώ θέλει να ανοίξει τα φτερά του, κάτι του υπενθυμίζει διαρκώς ότι υπάρχουν αετοί, υπάρχουνε και γλάροι.
Η σκηνή που υποχωρεί έναντι του φίλου του απέναντι στη Μύρρα, ενέχει ίσως όλα εκείνα τα αρχετυπικά στοιχεία της ευγενούς ταπείνωσης που κάθε άνθρωπος, σε κάποια συγκυρία της ζωής του έχει νιώσει. Είναι αυτός ο βουβός πόνος που τον βιώνει κανείς με χαμόγελο και με πληγωμένη αξιοπρέπεια. Αλλά πόσα πολλά παρόμοια μπορεί να έχει βιώσει ο Αντρέας καθώς μεγάλωνε, αυτός ένας έφηβος που διάβαζε, που ονειρευόταν, που αγαπούσε τον έρωτα, που είχε ερωτευτεί την αγάπη...
Ο Αντρέας έχει χαρακτηριστικά ενός ήρωα στο πνεύμα του ρομαντικού κινήματος. Και θα έλεγα πως ο Αντρέας είναι γέννημα του Ρομαντισμού καθώς το δικό του ψυχικό τοπίο είναι μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που με τα κύματά της σκάει πάνω στα απόκρημνα βράχια. Από πάνω υπάρχουν χλοερά οροπέδια και αγροί, και σε ένα μικρό σπιτάκι, φέγγει ένα παράθυρο. Εκεί, αν πλησιάζαμε σε αυτό το τοπίο της ρομαντικής ονειροφαντασίας, θα βλέπαμε έναν νέο να γράφει και να κοιτάζει πού και πού το τοπίο σαν δώρο του Θεού.
Αλλά ο Αντρέας δεν μεγάλωσε ως ρομαντικός ήρωας μέσα σε έναν πίνακα του 1800. Μεγάλωσε στην αστική συνοικία του Παγκρατίου στα τέλη του 20ού αιώνα. Και παραδόξως ή όχι, η ιστορική αυτή συγκυρία καθιστά τον Αντρέα έναν αρχετυπικό ρομαντικό ήρωα, κάτοικο αστικού διαμερίσματος, με καρδιά ανταριασμένη, με πνεύμα ανήσυχο και φιλήδονο, όπως πρέπει να είναι το πνεύμα κάθε νέου, που ανοίγει το βήμα της ζωής του.
Η βουτιά στον ρεαλισμό και στην επιβεβαίωση που προσφέρει η αυτοσυνειδησία μπορεί να μοιάζει με γκρεμοτσάκισμα, θυμίζει ενίοτε βουτιά σε κενό, χωρίς όμως συντριβή, όπως στα όνειρα. Τα Δυο δώρα είναι και μια ιστορία για το σώμα και τα όριά του, για την αποδοχή και την απόρριψη. Είναι και μια ιστορία για τις ιδέες γύρω από το σώμα και για το αποτύπωμά του. Είναι μια ιστορία για τη σάρκα και το πνεύμα, για τη διεισδυτική, υπνωτιστική, διαβρωτική δύναμη της ομορφιάς, για τη δουλοκτησία του πνεύματος, για την εξάρτηση από την αντανάκλαση, για την επιστροφή στον εσώτερο, αληθινό εαυτό μακριά από κάτοπτρα.
Τα «Δύο Δώρα» είναι και μια ιστορία για τις διαδρομές του εαυτού στη χώρα των προβολών που γεννά ο ίδιος, μια παράλληλη βιωματική εμπειρία σε αυτό που ζούμε, σε αυτό που νιώθουμε, σε αυτό που επιθυμούμε, σε αυτό που μας επιστρέφεται. Είναι μια ιστορία ρεαλισμού όσο και μια ιστορία που διαβάζεται και σαν παραβολή.
Τα «Δύο Δώρα» είναι μια ερωτική ιστορία, ο άνθρωπος ως ον είναι ον ερωτικό, ανοίγει δρόμους, προβάλλει τον εαυτό στη δημόσια κρίση, διαπραγματεύεται, διεκδικεί, υποχωρεί, λουφάζει, αναθεωρεί. Είναι μια ιστορία για τις δίνες μέσα στη φαντασία και την πίεση που ασκούν για να αποκτήσουν αποτύπωμα στην πραγματική ζωή. Είναι μια ιστορία για τη δημιουργία, και δημιουργία είναι και η επιστήμη, και ο έρωτας, και η αγάπη προς τον εαυτό, και η φροντίδα του εαυτού, και η συνεκτικότητα που γεννά η επαφή με ομότεχνους, με ομόγλωσσους, με ανταγωνιστές και διεκδικητές εδάφους, αντικειμένων πόθου, ζωτικού χώρου, πνευματικής κατάκτησης.
Τα «Δύο Δώρα» είναι μια ιστορία λυπητερή, όσο και μια ιστορία φωτεινή και αισιόδοξη, τίποτε δεν χάνεται, όλα φυλλοροούν αλλά βλαστάνουν και πάλι. Είναι μια ιστορία ενός ανθρώπου που συμπυκνώνει την ιστορία της ανθρωπότητας στη μικρή – μεγάλη διαδρομή του, η καθημερινότητά του μεγεθύνεται και συστέλλεται αναλόγως, γίνεται μια οθόνη προβολής για όλους εμάς, που αναγνωρίζουμε θραύσματα και σπαράγματα της ενηλικίωσής μας που όσο μεγαλώνουμε τόσο αυτή ανανεώνει τα ερωτήματά της.
Αλλά είναι και μια ιστορία βγαλμένη από τον κόσμο ενός δημιουργού με βαθύτατη καλλιέργεια και ικανότητα να ερμηνεύει τον κόσμο. Ο Γιώργος Μητάς δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ηδη, από τα προηγούμενα βιβλία του μας είχε εκθέσει τη βασική του θεώρηση απέναντι στη ζωή, τις διατομές που χαράσσει στον κόσμο, το στοιχείο της ψευδαίσθησης, της απόσυρσης από τον βόμβο, τον αισθαντικό ρεαλισμό του, ναι, είναι ένας όρος σχεδόν αυτόνομος, επιτρέπει αποκλίσεις και συγκλίσεις κατά βούληση.
Ο Γιώργος Μητάς είναι μια αυτόνομη νησίδα της λογοτεχνίας μας. Είναι μια ανεξάρτητη δημοκρατία στον χάρτη των πολλών λογοτεχνικών πεδίων. Και είναι μια φωνή χαμηλόφωνη και γι’ αυτό στέρεη, ένας γεννήτορας κόσμων οικείων και ταυτόχρονα παράδοξων, ένας σμιλευτής του ωραίου χωρίς την ακαμψία του αισθητισμού.
Τα Δύο δώρα είναι μια νουβέλα καταβύθισης και ανάληψης. Θα έλεγα ότι είναι ένα πεζογράφημα που δοξάζει την οικονομία και τη συμπύκνωση, που έχει κλείσει μέσα του βασικά φιλοσοφικά ερωτήματα για τη διαδρομή του ανθρώπου, για τη μορφή, για το σώμα, για τις ιδέες. Είναι ένα ανάγνωσμα που μπορεί να ταράξει, όσο και να καθησυχάσει. Είναι ένα πεδίο ανοικτό.