Ο γύρος του κόσμου (του) σε δώδεκα ιστορίες

Ο γύρος του κόσμου (του) σε δώδεκα ιστορίες

 

Χρι­στό­φο­ρος Νι­κο­λά­ου, Αό­ρα­τα μέ­λη, Δι­η­γή­μα­τα, εκδ. Πη­γή

——————

Το προ­αιώ­νιο ερώ­τη­μα που τί­θε­ται στους συγ­γρα­φείς, σε πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους και σε­δό­κι­μους εξί­σου, εί­ναι: «για­τί γρά­φε­τε;» Και η απά­ντη­ση εί­ναι στη βά­ση της πά­ντο­τε η ίδια: «επει­δή δεν μπο­ρώ να μην γρά­φω». Πί­σω όμως από αυ­τή το, μάλ­λον τε­τριμ­μέ­νο, ερώ­τη­μα κρύ­βε­ται ένα άλ­λο, πιο ου­σιώ­δες: επά­νω σε τι πα­τά η αφη­γη­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση του εκά­στο­τε συγ­γρα­φέα; Υπάρ­χουν συγ­γρα­φείς που συ­νή­θως γρά­φουν με βά­ση μια ευ­φά­ντα­στη ιδέα, άλ­λοι που κά­νουν συ­στη­μα­τι­κή έρευ­να επά­νω στο θέ­μα του βι­βλί­ου τους και βα­σί­ζο­νται σε δε­κά­δες πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία και ντο­κου­μέ­ντα και άλ­λοι ακό­μα που σκά­βουν βα­θιά στα άδυ­τα των βιω­μά­των τους. Όλοι όμως οι συγ­γρα­φείς που πα­ρά­γουν αξιό­λο­γη λο­γο­τε­χνία εί­ναι, πριν απ’ όλα, αφο­σιω­μέ­νοι ανα­γνώ­στες. Ο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος στην πε­ζο­γρα­φία Χρι­στό­φο­ρος Νι­κο­λά­ου (με πτυ­χίο χη­μι­κού, ερευ­νη­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα στις βιο­ε­πι­στή­μες και με μία συλ­λο­γή ποι­η­μά­των χαϊ­κού στο ενερ­γη­τι­κό του γραμ­μέ­νη σε συ­νερ­γα­σία με τον Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη, εκδ. Φαρ­φου­λάς, 2010) με την ανά χεί­ρας συλ­λο­γή δεί­χνει πως εί­ναι και τα δύο: αφο­σιω­μέ­νος ανα­γνώ­στης και αξιό­λο­γος λο­γο­τέ­χνης.

Στα Αό­ρα­τα μέ­λη δώ­δε­κα (στην πλειο­ψη­φία τους εκτε­νή) δι­η­γή­μα­τα πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από έναν θε­μα­τι­κό πυ­ρή­να που αφο­ρά στην απώ­λεια—όπως ανα­κα­λύ­πτει ο ανα­γνώ­στης ήδη από το εξώ­φυλ­λο της συλ­λο­γής. Όμως η κε­ντρο­μό­λος δύ­να­μη της απώ­λειας εί­ναι, σύμ­φω­να με αυ­τήν εδώ την ανά­γνω­ση, προ­σχη­μα­τι­κή. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο «Με δύο αρι­στε­ρά πα­πού­τσια» (μάλ­λον το συ­νο­λι­κά ισχυ­ρό­τε­ρο κεί­με­νο του βι­βλί­ου) μας απο­κα­λύ­πτο­νται, μέ­σα από επα­να­λή­ψεις αλά Τό­μας Μπέρ­χαρνντ, μια σει­ρά από απώ­λειες: απώ­λεια αυ­το­πε­ποί­θη­σης και απώ­λεια ελ­πί­δας κι αι­σιο­δο­ξί­ας από την πλευ­ρά της νε­α­ρής για­τρού, απώ­λεια ταυ­τό­τη­τας, μνή­μης και της ίδιας της αί­σθη­σης του εδώ και τώ­ρα από την πλευ­ρά του γε­ρά­κου που πε­ρι­φέ­ρε­ται χα­μέ­νος στο νο­σο­κο­μείο. Στον «Τε­λα­μώ­να», και σε εντε­λώς άλ­λο κλί­μα, ο ανα­γνώ­στης συ­να­ντά τον βου­βό Σταυ­ρή στην καρ­διά του εμ­φυ­λί­ου και έρ­χε­ται πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με την απώ­λεια της οι­κο­γέ­νειας, της στορ­γής, της φω­νής και εν τέ­λει της ίδιας της ζω­ής με έναν τρό­πο που προ­σι­διά­ζει στον «Αιχ­μά­λω­το» του Στρα­τή Δού­κα ή την «Κά­θο­δο των εν­νιά» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Στο «Σε στά­ση άβο­λη», με τρό­πο συ­να­φή του αφη­γη­μα­τι­κού μο­ντερ­νι­σμού των έρ­γων λα­τι­νο­μα­ε­ρι­κά­νων συγ­γρα­φέ­ων όπως ο Μπο­λά­νιο, ο Νι­κο­λά­ου μας φέρ­νει στο 2004, αντι­μέ­τω­πους με το συμ­βάν του θα­νά­του του Ηλία Σταϊ­κό­που­λου. Επι­στο­λι­κά μέ­ρη σε συν­δυα­σμό με μια αφή­γη­ση σε στυλ αστυ­νο­μι­κού ρε­πορ­τάζ μας μι­λούν για την απώ­λειες που προη­γή­θη­καν της απώ­λειας της ζω­ής του Η.Σ. Σε εντε­λώς πά­λι κλί­μα, στο «Λί­να και Σερζ» η μυ­θο­πλα­σία συ­να­ντά τη βιο­γρα­φία του Προ­κό­φιεφ με την ενάρ­γεια της πρό­ζας του Μπαρνς και το λο­ξό χιού­μορ του Μι­ρο­σλάβ Πέν­κοφ. Ενώ, τέ­λος, στο «Aplomb», δια­βά­ζου­με σε πέ­ντε πρά­ξεις (σε πέ­ντε κι­νή­σεις μπα­λέ­του) για τις απώ­λειες της ζω­ής της Γε­ωρ­γί­ας: απώ­λεια του πα­τέ­ρα, των πα­που­τσιών του πα­τι­νάζ, της νιό­της, της κα­τα­πιε­στι­κής μη­τέ­ρας και ού­τω κα­θε­ξής.

Όσο όμως κι αν επι­μεί­νει κα­νείς στις πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο εμ­φα­νείς αφη­γη­μα­τι­κές ρί­ζες των δι­η­γη­μά­των του Νι­κο­λά­ου (από τον Μπόρ­χες και τον Καλ­βί­νο ως την Βιρ­τζί­νια Γουλφ), όλα τα πα­ρα­πά­νω δεν συ­νι­στούν απλώς το απο­τέ­λε­σμα μί­μη­σης «πρά­ξε­ως σπου­δαί­ας και τε­λεί­ας» (όπως απο­στη­θί­ζα­με στο Γυ­μνά­σιο) εξαι­τί­ας κά­ποιας ανα­γνω­στι­κής έξης—κά­θε άλ­λο. Τα δι­η­γή­μα­τα του Νι­κο­λά­ου, μέ­σα από την ανο­μοιο­γέ­νεια και την πο­λυ­φω­νία τους, κα­τα­φέρ­νουν κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να προ­σεγ­γί­ζουν μα­ε­στρι­κά ανα­γνω­ρί­σι­μους αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους ή από το να συ­γκλί­νουν γύ­ρω από την έν­νοια της απώ­λειας (άλ­λω­στε πό­ση κα­λή λο­γο­τε­χνία έχει άρα­γε γρα­φτεί για θέ­μα­τα ευ­φρό­συ­να ή χα­ρω­πά;)· κα­τα­φέρ­νουν να πά­ρουν από το χέ­ρι τον ανα­γνώ­στη και να τον ξε­να­γή­σουν στη βι­βλιο­θή­κη του συγ­γρα­φέα, σε μια βι­βλιο­θή­κη γε­μά­τη ανα­γνώ­σμα­τα χω­νε­μέ­να και συ­νο­μι­λί­ες αλη­θι­νές ανά­με­σα στον Νι­κο­λά­ου και τους «αγί­ους» του ανα­γνω­στι­κού του πα­λίμ­ψη­στου. Το σκο­τά­δι και το φως σκιά­ζουν και φω­τί­ζουν εναλ­λάξ τους ήρω­ες των ιστο­ριών, τις ανα­μνή­σεις και τις λε­πτές εκ­φρά­σεις των προ­σώ­πων τους, το πει­στι­κό ιστο­ρι­κό σκη­νι­κό που απο­τε­λεί το φό­ντο κά­θε δι­η­γή­μα­τος. Τα «Αό­ρα­τα μέ­λη» έχουν ως ση­μείο σύ­γκλι­σης το πως μπο­ρεί να ει­πω­θεί μια ιστο­ρία, συ­χνά η ίδια ιστο­ρία—και ο Νι­κο­λά­ου απο­δει­κνύ­ει πως όχι μό­νο μπο­ρεί να αφη­γη­θεί την ιστο­ρία, μι­κρή ή με­γά­λη, με δε­κά­δες τρό­πους, αλ­λά πως το κά­νει με την επάρ­κεια ώρι­μου συγ­γρα­φέα και στο­χα­στι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Πε­ρι­μέ­νου­με ήδη το επό­με­νο γρα­πτό του, όπως και όπο­τε αυ­τό προ­κύ­ψει.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: