«Τα κρόσσια απ’ τα λόγια μας»

Μερικές σκέψεις για την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου

 

Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013
Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013


Τα ποι­ή­μα­τα της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου (1914-1987) κερ­δί­ζουν ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο έδα­φος στην ανα­γνω­στι­κή μας συ­νεί­δη­ση, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη ότι η ποι­ή­τρια έγι­νε πρώ­τα γνω­στή ως σύ­ζυ­γος του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου. Η συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση των ποι­η­μά­των της (Ποι­ή­μα­τα 1944-1985, Ίκα­ρος 1989), η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει τα βι­βλία που εξέ­δω­σε με δι­κή της πρω­το­βου­λία, βο­ή­θη­σε να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με βή­μα βή­μα τη γρα­φή της. Βή­μα βή­μα, κα­θώς η ποί­η­σή της, πα­ρά την ανα­γνω­ρι­στι­κή της ταυ­τό­τη­τα, δεν εί­ναι ομοιό­μορ­φη. Εί­ναι «σω­μα­τι­κή», «ερω­τι­κή», «λυ­ρι­κή», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω κά­ποιους από τους δια­δε­δο­μέ­νους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς (βλ. Δα­νι­ήλ [20122], σ. 11-13, και Αντί , τχ. 351, σ. 33-46), αλ­λά με ποιο ακρι­βώς τρό­πο; Μια άλ­λη προ­σφι­λής ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των της εί­ναι η ταύ­τι­ση τους με τη ζωή, σύμ­φω­να πά­ντα με την ανα­γνω­στι­κή οδη­γία που έδω­σε η ίδια σε στί­χους της (π.χ. «Η ποί­η­σή μας εί­ναι η ζωή» [σ. 18]) και ως απο­τέ­λε­σμα της μα­θη­τεί­ας της στον υπερ­ρε­α­λι­σμό.
Το­πο­θε­τώ­ντας την πρό­σλη­ψη πριν από την ανά­γνω­ση του έρ­γου, αφή­νο­ντας τις λέ­ξεις «έρω­τας», «σώ­μα», «λυ­ρι­σμός» να πα­ρα­πέμ­ψουν σε εί­δος γρα­φής, κιν­δυ­νεύ­ου­με να φα­ντα­στού­με όμως μια γρα­πτή ποί­η­ση χω­ρίς ποι­κι­λο­μορ­φία, χω­ρίς τους πει­ρα­μα­τι­σμούς στους οποί­ους επι­δό­θη­κε η Χα­τζη­λα­ζά­ρου, και χω­ρίς την ιστο­ρία τής ποί­η­σής της, για πα­ρά­δειγ­μα τη σχέ­ση της με την καλ­λι­τε­χνι­κή πρω­το­πο­ρία στο Πα­ρί­σι. Και εφό­σον πρό­κει­ται για ποί­η­ση που θα εκλη­φθεί ανα­πό­φευ­κτα και ως «βιω­μα­τι­κή», με την έν­νοια της κα­τα­γρα­φής βιω­μά­των, κιν­δυ­νεύ­ου­με να φα­ντα­στού­με υπε­ρα­πλου­στευ­τι­κά, πα­ρα­συρ­μέ­νοι από το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της απεύ­θυν­σης, μια γυ­ναί­κα ερω­τευ­μέ­νη με κά­ποιον άντρα, σε πα­ρό­ντα ή πα­ρελ­θό­ντα χρό­νο, επι­βε­βαιώ­νο­ντας με ύπου­λο τρό­πο την πρώ­τη γνω­ρι­μία μας με το όνο­μά της Χα­τζη­λα­ζά­ρου ως συ­ζύ­γου ή ερω­μέ­νης, και εξω­θώ­ντας μας σε ει­κα­σί­ες ως προς το όνο­μα του άντρα στον οποί­ον η ποι­η­τι­κή φω­νή κά­θε φο­ρά απευ­θύ­νε­ται. Η ποί­η­σή της δεν κιν­δυ­νεύ­ει φυ­σι­κά από κα­νέ­να δι­κό μας φα­ντα­σια­κό, αλ­λά συ­ζη­τά­με πως πολ­λά εί­ναι εκεί­να που χά­νο­νται μέ­σα σε γε­νι­κές ανα­λυ­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες.
Επι­λο­γές της ίδιας της Χα­τζη­λα­ζά­ρου συ­γκα­τα­νεύ­ουν προς μια πιο σύν­θε­τη αντί­λη­ψη του ποι­η­τι­κού εαυ­τού: η αρ­χι­κή χρή­ση ψευ­δω­νύ­μου (Μά­τση Αν­δρέ­ου), η επι­λε­κτι­κή δη­μο­σί­ευ­ση ποι­η­μά­των της, η με­τά­φρα­ση (η οποία σή­μαι­νε με­τα­ποί­η­ση ή/και πα­ρά­φρα­ση) των γαλ­λι­κών ποι­η­μά­των της στα ελ­λη­νι­κά, μά­λι­στα σε με­τα­γε­νέ­στε­ρο χρό­νο (βλ. Φραν­τζή [2015], σ. 38, 53-62), κα­θώς και η δη­μο­σί­ευ­ση δύο μό­νο συ­νε­ντεύ­ξε­ών της σε με­γά­λη ηλι­κία (μία τη­λε­ο­πτι­κή και μία έντυ­πη, στους Φί­λιπ­πο Βλά­χο το 1984 και Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νο το 1986 αντί­στοι­χα, βλ. Δα­νι­ήλ [22012], σ. 170). Ίσως γι’ αυ­τό ο Δα­νι­ήλ (22012) δεν υπο­κύ­πτει στον πει­ρα­σμό να φέ­ρει στο φως αδη­μο­σί­ευ­το υλι­κό, αυ­το­βιο­γρα­φι­κό και ποι­η­τι­κό, σε­βό­με­νος από­λυ­τα τα όρια που έθε­σε η ποι­ή­τρια με­τα­ξύ ιδιω­τι­κού και δη­μό­σιου βί­ου, αλ­λά και τις από­ψεις της για το ποια ποι­ή­μα­τα εί­ναι για διά­φο­ρους λό­γους δη­μο­σιεύ­σι­μα ή μη. Επι­πλέ­ον, γνω­ρί­ζου­με ότι η Χα­τζη­λα­ζά­ρου διόρ­θω­νε τα ποι­ή­μα­τά της, όπως μαρ­τυ­ρούν πολ­λα­πλές εκ­δο­χές ποι­η­μά­των στο αρ­χείο της (Δα­νι­ήλ [22012], σ. 14). Η επι­μέ­λεια των κει­μέ­νων της υπο­δη­λώ­νει ότι δεν υπε­ρα­σπί­στη­κε μια (εντε­λώς) αυ­τό­μα­τη γρα­φή, ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι, του­λά­χι­στον σε προ­γραμ­μα­τι­κό επί­πε­δο, του υπερ­ρε­α­λι­σμού ού­τε τη λο­γι­κή που ταυ­τί­ζει την ει­λι­κρί­νεια με την ακα­τέρ­γα­στη γρα­φή.
Η Χα­τζη­λα­ζά­ρου φαί­νε­ται να αντι­λή­φθη­κε την ερω­τι­κή θε­μα­το­λο­γία, τη λυ­ρι­κή έκ­φρα­ση, την ταύ­τι­ση ποί­η­σης και ζω­ής χω­ρίς τον αυ­θορ­μη­τι­σμό ή την αφέ­λεια με τα οποία ενί­ο­τε συ­ναρ­θρώ­νε­ται κά­θε λο­γής χει­μαρ­ρώ­δης ποι­η­τι­κός λό­γος. Ίσως εί­ναι δί­καιο να πού­με ότι εν­δια­φέρ­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο για την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή διά­στα­ση του υπερ­ρε­α­λι­σμού και της μο­ντέρ­νας ποί­η­σης ως της αδιά­κο­πης μά­χης τού εγώ με τις αντι­στά­σεις του, τα δε­σμά του, τα σκο­τει­νά του νε­ρά μέ­σα στο χρό­νο και τη γλώσ­σα. Τα ποι­ή­μα­τα της Χα­τζη­λα­ζά­ρου δεί­χνουν ανα­μέ­τρη­ση με τη libido αλ­λά και με βα­θιά ρι­ζω­μέ­νες στο ασυ­νεί­δη­το επι­θυ­μί­ες. Ήδη από την πρώ­τη συλ­λο­γή της, και η δή­λω­ση ακό­μη της επι­θυ­μί­ας έχει αξία, σε δια­φο­ρε­τι­κά ποι­ή­μα­τα δια­βά­ζου­με τη φρά­ση «θέ­λω να» (π.χ. «τα ποι­ή­μα­τα που αγα­πώ θέ­λω να τα ζή­σω μα­ζί σου» (σ. 13). Ποιες εί­ναι οι κει­με­νι­κές εκεί­νες πρα­κτι­κές που επι­στρά­τευ­σε η ποι­ή­τρια ώστε να φέ­ρει εις πέ­ρας έναν ψυ­χα­να­λυό­με­νο και ψυ­χα­να­λυ­τι­κό ποι­η­τι­κό εαυ­τό που επι­διώ­κει να τι­νά­ξει τα δε­σμά της γραμ­μα­τι­κής του φύ­λου και της αν­θρώ­που; Η με­λέ­τη τους, σε διά­λο­γο και με τις κει­με­νι­κές πρα­κτι­κές ποι­η­μά­των που βρί­σκο­νται στο αρ­χείο της, θα έδι­νε αρ­κε­τές απα­ντή­σεις ως προς το πώς αντι­λαμ­βα­νό­ταν η ίδια αι­σθη­τι­κά τη σχέ­ση τε­χνι­κής και βί­ου.
Η ενα­σχό­λη­ση της Χα­τζη­λα­ζά­ρου με τη γραμ­μα­τι­κή του ποι­η­τι­κού εαυ­τού, δεί­χνει ότι δεν πρό­κει­ται για ποί­η­ση που εξα­ντλεί­ται στις ανα­λυ­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες της έμ­φυ­λης ποί­η­σης και των κα­λώς ή κα­κώς ερω­τι­κών και λυ­ρι­κών συ­νεκ­δο­χών της, ή για ποί­η­ση που επι­διώ­κει συ­νει­δη­τά, με τον τρό­πο που το εν­νο­ού­με σή­με­ρα, φε­μι­νι­στι­κές κα­τα­κτή­σεις. Λέ­γο­ντας «να φέ­ρει εις πέ­ρας» τον εαυ­τό, δεν συ­ζη­τά­με για μια κα­τ’ ανά­γκην γραμ­μι­κή και εξε­λι­κτι­κή γρα­φή, αλ­λά για μια ποι­η­τι­κή πο­ρεία με μο­τί­βα και κύ­κλους (βλ. π.χ. το μο­τί­βο «Αντί αφιέ­ρω­ση» και «Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση»), που πραγ­μα­τώ­νει με­τα­το­πί­σεις της ποι­η­τι­κής φω­νής σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους της εμπει­ρί­ας, με απο­τέ­λε­σμα τη διαρ­κή ανα­συ­γκρό­τη­σή του. Αν θέ­λου­με να μι­λή­σου­με για κα­τα­κτή­σεις της μο­ντέρ­νας ποί­η­σης, θα βοη­θού­σε να ιστο­ρι­κο­ποι­ή­σου­με την έμ­φυ­λη διά­στα­ση, πρώ­τον συ­ζη­τώ­ντας για το τι κά­νει η Χα­τζη­λα­ζά­ρου ως προς τον υπερ­ρε­α­λι­σμό και την ψυ­χα­νά­λυ­ση, όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, αλ­λά και το πώς κα­τορ­θώ­νει, με όρους φε­μι­νι­στι­κούς, τη σύ­ζευ­ξη ερω­τι­κής λα­τρεί­ας και ελευ­θε­ρί­ας («λέω έρως ζώο όμως ακούω μιαν ηχώ / σαν άσμα λα­τρεί­ας» [«Με­τα­μορ­φώ­σεις του έρω­τα», σ. 120]).
Κα­θώς η ποί­η­ση της Χα­τζη­λα­ζά­ρου απο­βλέ­πει να ξε­πε­ρά­σει τις αντι­στά­σεις του εαυ­τού της, όπως δια­τυ­πώ­νε­ται ήδη από την πρώ­τη της συλ­λο­γή (σ. 27), κα­θ’ οδόν μάς θυ­μί­ζει τον ασυ­να­γώ­νι­στο μό­χθο που προ­ϋ­πο­θέ­τει ιστο­ρι­κά η έμ­φυ­λη ποί­η­ση. Δεν εί­ναι άλ­λος από την από­πει­ρα να απε­λευ­θε­ρω­θεί από τη δυ­να­στεία ενός κλη­ρο­δο­τη­μέ­νου εαυ­τού. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ποί­η­μά της «Ψυ­χα­νά­λυ­ση» (σ. 171), που εκ­δί­δε­ται το 1985 και μοιά­ζει με απο­λο­γι­σμό ζω­ής:

Μη μι­λά­τε για μέ­να μες στο σπί­τι
του κρε­μα­σμέ­νου
για­τί μό­νη εί­μου­να σ’ αυ­τό το μέ­ρος
και πο­τέ δεν εί­χε σκοι­νί
ωρί­μα­σα σαν το κυ­νή­γι
με­τά απο­σπά­στη­κα απ’ το ράμ­φος μου
ξα­πό­μει­νε εκεί αυ­τό το ευ­γε­νι­κό όρ­γα­νο
που γυά­λι­ζα κι ακό­νι­ζα
το ωραιό­τε­ρο απ’ όλα μου τα νύ­χια
αυ­τό που ήξε­ρε να τρί­ζει κο­ντά στ’ αυ­τί μου
εί­σαι μια κρρρτς κρρρτς
Αμα-ζό­να κρρρτς κρρρτς
αυ­τό που κρά­δαι­να πά­νω απ’ τους αδύ­να­μους
με τα μά­τια μου χρυ­σά κου­κού­λια
αυ­τό το τε­λευ­ταίο μου βέ­λος
ενά­ντια στον εαυ­τό μου

τό­τε ανα­γκά­στη­κα να πλε­χτώ με τις βε­λό­νες
αρ­χί­ζο­ντας απ’ τα κά­τω
με κό­πο
κα­θι­σμέ­νη μπρος το πα­ρά­θυ­ρο με τις φο­βί­ες
εί­ναι μα­κρύ το γί­γνε­σθαι θη­λιά θη­λιά
τα κο­μπιά­σμα­τα του εγώ
που αρω­μα­τί­ζει τα μπρά­τσα του
όμως αγα­πά­ει μέ­σα από κα­θρέ­φτες και λο­ξο­το­μές
πά­ντα τα όνει­ρα μιας καη­μέ­νης μά­νας εγ­χει­ρι­σμέ­νης
καη­μέ­νη μά­να τρε­λή
ποιος τυ­ραν­νού­σε τη μά­να μου
σ’ έναν μό­νο άντρα εί­χε αφε­θεί

άγ­χη ανυ­παρ­ξί­ας
χέ­ρια μα­ρα­μέ­να φύλ­λα
πό­σες μέ­ρες ντρο­πής
ν’ ακούω σαν έπαι­ζα
τις οκτά­βες των λυγ­μών
ή εκεί­νες με τα γέ­λια
ΚΑ­ΤΩ ΟΙ ΘΕ­Α­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟΙ ΘΕ­Α­ΤΕΣ

βα­ρέ­θη­κα τη φυ­γή
μπρος στο φό­βο της άμε­σης ρο­ής

ένα με­γά­λο κί­τρι­νο μή­λο μες στο Πα­ρί­σι
εί­ναι η πυ­ξί­δα για το φως
τα δέ­ντρα επί­σης φα­νε­ρώ­νουν τους σκο­πούς τους
όταν έρ­χο­νται να μας ξυ­πνή­σουν το πρωί
εσύ δί­πλα στις αι­σθή­σεις μου
γυ­μνός σαν το ψω­μί
φο­βά­μαι λι­γό­τε­ρο να πε­θά­νω
ναι ήλιε ναι σκιά
ναι σκο­τού­ρες κουρ­τί­νες κα­ρέ­κλες
το βλέμ­μα σου να χαϊ­δεύ­ει την κοι­λιά μου ναι
τώ­ρα γρά­φω τού­το και σ’ αγα­πώ
με άσπρη απο­δο­χή σαν το χαρ­τί που ’χεις
και σχε­διά­ζεις
με δέρ­μα να λι­πο­ψυ­χεί από τρυ­φε­ρό­τη­τα
να πα­ρα­δί­δε­ται στα σε­ντό­νια με­τά
από ’να μπά­νιο καυ­τό
και με όλες αυ­τές τις μι­κρές σκό­νες
αυ­τά τα χνού­δια
που ανα­τα­ρά­ζου­με οι δυο με αγαλ­λί­α­ση
σ’ αγα­πώ

Στο πα­ρα­πά­νω ποί­η­μα, η έμ­φυ­λη διά­στα­ση της γρα­φής προ­κύ­πτει μέ­σα από το μό­χθο της ομι­λί­ας και της εξο­μο­λο­γη­τι­κής λει­τουρ­γί­ας. Η μο­νο­λο­γι­κή αφή­γη­ση κλεί­νει σε πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο, με την κα­τορ­θω­μέ­νη αγά­πη. Τα όρια του σώ­μα­τος και του εγώ γί­νο­νται δια­πε­ρα­τά, η ελευ­θε­ρία έχει κα­τα­κτη­θεί μέ­σω της συ­νύ­παρ­ξης μιας δε­δο­μέ­νη στιγ­μή.
Σε άλ­λα ποι­ή­μα­τα, η ελευ­θε­ρία κα­τα­κτιέ­ται όταν το υπο­κεί­με­νο βυ­θί­ζε­ται στις λέ­ξεις που γί­νο­νται ρη­μα­τι­κές πρά­ξεις («υπάρ­χει ανά­με­σά μας / η ιστο­ρία όλων εκεί­νων των λέ­ξε­ων / έτσι γα­λα­ξί­ας / με χαϊ­δεύ­ει ώς την κοι­λιά [«Αντί αφιέ­ρω­ση», σ. 79]) ή στη ροή του (συν)αι­σθή­μα­τος («Θ’ ανοί­ξω και τους δρό­μους που μου ’φρα­ξαν οι αντι­στά­σεις μου. / Ναι. Ό,τι δεν φθά­νει το χέ­ρι, το ξε­περ­νά­ει η καρ­διά μας» [σ. 27]).
Η αι­σθη­τι­κή στό­χευ­ση υλο­ποιεί­ται με τη συ­νέρ­γεια χε­ριού και καρ­διάς και όσων συμ­βο­λί­ζουν τα όρ­γα­να αυ­τά της γλώσ­σας. Συ­νέρ­γεια που θα φτά­σει μέ­χρι τον συ­ντο­νι­σμό τους («θα μά­θω ένα φθόγ­γο που θε να το ζή­σει το βί­ω­μά μου» [«Το­πία», σ. 55]). Αυ­τό το λε­λο­γι­σμέ­νο πε­ρίσ­σευ­μα εί­ναι που συ­γκι­νεί και ίσως μας οδη­γεί ενί­ο­τε να ξε­χνού­με τις ρα­φές της γρα­φής της, λες και η γρα­φή της Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­ναι αδια­με­σο­λά­βη­το βί­ω­μα. Λες και ο εαυ­τός δεν εί­ναι ποι­η­τι­κός εαυ­τός. Χω­ρίς όμως τη γλώσ­σα, την ευ­λυ­γι­σία της και την πλη­θω­ρι­κή ει­κο­νο­ποι­ία που γεν­νά (όπως, λ.χ., στις εσκεμ­μέ­νες ερω­τι­κές ασυ­ντα­ξί­ες στην «Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση», ποί­η­μα που αφιε­ρώ­νει στο τέ­λος της ζω­ής της στον Εμπει­ρί­κο), δεν υφί­στα­ται το βί­ω­μα.
Η ποί­η­ση της Χα­τζη­λα­ζά­ρου προ­ϋ­πο­θέ­τει εκ νέ­ου φυ­σι­κο­ποί­η­ση της γλώσ­σας. Γι’ αυ­τό μπο­ρεί να γρά­ψει, σε πλη­θυ­ντι­κό αριθ­μό, πως «τα κρόσ­σια απ’ τα λό­για μας κι­νού­νε σαν κο­πά­δια μέ­δου­σες» (σ. 59) και να τα δού­με. Θα δού­με, όχι την πρό­θε­ση αυ­τών των κο­πα­διών, αλ­λά το γε­γο­νός της κί­νη­σής τους. 

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Αντί (1987), τχ. 351, 17 Ιου­λί­ου.
Δα­νι­ήλ, Χρή­στος (20122), …Ιούς, Μα­νιούς, ίσως και Aqua Marina. Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου. Η πρώ­τη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια, Τό­πος.
Φραν­τζή, Άντεια (2015), Ερω­τι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις. Ση­μειώ­σεις για την ποί­η­ση της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Εκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης.
Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Μά­τση (1989), Ποι­ή­μα­τα 1944-1985, Ίκα­ρος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: