«Τα κρόσσια απ’ τα λόγια μας»
Μερικές σκέψεις για την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου
Τα ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου (1914-1987) κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος στην αναγνωστική μας συνείδηση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιήτρια έγινε πρώτα γνωστή ως σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της (Ποιήματα 1944-1985, Ίκαρος 1989), η οποία περιλαμβάνει τα βιβλία που εξέδωσε με δική της πρωτοβουλία, βοήθησε να παρακολουθήσουμε βήμα βήμα τη γραφή της. Βήμα βήμα, καθώς η ποίησή της, παρά την αναγνωριστική της ταυτότητα, δεν είναι ομοιόμορφη. Είναι «σωματική», «ερωτική», «λυρική», για να χρησιμοποιήσω κάποιους από τους διαδεδομένους χαρακτηρισμούς (βλ. Δανιήλ [20122], σ. 11-13, και Αντί , τχ. 351, σ. 33-46), αλλά με ποιο ακριβώς τρόπο; Μια άλλη προσφιλής ανάγνωση των ποιημάτων της είναι η ταύτιση τους με τη ζωή, σύμφωνα πάντα με την αναγνωστική οδηγία που έδωσε η ίδια σε στίχους της (π.χ. «Η ποίησή μας είναι η ζωή» [σ. 18]) και ως αποτέλεσμα της μαθητείας της στον υπερρεαλισμό.
Τοποθετώντας την πρόσληψη πριν από την ανάγνωση του έργου, αφήνοντας τις λέξεις «έρωτας», «σώμα», «λυρισμός» να παραπέμψουν σε είδος γραφής, κινδυνεύουμε να φανταστούμε όμως μια γραπτή ποίηση χωρίς ποικιλομορφία, χωρίς τους πειραματισμούς στους οποίους επιδόθηκε η Χατζηλαζάρου, και χωρίς την ιστορία τής ποίησής της, για παράδειγμα τη σχέση της με την καλλιτεχνική πρωτοπορία στο Παρίσι. Και εφόσον πρόκειται για ποίηση που θα εκληφθεί αναπόφευκτα και ως «βιωματική», με την έννοια της καταγραφής βιωμάτων, κινδυνεύουμε να φανταστούμε υπεραπλουστευτικά, παρασυρμένοι από το δεύτερο πρόσωπο της απεύθυνσης, μια γυναίκα ερωτευμένη με κάποιον άντρα, σε παρόντα ή παρελθόντα χρόνο, επιβεβαιώνοντας με ύπουλο τρόπο την πρώτη γνωριμία μας με το όνομά της Χατζηλαζάρου ως συζύγου ή ερωμένης, και εξωθώντας μας σε εικασίες ως προς το όνομα του άντρα στον οποίον η ποιητική φωνή κάθε φορά απευθύνεται. Η ποίησή της δεν κινδυνεύει φυσικά από κανένα δικό μας φαντασιακό, αλλά συζητάμε πως πολλά είναι εκείνα που χάνονται μέσα σε γενικές αναλυτικές κατηγορίες.
Επιλογές της ίδιας της Χατζηλαζάρου συγκατανεύουν προς μια πιο σύνθετη αντίληψη του ποιητικού εαυτού: η αρχική χρήση ψευδωνύμου (Μάτση Ανδρέου), η επιλεκτική δημοσίευση ποιημάτων της, η μετάφραση (η οποία σήμαινε μεταποίηση ή/και παράφραση) των γαλλικών ποιημάτων της στα ελληνικά, μάλιστα σε μεταγενέστερο χρόνο (βλ. Φραντζή [2015], σ. 38, 53-62), καθώς και η δημοσίευση δύο μόνο συνεντεύξεών της σε μεγάλη ηλικία (μία τηλεοπτική και μία έντυπη, στους Φίλιππο Βλάχο το 1984 και Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1986 αντίστοιχα, βλ. Δανιήλ [22012], σ. 170). Ίσως γι’ αυτό ο Δανιήλ (22012) δεν υποκύπτει στον πειρασμό να φέρει στο φως αδημοσίευτο υλικό, αυτοβιογραφικό και ποιητικό, σεβόμενος απόλυτα τα όρια που έθεσε η ποιήτρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου, αλλά και τις απόψεις της για το ποια ποιήματα είναι για διάφορους λόγους δημοσιεύσιμα ή μη. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι η Χατζηλαζάρου διόρθωνε τα ποιήματά της, όπως μαρτυρούν πολλαπλές εκδοχές ποιημάτων στο αρχείο της (Δανιήλ [22012], σ. 14). Η επιμέλεια των κειμένων της υποδηλώνει ότι δεν υπερασπίστηκε μια (εντελώς) αυτόματη γραφή, αναπόσπαστο κομμάτι, τουλάχιστον σε προγραμματικό επίπεδο, του υπερρεαλισμού ούτε τη λογική που ταυτίζει την ειλικρίνεια με την ακατέργαστη γραφή.
Η Χατζηλαζάρου φαίνεται να αντιλήφθηκε την ερωτική θεματολογία, τη λυρική έκφραση, την ταύτιση ποίησης και ζωής χωρίς τον αυθορμητισμό ή την αφέλεια με τα οποία ενίοτε συναρθρώνεται κάθε λογής χειμαρρώδης ποιητικός λόγος. Ίσως είναι δίκαιο να πούμε ότι ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την ψυχαναλυτική διάσταση του υπερρεαλισμού και της μοντέρνας ποίησης ως της αδιάκοπης μάχης τού εγώ με τις αντιστάσεις του, τα δεσμά του, τα σκοτεινά του νερά μέσα στο χρόνο και τη γλώσσα. Τα ποιήματα της Χατζηλαζάρου δείχνουν αναμέτρηση με τη libido αλλά και με βαθιά ριζωμένες στο ασυνείδητο επιθυμίες. Ήδη από την πρώτη συλλογή της, και η δήλωση ακόμη της επιθυμίας έχει αξία, σε διαφορετικά ποιήματα διαβάζουμε τη φράση «θέλω να» (π.χ. «τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου» (σ. 13). Ποιες είναι οι κειμενικές εκείνες πρακτικές που επιστράτευσε η ποιήτρια ώστε να φέρει εις πέρας έναν ψυχαναλυόμενο και ψυχαναλυτικό ποιητικό εαυτό που επιδιώκει να τινάξει τα δεσμά της γραμματικής του φύλου και της ανθρώπου; Η μελέτη τους, σε διάλογο και με τις κειμενικές πρακτικές ποιημάτων που βρίσκονται στο αρχείο της, θα έδινε αρκετές απαντήσεις ως προς το πώς αντιλαμβανόταν η ίδια αισθητικά τη σχέση τεχνικής και βίου.
Η ενασχόληση της Χατζηλαζάρου με τη γραμματική του ποιητικού εαυτού, δείχνει ότι δεν πρόκειται για ποίηση που εξαντλείται στις αναλυτικές κατηγορίες της έμφυλης ποίησης και των καλώς ή κακώς ερωτικών και λυρικών συνεκδοχών της, ή για ποίηση που επιδιώκει συνειδητά, με τον τρόπο που το εννοούμε σήμερα, φεμινιστικές κατακτήσεις. Λέγοντας «να φέρει εις πέρας» τον εαυτό, δεν συζητάμε για μια κατ’ ανάγκην γραμμική και εξελικτική γραφή, αλλά για μια ποιητική πορεία με μοτίβα και κύκλους (βλ. π.χ. το μοτίβο «Αντί αφιέρωση» και «Αντίστροφη αφιέρωση»), που πραγματώνει μετατοπίσεις της ποιητικής φωνής σε διαφορετικούς χρόνους της εμπειρίας, με αποτέλεσμα τη διαρκή ανασυγκρότησή του. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για κατακτήσεις της μοντέρνας ποίησης, θα βοηθούσε να ιστορικοποιήσουμε την έμφυλη διάσταση, πρώτον συζητώντας για το τι κάνει η Χατζηλαζάρου ως προς τον υπερρεαλισμό και την ψυχανάλυση, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και το πώς κατορθώνει, με όρους φεμινιστικούς, τη σύζευξη ερωτικής λατρείας και ελευθερίας («λέω έρως ζώο όμως ακούω μιαν ηχώ / σαν άσμα λατρείας» [«Μεταμορφώσεις του έρωτα», σ. 120]).
Καθώς η ποίηση της Χατζηλαζάρου αποβλέπει να ξεπεράσει τις αντιστάσεις του εαυτού της, όπως διατυπώνεται ήδη από την πρώτη της συλλογή (σ. 27), καθ’ οδόν μάς θυμίζει τον ασυναγώνιστο μόχθο που προϋποθέτει ιστορικά η έμφυλη ποίηση. Δεν είναι άλλος από την απόπειρα να απελευθερωθεί από τη δυναστεία ενός κληροδοτημένου εαυτού. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά της «Ψυχανάλυση» (σ. 171), που εκδίδεται το 1985 και μοιάζει με απολογισμό ζωής:
Μη μιλάτε για μένα μες στο σπίτι
του κρεμασμένου
γιατί μόνη είμουνα σ’ αυτό το μέρος
και ποτέ δεν είχε σκοινί
ωρίμασα σαν το κυνήγι
μετά αποσπάστηκα απ’ το ράμφος μου
ξαπόμεινε εκεί αυτό το ευγενικό όργανο
που γυάλιζα κι ακόνιζα
το ωραιότερο απ’ όλα μου τα νύχια
αυτό που ήξερε να τρίζει κοντά στ’ αυτί μου
είσαι μια κρρρτς κρρρτς
Αμα-ζόνα κρρρτς κρρρτς
αυτό που κράδαινα πάνω απ’ τους αδύναμους
με τα μάτια μου χρυσά κουκούλια
αυτό το τελευταίο μου βέλος
ενάντια στον εαυτό μου
τότε αναγκάστηκα να πλεχτώ με τις βελόνες
αρχίζοντας απ’ τα κάτω
με κόπο
καθισμένη μπρος το παράθυρο με τις φοβίες
είναι μακρύ το γίγνεσθαι θηλιά θηλιά
τα κομπιάσματα του εγώ
που αρωματίζει τα μπράτσα του
όμως αγαπάει μέσα από καθρέφτες και λοξοτομές
πάντα τα όνειρα μιας καημένης μάνας εγχειρισμένης
καημένη μάνα τρελή
ποιος τυραννούσε τη μάνα μου
σ’ έναν μόνο άντρα είχε αφεθεί
άγχη ανυπαρξίας
χέρια μαραμένα φύλλα
πόσες μέρες ντροπής
ν’ ακούω σαν έπαιζα
τις οκτάβες των λυγμών
ή εκείνες με τα γέλια
ΚΑΤΩ ΟΙ ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΙ ΘΕΑΤΕΣ
βαρέθηκα τη φυγή
μπρος στο φόβο της άμεσης ροής
ένα μεγάλο κίτρινο μήλο μες στο Παρίσι
είναι η πυξίδα για το φως
τα δέντρα επίσης φανερώνουν τους σκοπούς τους
όταν έρχονται να μας ξυπνήσουν το πρωί
εσύ δίπλα στις αισθήσεις μου
γυμνός σαν το ψωμί
φοβάμαι λιγότερο να πεθάνω
ναι ήλιε ναι σκιά
ναι σκοτούρες κουρτίνες καρέκλες
το βλέμμα σου να χαϊδεύει την κοιλιά μου ναι
τώρα γράφω τούτο και σ’ αγαπώ
με άσπρη αποδοχή σαν το χαρτί που ’χεις
και σχεδιάζεις
με δέρμα να λιποψυχεί από τρυφερότητα
να παραδίδεται στα σεντόνια μετά
από ’να μπάνιο καυτό
και με όλες αυτές τις μικρές σκόνες
αυτά τα χνούδια
που αναταράζουμε οι δυο με αγαλλίαση
σ’ αγαπώ
Στο παραπάνω ποίημα, η έμφυλη διάσταση της γραφής προκύπτει μέσα από το μόχθο της ομιλίας και της εξομολογητικής λειτουργίας. Η μονολογική αφήγηση κλείνει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, με την κατορθωμένη αγάπη. Τα όρια του σώματος και του εγώ γίνονται διαπερατά, η ελευθερία έχει κατακτηθεί μέσω της συνύπαρξης μιας δεδομένη στιγμή.
Σε άλλα ποιήματα, η ελευθερία κατακτιέται όταν το υποκείμενο βυθίζεται στις λέξεις που γίνονται ρηματικές πράξεις («υπάρχει ανάμεσά μας / η ιστορία όλων εκείνων των λέξεων / έτσι γαλαξίας / με χαϊδεύει ώς την κοιλιά [«Αντί αφιέρωση», σ. 79]) ή στη ροή του (συν)αισθήματος («Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου ’φραξαν οι αντιστάσεις μου. / Ναι. Ό,τι δεν φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας» [σ. 27]).
Η αισθητική στόχευση υλοποιείται με τη συνέργεια χεριού και καρδιάς και όσων συμβολίζουν τα όργανα αυτά της γλώσσας. Συνέργεια που θα φτάσει μέχρι τον συντονισμό τους («θα μάθω ένα φθόγγο που θε να το ζήσει το βίωμά μου» [«Τοπία», σ. 55]). Αυτό το λελογισμένο περίσσευμα είναι που συγκινεί και ίσως μας οδηγεί ενίοτε να ξεχνούμε τις ραφές της γραφής της, λες και η γραφή της Χατζηλαζάρου είναι αδιαμεσολάβητο βίωμα. Λες και ο εαυτός δεν είναι ποιητικός εαυτός. Χωρίς όμως τη γλώσσα, την ευλυγισία της και την πληθωρική εικονοποιία που γεννά (όπως, λ.χ., στις εσκεμμένες ερωτικές ασυνταξίες στην «Αντίστροφη αφιέρωση», ποίημα που αφιερώνει στο τέλος της ζωής της στον Εμπειρίκο), δεν υφίσταται το βίωμα.
Η ποίηση της Χατζηλαζάρου προϋποθέτει εκ νέου φυσικοποίηση της γλώσσας. Γι’ αυτό μπορεί να γράψει, σε πληθυντικό αριθμό, πως «τα κρόσσια απ’ τα λόγια μας κινούνε σαν κοπάδια μέδουσες» (σ. 59) και να τα δούμε. Θα δούμε, όχι την πρόθεση αυτών των κοπαδιών, αλλά το γεγονός της κίνησής τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντί (1987), τχ. 351, 17 Ιουλίου.
Δανιήλ, Χρήστος (20122), …Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina. Μάτση Χατζηλαζάρου. Η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια, Τόπος.
Φραντζή, Άντεια (2015), Ερωτικές μεταμορφώσεις. Σημειώσεις για την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Χατζηλαζάρου, Μάτση (1989), Ποιήματα 1944-1985, Ίκαρος.