Post mortem

Η Μάτση μπροστά σε πίνακα του Βιλατό
Η Μάτση μπροστά σε πίνακα του Βιλατό

Γράμμα στη Μάτση

 

———



Με διψάς, όπως θα έγραφες κι εσύ. Με στοιχειώνεις από τότε που έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Ίκαρου με τα ποιήματά σου. Το βιβλίο ήταν δανεικό αλλά έγινε τελικά δικό μου. Εσύ έγινες δική μου. Επειδή έτσι γίνονται τα πράγματα με σένα. Ολοκληρωτικά. Σαν την γραφή σου.
Ο λόγος σου εμπνέει συναίσθημα. Απολύτως ερωτικό. Και μεταφυσικό. Η ποίησή σου είναι μαγεμένη. Όποιος τη διαβάζει πέφτει στα μάγια της και σ' ερωτεύεται. Kι εσύ ζωντανεύεις και κατοικείς σε λογιών λογιών μυαλά πια. Φιλόλογοι αναλύουν τις λέξεις σου και τεμαχίζουν σύμφωνα και φωνήεντα και αναζητούν την ουσία σου. Συγγραφείς και ποιητές γοητεύονται από τους χρησμούς σου και ψάχνουν τη ζωή σου. Ακολουθούν τα βήματά σου επιχειρώντας να σε αγκαλιάσουν. Το έκανα κι εγώ κάποια στιγμή. Επιδόθηκα με δίψα στο κυνήγι της πληροφορίας που θα μου έφερνε περισσότερη γνώση και κατανόηση για το πώς ήσουν. Διάβασα τα βιβλία του Χρήστου (Δανιήλ) κι ύστερα τον συνάντησα και μιλήσαμε ώρες για σένα. Αναζήτησα και γνώρισα τον Λεωνίδα Εμπειρίκο τον γιο του Αντρέα και της Βιβής και προσπάθησα να αντλήσω πληροφορίες από τη μνήμη του. Δεν έμαθα πολλά για σένα αλλά έμαθα πολλά πράγματα για τους φρύνους και τα βατράχια που είναι το πάθος του. Εσύ ήσουν μόνο μια απομακρυσμένη κυρία της παιδικής του ηλικίας και κάποια γράμματα που δημοσίευσε ο Χρήστος στο βιβλίο του, ...Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.
Χάρη σε σένα γνώρισα και την Γεωργία Παπαγεωργίου όπως και την Άντεια Φραντζή που τη θεωρώ φίλη πια. Κάθε ένας μου έδινε την δική του εκδοχή για το πώς ήσουν. Κάθε φορά που νόμιζα ότι σε μάθαινα τόσο περισσότερο μου διέφευγες.
Καταδύθηκα για μήνες στ' αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Ήθελα να κάνω μια έκθεση κι ένα συμπόσιο για σένα. Να σε γνωρίσει ο κόσμος που δεν σε ήξερε. Έκλειναν τότε 100 χρόνια από τη γέννησή σου. Μαζί με την Χάρις Κανελλοπούλου που θα έκανε την επιμέλεια, πηγαίναμε κάθε πρωί στο Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου στην Κηφισιά, και σαν παθιασμένοι υπάλληλοι μελετούσαμε τις φωτογραφίες και τα γράμματα που είχες αφήσει πίσω. Δεν άφησες και πολλά. Αργότερα έμαθα πως προς το τέλος της ζωής σου σ' έπιασε μια φούρια, μια μανία, να μην αφήσεις τίποτα ημιτελές, ελλιπές ή πολύ προσωπικό. Έσκισες και πέταξες σακούλες ολόκληρες από βιωματικό υλικό. Καθάρισες τα ίχνη σου και άφησες μόνο κάποια λίγα πράγματα. Επιλεγμένα. Όσο κι αν με θλίβει σε θαυμάζω κιόλας γι' αυτή σου την πράξη. Επειδή ήξερες ότι θα αναζητούσαμε και το πιο μικρό ξέφτι από το φόρεμα σου και θα το αναλύαμε μέχρι βλακείας, θα τραβάγαμε και την πιο λεπτή κλωστή μέχρι να ξηλώσουμε όλο το ύφασμα προσπαθώντας να δούμε τι κρύβεται από κάτω. Γιατί τέτοιοι είναι οι θαυμαστές. Φανατικοί με το αντικείμενο της λατρείας τους. Σαρκοφάγοι. Και δεν τους νοιάζει η αλήθεια, τους νοιάζει να φτάσουν σ' εκείνο που πιστεύουν πως είναι αλήθεια. Έτσι θα φτιάχναμε μια καρικατούρα σου και θα την προσκυνούσαμε παράλληλα με τα ποιήματα σου. Μια καρικατούρα που όμως δεν θα ήσουν εσύ τελικά. Το προέβλεψες αυτό. Φύλαξες την ιδιωτικότητα σου καταστρέφοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να μαρτυρήσει περισσότερα για σένα. Μπροστά σ' αυτήν την διορατικότητα, υποκλίνομαι.
Αν και οι υπεύθυνοι στο Μουσείο Μπενάκη το ήθελαν πολύ η έκθεση ωστόσο δεν έγινε ποτέ γιατί δεν καταφέραμε να βρούμε χρήματα. Ήταν η οικονομική κρίση. Το 2014 καμία τράπεζα ή Ίδρυμα ή εταιρία δεν έδινε λεφτά για μια γυναίκα, άγνωστη όπως σε θεωρούσαν τότε και μάλιστα ποιήτρια! Είχες όλα τα αρνητικά για να μη σε θεωρούν άξια χρηματοδότησης. Από την τεράστια εκείνη προσπάθεια και την επί μήνες δουλειά, έμεινε τελικά η σελίδα που σου έφτιαξα στο Facebook. Θα χαρείς να μάθεις ότι οι άντρες ακόμα έλκονται από σένα. Παίρνω μηνύματα από περαστικούς αναγνώστες που δεν σε ήξεραν οι οποίοι ερωτεύονται το λόγο σου και στέλνουν στο messenger για να βρεθείτε. Λυπάμαι όταν τους απογοητεύω λέγοντας τους ότι έχεις πεθάνει αλλά χαίρομαι όταν σκέφτομαι πόσο θα διασκέδαζες με όλα αυτά. Υπό αυτή την έννοια έχεις ακόμα εραστές — έστω και πλατωνικούς.
Έχεις και τους Σωματοφύλακες σου. Όλους εμάς που ασχολούμαστε πάλι με το έργο σου. Παρατηρώ —αντίθετα με οποιαδήποτε πρόβλεψη— πως αντί να βυθίζεσαι στη λήθη γίνεσαι όλο και πιο γνωστή όλο και πιο επίκαιρη. Σε ανακαλύπτουν ξανά από την αρχή όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Γίνονται αφιερώματα για σένα, όπως αυτό εδώ, συζητήσεις, εκπομπές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση —πού ξέρεις;— μεθαύριο μπορεί να πετύχουμε και την έκθεση.
Απ' όλες τις έρευνες που έκανα για σένα, αυτά που γράφω παρακάτω είναι τα στοιχεία που συγκράτησα. Αν είναι αλήθεια ή όχι δεν έχει τελικά και πολύ σημασία. Μέσα μου η εικόνα σου συγκροτείται, διαλύεται και επανασυντίθεται από τις λέξεις στα ποιήματα σου. Ορίστε όμως —εκτός από τα βιογραφικά σου— τι άλλο ξέρω για σένα.
Το Μαρία Λουκία όταν ήσουν μικρή δεν μπορούσες να το πεις και το πρόφερες Μάτση.
Η ψυχανάλυση που έκανες με τον Εμπειρίκο σε βοήθησε να συναρμολογήσεις το συναίσθημα με τις λέξεις και να βγεις στο φως -έστω και με ψευδώνυμο. Έκανες μόνη σου τις μεταφράσεις των ποιημάτων σου. Ήσουν πολύγλωσση (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) κι αυτό σε βοηθούσε να διαβάζεις τους ποιητές και τους συγγραφείς που αγαπούσες στο πρωτότυπο. Σε βοηθούσε επίσης να ακροβατείς πάνω στις δύο γλώσσες που αγάπησες (ελληνικά-γαλλικά) και να παίζεις παραφράζοντας τα ποιήματα σου από την μια γλώσσα στην άλλη. Όπως λέει και η Άντεια η πολυγλωσσική ιδιαιτερότητά σου μας αιφνιδιάζει. Επειδή “είναι κοινός τόπος ότι η γλώσσα είναι η μήτρα που πάνω της χαράζεις το βίωμα” (Άντεια Φραντζή, ομιλία για τη Μάτση Χατζηλαζάρου στο Free Thinking Zone).
Σας άρεσε με τον Ανδρέα και τις παρέες σας να επισκέπτεστε μέρη με αρχαία. Οι περισσότερες φωτογραφίες στο Μουσείο Μπενάκη είναι από τέτοιες εκδρομές. Παίζατε με τ' αρχαία λες και ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς σας. Είχατε πάθει επίσης μια μανία με τις μάσκες. Παιχνίδι ταυτότητας; Ερωτικό; Μετάθεση ρόλων; Θεατρικό; Έχετε βγάλει μια ολόκληρη σειρά φωτογραφίες με καρέκλες και μάσκες.
Αδιαφορούσες για τις κοινωνικές συμβάσεις ή για το τι έλεγε ο κόσμος. Ο “κόσμος” αυτός ήταν που όταν εκδόθηκε η πρώτη σου ποιητική συλλογή το 1945, αντί ν' ασχοληθεί με τα ποιήματα ασχολιόταν να βρει ποιον από τους δυο άντρες της ζωής σου αφορούσε η αφιέρωσή σου στην προμετωπίδα του βιβλίου “στον Αντρέα”. Εννοούσες τον Εμπειρίκο ή τον Καμπά; Σκάνδαλο! Ήταν ο ίδιος αυτός “κόσμος” που σου είχε ασκήσει δριμύτατη κριτική στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά, όταν δημοσιεύθηκαν τα Δυο Διαφορετικά Ποιήματα σου στο περιοδικό Τετράδιο.
Στο Παρίσι ήρθες σε επαφή με τα μέλη της υπερρεαλιστικής ομάδας, αλλά αποφάσισες ότι η δουλικότητα που υπάρχει στον περίγυρο του Μπρετόν δεν σε αφορούσε και δεν κράτησες σχέσεις μαζί του. Στην πρώτη σου συνάντηση με τον Ντανταϊστή Τριστάν Τζαρά τσακώνεσαι μαζί του. Εκείνος σε αποκάλεσε σχεδόν ταγματαλήτισσα και δοσίλογο εσύ τον αποκάλεσες ηλίθιο και βλάκα. Μετά βέβαια ηρεμήσατε και η σχέση αποκαταστάθηκε. Γνώρισες τον εγγονό του Φρόιντ, τον Λούσιαν, και τον βοήθησες εφοδιάζοντας τον με συστατικές επιστολές για το ταξίδι του στην Ελλάδα. Χάρη στις επιστολές αυτές ο Φρόιντ γνωρίστηκε με τον Εμπειρίκο και διατήρησαν μια καλή σχέση.
Έγραφες βράδυ. Ξυπνούσες κι έγραφες.
Από το 1941 ακόμα διεκδικείς, στα γραπτά σου για τον εαυτό σου, ελευθερίες και ισοτιμίες που θα διεκδικούσαν οι φεμινίστριες στο 2ο ρεύμα του γαλλικού φεμινισμού τη δεκαετία του 1970. Είσαι πρωτοπόρος και οι ιδέες σου αντηχούν στην ποίηση σου. Το κλειστοφοβικό όμως κλίμα στην Ελλάδα, η απουσία ετών στο Παρίσι, οι συνεχείς μετοικήσεις σου και αυτή η εκ του φυσικού ανένταχτη στάση σου, καθυστερούν την αναγνώρισή σου. Για πολύ καιρό ως ποιήτρια σε κυκλώνει η λήθη. Φταις κι εσύ που δεν έλεγες ποτέ ότι είσαι ποιήτρια. Δεν διεκδικούσες την ιδιότητα αυτή όπως έκαναν παθιασμένα οι άντρες συνάδελφοι σου. Όταν μαζευόσασταν με τον Εμπειρικό σε διάφορες παρέες δεν μιλούσες. Δεν θεωρούσες τον εαυτό σου σπουδαίο. Ίσως επειδή δεν είχες σπουδάσει και το είχες καημό. Για καιρό όλοι σε ήξεραν -κι ακόμα σε αναφέρουν- ως δεύτερη γυναίκα του Εμπειρίκου, λες και αυτό είναι χαρτί αναγνωρισιμότητας και αποδοχής. Κανείς δεν λέει πως αν δεν ήσουν εσύ ίσως λίγοι θα γνώριζαν πως κάποτε υπήρξε ένας ποιητής που τον έλεγαν Ανδρέα Καμπά. Εσύ με το ένα χέρι σου κράτησες τον Καμπά από τα μαλλιά και τον έβγαλες από τη λήθη ενώ με το άλλο μας σύστηνες στους πίνακες του Βιλατό. Χωρίς εσένα, μεσάνυχτα θα είχαμε. Αυτές οι μικρές αδικίες, με θυμώνουν.
Ευτυχώς μιλούσαν άλλοι για σένα. O Γ.Π. Σαββίδης, για παράδειγμα, είχε πει πως είσαι «η πολυτιμότερη ερωτική ποιήτρια που διαθέτει η γλώσσα μας».
Ο Βιλατό, μου είπαν, ήταν τελικά ο μεγάλος σου έρωτας και ο χωρισμός σας πολύ σου στοίχισε. Αλήθεια; Ψέματα; Μόνο εσύ ξέρεις. Στις φωτογραφίες ακόμα και σε κείνες που χαμογελάς το βλέμμα σου είναι πάντα βαρύ. Μόνο σ' εκείνες που είσαι με τον Εμπειρίκο λάμπεις στο πρόσωπο και στο βλέμμα. Μόνο σ' εκείνες ανθίζεις. Σ' όλες τις άλλες υπάρχει μια σκιά πάντα. Κάτι βαρύ που κανένα χαμόγελο δεν μπορεί να το διαπεράσει.
Στα τελευταία που είχες αρρωστήσει σε βοηθούσαν οικονομικά παλιές καλές οικογενειακές φίλες. Δεν ένιωσες όμως ποτέ άσχημα γι αυτό ούτε ένιωσες πως χρωστούσες κάτι σε κάποιον.
Όταν επέστρεψες την τελευταία φορά στην Ελλάδα δεν είχες με ποιον να μιλήσεις. Μια ανταλλαγή απόψεων με τον Έκτορα Κακναβάτο, επειδή μπορούσε να σε μεταφέρει στην εποχή του μεσοπολέμου. Μετά το Παρίσι κι όλο εκείνο τον κύκλο των διανοούμενων που είχες συνηθίσει, όλους εκείνους τους Ματίς, Μπρετόν, Γκι Λεβίς Μανόν, Τριστάν Τζαρά, Πολ Ελιάρ, και Όσκαρ Ντομίνγκεζ που έκανες παρέα, αυτή η απομόνωση και ο επαρχιωτισμός της Ελλάδας πρέπει να σου είχαν στοιχίσει.
Παρ' όλα αυτά στο ημιυπόγειο διαμέρισμά σου, της Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι, σ' επισκεπτόντουσαν διάφοροι γνωστοί και άγνωστοι γοητευμένοι από την προσωπικότητα σου.
Σου άρεσε να έχεις νέους ανθρώπους γύρω σου. Το διαμέρισμα σου έβλεπε σ' έναν ακάλυπτο και το είχες φτιάξει με αγαπημένα σου πράγματα που μαζί με τα πολλά βιβλία δημιουργούσαν μια ζεστή ατμόσφαιρα. Είχες ένα πολύ ωραίο σεκρετέρ, απέναντι από το κρεβάτι σου και πάνω είχες φωτογραφία του Γιώργου Καρτάλη που τον αγαπούσες πολύ όπως και την γυναίκα του την Εριφύλη με την οποία ήσασταν πολύ καλές φίλες. Ο Καρτάλης πέθανε νωρίς κι αυτό το έλεγες συχνά με παράπονο. Στον τοίχο είχες πολλές κάρτες και έργα του Βιλατό. Είχες επίσης, όπως έμαθα, μια μεγάλη συλλογή με τάματα. Τ' αγόραζες από παλαιοπωλεία. Όχι επειδή ήσουν θρήσκα —δεν ήσουν— αλλά επειδή σε γοήτευαν.
Έφτιαχνες κοσμήματα με πέτρες ημιπολύτιμες, στρας και χάντρες και τα πουλούσες. Είδα φωτογραφίες που τις έχουν φυλαγμένες στο αρχείο του Ιδρύματος Μπενάκη. Έχεις στολίσει τα κοσμήματα πάνω σε κουρτίνες, σ' ένα ψεύτικο μπούστο, σ' ένα γραφείο αντίκα, πάνω σ' ένα ύφασμα από βελούδο. Μάλλον είναι από την έκθεση που είχες κάνει. Πρέπει να πέρναγες πολλές ώρες διαλέγοντας χάντρες και χρώματα που τα μεταμόρφωνες σε κολιέ και βραχιόλια. Πρέπει να σε συγκέντρωνε και να σε ξεκούραζε αυτό, από την άλλη, τη βαριά εργασία με τις λέξεις.
Η Γεωργία Παπαγεωργίου συνεργάτης και σύντροφος του σπουδαίου τυπογράφου και εκδότη Φίλιππου Βλάχου, επιμελήτρια στις εκδόσεις Κείμενα κι αργότερα στις εκδόσεις Ίκαρος σε γνώρισε από κοντά και ήταν φίλη σου τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής σου. Όταν την ρώτησα πως ήσουν σε περιέγραψε ως εξής: “Όταν την πρωτογνώρισα εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ. Αν και Ελληνίδα δεν είχε σχέση με τα ελληνικά πράγματα. Είχε έναν αέρα τελείως διαφορετικό. Ήταν αριστοκρατική χωρίς να είναι απόμακρη ή σνομπ. Ήταν πολύ απλή και πολύ προσγειωμένη με όλα αυτά που είχε περάσει”.
Ο Σπύρος Τσαούσης ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, έμοιαζε με ηθοποιό του Χόλιγουντ. Αυτός, ο δεύτερος σύζυγός σου, κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του μια φωτογραφία που ήσασταν, εσύ κι εκείνος, νέοι. Ο Χατζιδάκις ήταν επίσης γοητευμένος από σένα. Είχες αναμφισβήτητα κάτι που άγγιζε όλους τους ανθρώπους που σε γνώριζαν είτε άντρες είτε γυναίκες. Ακόμα το έχεις.
Φλέρταρες, απ' ότι μου είπαν, με έναν υπέροχο τρόπο ως τα τελευταία σου. Σου άρεσε. Σε ζωντάνευε. Κι ήσουν κοκέτα μέχρι τέλος. Αυτό με δυσκόλεψε σαν πληροφορία γιατί σε φανταζόμουν πάντα επιμελώς ατημέλητη και κάπως αδιάφορη με την εμφάνιση — ας είναι. Είχες ένα θέμα με τα παραπάνω κιλά σου που πάντα πάσχιζες αλλά δεν κατάφερνες να χάσεις. Όταν αρρώστησες γύρισες σε μια φίλη σου και είπες με αυτοσαρκασμό: τουλάχιστον τώρα αδυνάτισα επιτέλους!
Ήξερες πως έρχεται το τέλος. Γι' αυτό καθάρισες προσεκτικά τα ίχνη σου.
Σε ερμηνεύω λες; Φυσικά και σε ερμηνεύω. Αφού δεν είσαι εδώ. Πώς αλλιώς; Κι όλα αυτό το αφιέρωμα τι είναι; Μια ακόμα ερμηνεία. Πολύ μελάνι, πολύ μελέτη και σκέψη για να μπορέσουμε να συλλάβουμε τη μορφή σου. Όσο για τους στίχους σου...
Οι λέξεις σου με καρφώνουν στον τοίχο. Ο τρόπος που παίζεις τη συμφωνία είναι αποκλειστικά δικός σου. Ένας Χόροβιτς της ποίησης. Μέσα στις συλλογές σου έχεις τη φρεσκάδα της νέας κοπέλας και την ωριμότητα της γυναίκας, φυλαγμένες σαν άμμο του καλοκαιριού μέσα σε σελίδες βιβλίου. Όπως έλεγες κι εσύ, “οι στίχοι μου κουδουνίζουν”.
Σε σένα με τράβηξε το ζεϊμπέκικο. Ο καημός και η ελευθερία στο λόγο σου. Σαν άντρας και γυναίκα μαζί. Κυρίως, το ότι ήσουν ένα πλάσμα ελεύθερο.
Έφερνες έναν άλλον αέρα Γυναίκας. Αέρα επανάστασης. Χώμα που ποτίστηκε με αίμα και σπέρμα σε ίσες δόσεις κι έβγαλε άνθους και ρίζωσε δέντρα κι έβγαλε ξύλα που έγιναν βάρκες και πλοία που σε ταξιδεύουν σ' όλη τη γη. Επειδή όλη η γη είναι ένα και σου ανήκει. Πατάς επάνω της και την ερμηνεύεις στο μέτρο των αναστεναγμών σου, στο Ρυθμό του πόνου που είναι υφασμένος κάτω από το δέρμα σου και κρατάει το χρόνο σε κάθε χτύπο του τυμπάνου. Κρατάει χρόνο με κάθε χτύπο πάνω στο τεντωμένο του ζώου δέρμα. Κρατάει χρόνο και δίνει το ρυθμό στους σκλάβους να τραβήξουν το κουπί της τριήρης που αν μεθαύριο χαθεί θα τους πάρει όλους μαζί της ή θα τους ελευθερώσει.
Στα ποιήματα σου είσαι αυτός ο Ρυθμός που άλλοτε πέφτει σαν μαστίγιο πάνω στις αισθήσεις μας κι άλλοτε μας λικνίζει σε λύπες παλιές μ' έναν καινούριο τρόπο και μας μαθαίνει πώς να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Έχουν γραφτεί μελέτες για την συμβολή σου στην ελληνική ποίηση, στον φεμινισμό, για τη θέση του σώματος και της φύσης στους στίχους σου, και πολλά άλλα. Εγώ θέλω λίγο να σταθώ στις παύσεις σου. Σ' αυτά τα κενά που με γοητεύουν και που αφήνεις σοφά τοποθετημένα σαν μικρή οφθαλμαπάτη ανάμεσα στις λέξεις σου. Λες και το ποίημα είναι η έρημος και οι παύσεις είναι μικρές οάσεις. Ό,τι κάνει και η Τσβετάγεβα με τις παύλες. Αλλά μια μεγάλη παύλα στα ρώσικα μπορεί να υπονοεί παύση ή κι ένα νόημα ακόμα ή να είναι μια αναφορά σε μια γλώσσα παλιά που μιλούσαν μονάχα οι χωρικοί και οι κολίγοι όταν οι ευγενείς στις στέπες μιλούσαν ακόμα γαλλικά αναμεταξύ τους. Μια μεγάλη παύλα, στην Τσβετάγεβα, μπορεί να είναι αναφορά σε ρώσικο παραμύθι ή στον Πούσκιν.
Είχες κι εσύ μεγάλες παύλες στην αρχή. Έγραφες: 

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλους τους ασφόδελους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου
τα μεράκια, τα ντέρτια – το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,
το κρεμεζί μου το μαντίλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες.

Έβαζες ακόμα τελείες και κόμματα, τότε. Έβαζες παύλες μεγάλες με κενό αριστερά και δεξιά να μοιάζουν με μονόξυλα ριγμένα στη θάλασσα, φτιαγμένα όλα από το ίδιο δέντρο.
Είναι στη συλλογή Cinq Fois, που εκδίδεται το 1949 στο Παρίσι με έξι χαλκογραφίες του Javier Vilato, που εμφανίζεσαι εντελώς ανυπότακτη σε γραμματικούς κανόνες. Ούτε κόμματα ούτε τελείες, ούτε θαυμαστικά. Λέξεις μονάχα. Λέξεις με όλο τους το βάρος να κάθονται πάνω στη σελίδα γυμνές. Λέξεις που τις ζύγιζες και έπαιζες μαζί τους αλλάζοντας το νόημά τους, επειδή η ζωή αυτό σου μάθαινε. Ότι ο ήχος, όταν έχει ρυθμό, αποκτάει άλλο νόημα. Εγκατέλειψες και τις παύλες σαν ρούχο που δεν το χρειαζόσουν πια.
Είχαν μεσολαβήσει ο γάμος του Εμπειρίκου με τη Βιβίκα. Η αυτοεξορία. Το «Ματαρόα». Ο Καμπάς. Το Παρίσι, οι νέες γνωριμίες, ο καινούργιος αέρας που ανέπνεες. Το ποτάμι που σου θύμιζε τη θάλασσα που άφησες πίσω. Είχε μεσολαβήσει κυρίως ο Βιλατό και ο έρωτας σας σε μιαν άλλη γλώσσα. Εσύ που εκφραζόσουν μέσα από τις λέξεις πώς να ένιωθες μ' έναν εραστή δίγλωσσο; Όταν οι λέξεις δεν χρησίμευαν πια και η βαθύτερη επικοινωνία γινόταν μέσα σε σιωπή, πώς ένιωθες; Κι όταν σε ανησυχούσε αυτή η γεωγραφική απομάκρυνση που έμπαινε ανάμεσά σας, στη σιωπή δεν κατέφευγες πάλι, για παρηγοριά και ανασυγκρότηση; Λογικό που σε τράβηξε λοιπόν το κενό. Η εύγλωττη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις. Ο ρυθμός που κρύβεται μέσα στην παύση.
Γιατί για σένα τα κενά ανάμεσα στις λέξεις είναι ρυθμός. Αν οι στίχοι σου είναι ένα καΐκι που μας ταξιδεύει με μαεστρία στο πέλαγος των λέξεων, οι παύσεις σου είναι το τρίτο κύμα της τρικυμίας, που σ' ανεβάζει, δεμένο με μια αίσθηση ιλίγγου, λίγο ψηλότερα, για μια ανάσα, πριν σε γκρεμίσει με φόρα ξανά στα βαθιά.

Είδα έναν αχινό τον είχα διακρίνει από ψηλά απ' τα βράχια όταν έψαχνα μέρος για να μπω στη θάλασσα α για δες τον πήρε μια πετρίτσα κι ένα κοχύλι μες στ' αγκάθια του λέω να μπω από δω μ' αρέσουν οι πρασινωπές πέτρες τόσο τραχιές και δασιές πάνω τους γλιστράω λιγότερο θεε μου τι αγαθή είναι τούτη η θάλασσα για το κορμί μου ακρόπρωρο αγκάθι της ομορφιάς μαύρο γαρίφαλο φιλί αντεραστής των ματιών η θάλασσα σε βάφτισε Αχινό

Ο Μπρετόν στον Μανιφέστο του έγραφε ότι “ο σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της ποίησης! Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του! Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά!”. Εσύ το έκανες αυτό. Όπως έλεγε και ο Εγγονόπουλος “Δεν προσχωρείς στον υπερρεαλισμό. Τον υπερρεαλισμό τον έχεις μέσα σου”. Κι εσύ τον είχες. Όταν έγραφες χρησιμοποιούσες τις λέξεις σαν σφυριά για να σπάσεις όλες σου τις αλυσίδες. Και το πετύχαινες. Ίσως γι' αυτό σε αποκαλούν συχνά πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια της Ελλάδας. Αλλά δεν είσαι. Χρησιμοποίησες τις λέξεις για να μεγαλώσεις και να φτιάξεις τον κόσμο στα δικά σου μέτρα αντί να μικρύνεις τον εαυτό σου για να χωρέσει μέσα στον κόσμο. Εμπιστεύθηκες στον ανεξάντλητο χαρακτήρα του ψίθυρου για να φτιάξεις μια δική σου κατηγορία όπως δική της κατηγορία έφτιαξε και η Μαρίνα Τσβετάγεβα που δεν καταδέχθηκε ποτέ τις ταμπέλες που της έδωσαν οι κριτικοί.
Γι αυτό προσπαθούσα να βρω την σχέση που έχεις με την Τσβετάγεβα. Ήθελα να κάνω μια συγκριτική μελέτη. Επειδή στο μυαλό μου για καιρό το πάθος για τον έρωτα σας είχε παντρέψει. Άλλη γλώσσα όμως, άλλα μεγέθη. Άσε που οι συγκριτικές μελέτες πάντα με κούραζαν.
Είναι μονάχα στο βιβλίο της Τσβεταγεβα, Ο Ποιητής κι ο Χρόνος, που συναντιέστε. Εκεί, και στο απόλυτο δόσιμο σας στον έρωτα. Όπως έγραφε και η Άντεια Φραντζή: “Η Χατζηλαζάρου δεν γράφει για τους εκάστοτε συντρόφους της, αλλά τους συμπυκνώνει όλους μαζί σε ένα πρόσωπο συνθέτοντας έτσι μια ωδή στον έρωτα”.
Γι αυτό μου φαινόσουν συγγενική με την Τσβετάγεβα.
Η Αχίλλειος πτέρνα δεν είναι μόνο το αδύνατο σημείο του Αχιλλέα. Είναι το σημείο που ο θεϊκός Αχιλλέας συναντιέται και ταυτίζεται με τους υπόλοιπους θνητούς. Όπως ακριβώς η Αχίλλειος πτέρνα του Χριστού είναι... ο πατέρας του. Η Αχίλλειος πτέρνα δεν είναι μια αδυναμία τελικά, όπως μας έμαθαν στο σχολείο. Είναι το κοινό γνώρισμα, εξ' αιτίας του οποίου ο κάτοχός του περνάει στην αθανασία. Χωρίς αυτό ο Αχιλλέας θα παρέμενε θεϊκός και μοναχικός. Μη προσιτός. Ένας ξένος. Άρα απόμακρος. Απόμακρος, και άρα ξεχασμένος. Είναι η αχίλλειος πτέρνα που τον κάνει στα μάτια μας οικείο. Είναι ο θάνατος που τον κάνει θνητό και εξ' αιτίας της “αδυναμίας” του γίνεται αθάνατος.
Η δική σου Αχίλλειος πτέρνα είναι ο έρωτας. Πηγαίνεις από μάχη σε μάχη με λέξεις πάνοπλη και δίνεσαι με όλη σου την ορμή όλο σου το θάρρος, την ανδρεία που είναι αντρική λέξη. Με θηλυκή ανδρειότητα λοιπόν, και χάρη στην Αχίλλειο πτέρνα σου γίνεσαι ορατή.
“Τα ποιηματά μας”, γράφει η Τσβετάγεβα στο Ο Ποιητής κι ο Χρόνος, “είναι τα παιδιά μας. Είναι μεγαλύτερα από μας γιατί θα ζήσουν περισσότερο. Μεγαλύτερα από εμάς ήδη από το μέλλον. Γι' αυτό και μας φαίνονται μερικές φορές αλλότρια”.
Αν το ποίημα είναι η πέτρα που όλοι μας εκτοξεύουμε με τη σφεντόνα του Χρόνου, το δικό σου βότσαλο, ακόμα δεν έχει πέσει. Το τελευταίο το εκτόξευσες τη δεκαετία του '80 πέρασε τον αιώνα που του απέμεινε κι ακόμα πηγαίνει. Ακόμα διασχίζει το σκοτάδι του Χρόνου, φωτίζει το παρόν και όπως φαίνεται θα μας συντροφεύει και στο μέλλον.

Με αγάπη

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: