Η σχέση του Νίκου Εγγονόπουλου, του δεύτερου Έλληνα ορθόδοξου υπερρεαλιστή (Αργυρίου 1989: 167) με τον εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, Ανδρέα Εμπειρίκο, είναι στενή και πολυποίκιλη. Δεν είναι μόνο η φιλική σχέση, η σχέση ζωής που συνδέει τους δύο άνδρες: Για μένα ο Εμπειρίκος υπήρξε η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Έλεγε κάτι ο Εμπειρίκος και ήταν σαν να το ’λεγα εγώ. Για να αντιμετωπίσουμε την κατακραυγή συμπήξαμε κοινό μέτωπο. Δυστυχώς παραμείναμε μόνο 40 χρόνια φίλοι (Εγγονόπουλος 1999 [1976]: 82). Έλεγα σε κάθε ευκαιρία ότι είμαστε φίλοι με τον Εμπειρίκο, τι έχουμε να μοιράσουμε; Κι εκείνος έφερνε την αντίρρησή του: «Πώς; Μα έχουμε να μοιράσουμε τη φιλία μας…» (Εγγονόπουλος, 1999 [1976]: 99). Μέσα στα γραπτά τους, ποιητικά, δοκιμιακά ή συνεντεύξεις, καταγράφεται ο έκδηλος θαυμασμός και η αγάπη που έτρεφε ο ένας για τον άλλον. Έτσι, για παράδειγμα, ο Εμπειρίκος στο ποίημά του «Του Αιγάγρου», Οκτάνα 1980, συμπεριλαμβάνει τον Εγγονόπουλο στους εκλεκτούς εκείνους ποιητές, τους λίγους, που πήραν τα βουνά, να μην τους φάη ο κάμπος, [και] δοξολογούν τον οίστρο σου [Αίγαγρε] και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης, ενώ και ο Εγγονόπουλος αναφέρεται σε ποιήματα και γραπτά του στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Βέβαια, ας μην φανταστούμε τη σαραντάχρονη πορεία αυτής της σχέσης ως ευθύγραμμη ή με τον ωραιοποιημένο τρόπο που την εμφανίζει ο Εγγονόπουλος στις συνεντεύξεις του τού 1976, έναν μόλις χρόνο δηλαδή μετά το θάνατο του Εμπειρίκου. Η σχέση αυτή, όπως είναι φυσικό και ανθρώπινο, είχε τις εντάσεις της, τις συγκρούσεις της, τα σημεία έξαρσης και καμπής (βλέπε ενδεικτικά Ανδρικοπούλου 2003: 74-76 και Καλαμαράς 1998). Όλες οι μαρτυρίες όμως συμφωνούν ότι η πρώτη δεκαετία της γνωριμίας των δύο ανδρών υπήρξε και η πλέον θερμή και έντονη στη σχέση που δημιούργησαν μεταξύ τους, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις που προκαλούσε το πρωτοποριακό και καινοφανές τους καλλιτεχνικό έργο.
Το 1999 ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης επιμελήθηκε στις εκδόσεις Άγρα την έκδοση των δύο κειμένων που ο Εμπειρίκος είχε συγγράψει για τον φίλο του, ποιητή και ζωγράφο, Νίκο Εγγονόπουλο υπό τον τίτλο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το Θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου και Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο. Οι δύο καταληκτικές παράγραφοι του πρώτου κειμένου, δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράδιο τη δύσκολη, από πολλές απόψεις, χρονιά του 1945 είναι ενδεικτικές του θαυμασμού που έτρεφε ο Εμπειρίκος προς τον Εγγονόπουλο, αλλά και της υπερασπιστικής του θέρμης ενάντια στις επιθέσεις που εκείνος δέχονταν:
Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμον δύο είναι τα μεγαλείτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. Η πραγματικά μεγάλη ποίησις είναι καμωμένη βασικά από αυτά τα πρωταρχικά και κορυφαία στοιχεία. Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής – άσε λοιπόν να λεν οι άλλοι ό,τι θέλουν.
Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ._
Ο επιμελητής, στο ενδιαφέρον «Επίμετρο» που συνοδεύει την έκδοση, εξετάζει με συστηματικό τρόπο τη σχέση αυτή και από την αντίστροφη πορεία. Εντοπίζει δηλαδή, παραθέτει και σχολιάζει την παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου στα γραπτά του Νίκου Εγγονόπουλου. Έτσι, παρουσιάζονται, για πρώτη φορά συγκεντρωμένα, αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Εγγονόπουλου στα οποία κάνει λόγο για τη σχέση του με τον Εμπειρίκο (οι αναφορές αυτές πυκνώνουν και γίνονται εντονότερες και θερμότερες μετά το θάνατο του Εμπειρίκου), σχόλια του ποιητή που συνοδεύουν τις εκδόσεις των ποιητικών του συλλογών και αναφέρονται στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ο Εμπειρίκος στην συγκρότηση της ποιητικής του, ποιήματα στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στον Εμπειρίκο ή είναι αφιερωμένα σε αυτόν. Στην πρώτη κατηγορία αυτών των ποιημάτων ανήκει το ποίημα «Ο Βελισάριος», Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, 1978, ένα αυτοαναφορικό ποίημα, μια αναδρομή στην κοινή ποιητική τους αφετηρία:
[…] έτσι
στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του ’30»
αναμεσίς
στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια
τους άγρια λυσσαγμένους —παρ’ όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους—
για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τους άγουρους —σαλιάρηδες— διακονιαρέους και κλέφτες της δόξας
ξεκίνησε νεότατος ο Βελισάριος
παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο
να δημιουργήσει
και να ζήσει
Στην δεύτερη κατηγορία, τα αφιερωμένα στον Εμπειρίκο ποιήματα, εντάσσεται το ποίημα «Γοτθική πικρία», Η Επιστροφή των Πουλιών, 1946. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γιατρομανωλάκης (1999: 24), το ποίημα αυτό εκδίδεται ένα μόλις χρόνο μετά τη δημοσίευση στο περιοδικό Τετράδιο του υμνητικού άρθρου του Εμπειρίκου για τον Εγγονόπουλο. Η αφιέρωση του ποιήματος στον Εμπειρίκο φαίνεται πως επέχει και λειτουργική θέση σε αυτό. Το ποιητικό υποκείμενο του ποιήματος εκφράζεται χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για λόγους ουσιαστικούς και όχι ευγενείας. Εκφράζεται ως μέλος μιας ομάδας που ακολουθεί κοινή [ποιητική] πορεία και στάση ζωής:
[…]Έστω και αν η θυσία που απαιτείται και πάλιν από ημάς είναι τόσον οδυνηρή όσον τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της. Έστω και αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβασίς μας μάς επιφυλάσσει τόσας φρικτάς συνεπείας και για τώρα και για το μέλλον. Και νά, κιόλας, που ο σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω σε πολεμικά μανουάλια. Η Καρχηδών εσίγησε δια παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα τα νερά σε ρυθμόν αιθάλης. Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα αίματα είναι δικά μας;[…]
Σύμφωνα με την ανάγνωση που προτείνουμε η κοινή πορεία αναφέρεται τόσο στον γράφοντα του ποιήματος όσο και στον αποδέκτη της αφιέρωσης, τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο αντίστοιχα.
Ο Γιατρομανωλάκης σημειώνει πως το ποίημα που ακολουθεί την «Γοτθική πικρία» στην ποιητική συλλογή Η Επιστροφή των Πουλιών του Εγγονόπουλου το 1946 επιγράφεται «Η επιστροφή της Ευρυδίκης» και αναφέρει πως τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Εμπειρίκος παντρεύεται τη Βιβίκα (Ευρυδίκη) Ζήση. Ο Γιατρομανωλάκης με τη σημείωσή του, έμμεσα, χωρίς να το δηλώνει, υποδεικνύει στους αναγνώστες του έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης του ποιήματος του Εγγονόπουλου «Η επιστροφή της Ευρυδίκης» υπό το πρίσμα της ανίχνευσης σε αυτό στοιχείων από τη ζωή του Εμπειρίκου· τρόπο που δεν αναπτύσσει στη συνέχεια, καθώς αυτός θα απαιτούσε διεξοδική ανάλυση του ίδιου του ποιήματος, πλην όμως η στόχευση του «Επιμέτρου» του ήταν άλλη.
Εκείνο όμως που απουσιάζει από το εμπεριστατωμένο «Επίμετρο» του Γιατρομανωλάκη, άγνωστο για ποιους λόγους, είναι η οποιαδήποτε αναφορά σε ένα ακόμη ποίημα του Εγγονόπουλου, της ίδιας μάλιστα συλλογής, Η Επιστροφή των Πουλιών, και άρα της ίδιας περιόδου, το οποίο επίσης είναι αφιερωμένο στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Πρόκειται για το ποίημα «Το Χέρι».
Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως το ποίημα αυτό, παρά τη σχετική πύκνωση των μελετών της ποίησης του Εγγονόπουλου τα τελευταία χρόνια, παραμένει ασχολίαστο από το σύνολο σχεδόν των μελετητών. Σε μια αναφορά της η Σοφία Βούλγαρη (2008) συσχετίζει τον τίτλο του, «Το Χέρι», και το ερωτικό περιεχόμενο του ποιήματος με τον στίχο του Εμπειρίκου Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου καθώς και με το κείμενό του «Φως παραθύρου», και θεωρεί πως με το ποίημα αυτό επικυρώνεται η σύμπλευση έρωτα και χαράς μέσα από την ευφρόσυνη εικόνα μιας ωραίας κόρης που πλέκει ένα ωραίο, φιλόξενο δίχτυ, ορθή σε ένα παράθυρο. Η Βούλγαρη καταλήγει με έναν θελκτικό στην ανάγνωσή του, αλλά ασταθή στην ανάπτυξή του, λεκτικό και νοηματικό ακροβατισμό· υποστηρίζει πως με το ποίημα αυτό ο Εγγονόπουλος «προσφέρει τη λέξη του, ζητώντας το χέρι της κόρης, του φίλου υπερρεαλιστή, το χέρι του αναγνώστη, του δύσπιστου κοινού, στο δρόμο προς τ’ άστρα».
Πριν από οποιοδήποτε άλλο σχολιασμό, όμως, καλό θα ήταν να παρακολουθήσουμε το ίδιο το ποίημα: