Μάτση Χατζηλαζάρου: Η πλήρης πόθων μπρος στο παράθυρο με τις φοβίες

Μακρύ το γίγνεσθαι θηλιά-θηλιά / τα κομπιάσματα του εγώ
Η Μάτση με τον Ανδρέα Καμπά. Αθήνα 1943
Η Μάτση με τον Ανδρέα Καμπά. Αθήνα 1943

μη μιλάτε για μένα στο σπίτι
του κρεμασμένου
Μ. Χατζηλαζάρου, «Ψυχανάλυση»


Και να ο έρωτας στην πυρωμένη αποθέωσή του. Είναι ο Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης. Ο έρωτας αισθησιακά, ρεαλιστικά, ρωμαλέα, όπως μπορεί να τον νοιώση και να τον μετουσιώση ποιητικά μια γυναίκα που δε βάζει γιασμάκι στα αισθήματα και τις αισθήσεις της, που ζει τον αιώνα μας και τραγουδεί χωρίς σουρντίνα γι’ ακοές και ψυχές ανοιγμένες στο φως και στον αγέρα.


Με αυτά τα λόγια, υποδεχόταν το 1946 την πρώτη συλλογή της Μάτσης Χατζηλαζάρου Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944), τότε που ακόμη υπέγραφε ως Μάτση Ανδρέου, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ένας κατά βάση συντηρητικός κριτικός.[1] Και πράγματι διαβάζοντας και τώρα κανείς τη συγκεκριμένη συλλογή, ακόμα ίσως και με τα αναγνωστικά κριτήρια του 2021, εντυπωσιάζεται, αν μη τι άλλο, από την ελευθερία της, απειθάρχητης μπροστά στις συμβάσεις κάθε λογής, αυτής φωνής.
Όσο για εμένα, η πρώτη γνωριμία μου με την ποιήτρια, ήρθε όταν εντελώς τυχαία, ξεφύλλιζα το μεταθανάτιο αφιερωματικό τεύχος Ιουλίου 1987 του Αντί σε αυτήν, —το οποίο προφανώς, ο πατέρας μου, θα το είχε αγοράσει υποθέτω όχι για το Αφιέρωμα— και να πέσω έτσι, στις ωραίες φωτογραφίες μίας εκφραστικής γυναίκας, που στα μάτια της εφηβείας μου, τότε φάνταζε πως θα ήταν μάλλον, κάποια διάσημη ηθοποιός. Έτσι, η εικονογράφηση με οδήγησε στα κείμενα. Δύο πράγματα με έκαναν να σταθώ στη σελίδα 35: πρώτα, η φωτογραφία της με το θερινό φόρεμα στο μπαλκόνι —πλοίου άραγε ή σπιτιού;— με σίγουρη τη θάλασσα στο φόντο, παρότι πουθενά δεν φαίνεται· και μετά, η υπογραφή: «Μάνος Χατζιδάκις, 14/7/1987».[2] 
Αυτό ήταν, διάβασα ολόκληρο το άρθρο. Ποιήτρια ήταν, δεν ήταν ηθοποιός, ούτε μουσικός. Ποιήτρια, στον αντίποδα της καθηγήτριάς μου στο Λύκειο, με το καφέ ταγιέρ και τις ψεύτικες πέρλες, που μου είχε δεκατέσσερα στα «Νέα», έτσι λέγαμε τότε το μάθημα της Λογοτεχνίας. Για δες είπα, οι ποιήτριες είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τις καθηγήτριες που τις διδάσκουν. Όχι, πώς περίμενα βέβαια, ακόμη και με το μυαλό των δεκαεπτά, να βρω ποιήματα της Χατζηλαζάρου στο σχολικό βιβλίο. Ήξερα ότι δεν θα έβρισκα. Αλλά το θέμα είναι πως, θες οι αισθαντικές φωτογραφίες, θες οι εμβόλιμοι στίχοι, που ήταν σίγουρα κάτι άλλο απ’ ό,τι είχα ώς τότε διαβάσει, θες η αφιέρωση «Στον Ανδρέα»:

Κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε.
Τώρα γνωρίζω πως η αφιέρωση «στον Ανδρέα δεν περιείχε αμηχανία —«σε ποιον»— αλλά τόλμη. Και στους δύο. Γιατί ο πρώτος της είχε δώσει τον τρόπο, τη διέξοδο να εκφραστεί, και ο δεύτερος αιτία για να εκφραστεί.[3]


Ο Ανδρέας Καμπάς


Προπάντων, θες η εφηβική περιέργεια, που έξαπτε την φαντασία, πως ναι οι ποιήτριες/τές, και με το παραπάνω… θες γιατί δεν ξέρω… η περίπτωσή της Χατζηλαζάρου άρχισε να με αφορά, διασαφηνίζω όχι μονομερώς για την ποίησή της, τότε. Εντούτοις, ένας στίχος της με είχε καθηλώσει, και με συγκινεί ώς τώρα:

Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης

Αργότερα, διαπίστωσα πως δεν ήταν στίχος, αλλά ημιστίχιο, και μου άρεσε ακόμη περισσότερο όταν τον διάβασα με τον επόμενό του:

Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε μου να 
πεθάνω όλους τους θανάτους.

Ήταν τότε που άρχισε να με απασχολεί σοβαρότερα η γραφή, κι αναζητούσα τις πρώτες ποιήτριες του μοντερνισμού. Μια από αυτές και η Μάτση Χατζηλαζάρου, που θεωρούσα —και επιμένω ώς τώρα— πως, και μόνο για το παραπάνω δίστιχο, της αξίζει μία ξεχωριστή θέση στα γράμματα.
Βεβαίως, κι εγώ ανήκω στις/στους αναγνώστριες/αναγνώστες που εξ ανάγκης καθοδηγήθηκα, άθελά μου, να τη διαβάσω, όπως η θεσμική κριτική μού την επέβαλε. Αφενός, τα γνωστά βιογραφικά που συνδράμουν την οπτική της ποίησής της ως ακραιφνούς γυναικείου λόγου, πράγμα αναμφισβήτητο, και τέλεια αξιοποιημένο από τον ανδρικό —ποιητικό και κριτικό— λόγο: Το δίχως άλλο, η τέλεια Γυναίκα-Ποιήτρια, η Μάτση του έρωτα, μούσα των ψυχαναλυτών ποιητών, αλλά και συνοδοιπόρος στη γραφή και στη ζωή των «μαθητευόμενων εφοπλιστών και παλαίμαχων intellectuels και πολλά υποσχόμενων ποιητών», όπως ο άλλος αγαπημένος της, Ανδρέας Καμπάς.[4]
Κι αφετέρου, τα όσα —καθόλου άσχετα με τα προηγούμενα— αφορούν αμιγώς στην γραφή της, δηλαδή τα δύο προφανή της γνωρίσματα: Υπερρεαλίστρια· και μία από τις τολμηρά Ερωτικές μας ποιήτριες. Πώς άλλως! Σε αυτά τα δύο, δεν έχει νόημα να σταθώ, διότι έχουν διεξοδικά μελετηθεί. Αλλά δεν είναι μόνον αυτά. Δύο μάλιστα, από τις σημαντικότερες αναγνώστριες του έργου της, αμφότερες ποιήτριες και πανεπιστημιακές φιλόλογοι ταυτόχρονα, η Άντεια Φραντζή και η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, έχουν εξαντλήσει αυτές, και άλλες, κύριες παραμέτρους του έργου της.
Έτσι, από τη μια, η Φραντζή εστιάζει, μεταξύ άλλων, στο χαρακτηριστικό του ανυπότακτου, το οποίο απεικονίζεται στην ελευθερία της ποιητικής γλώσσας της Χατζηλαζάρου, καθώς τα σημεία της γραφής της προέρχονται από τη «μήτρα/γλώσσα των αισθημάτων», για να ανιχνεύσει την «ερωτική τοπογραφία» της, που μετουσιώνεται ενίοτε σε «ρεαλιστική περιγραφή της οδύνης, που προκαλεί ο χωρισμός από τον ερωτικό σύντροφο, με την έκδηλη μεταφορά του παλιάτσου».[5] Και από την άλλη, η Αμπατζοπούλου, καταδεικνύει ότι πρόκειται για δυνατή «παίκτρια» στο παιχνίδι με τις λέξεις, διότι η ποίηση ενέχει τον κυρίαρχο ρόλο στην ιδιοσυστασία της, αφού δεν είναι παρά η «πατρίδα της».[6] 
Χουρμούζιος, Χατζιδάκις, Φραντζή, Αμπατζοπούλου. Ελάχιστα δείγματα μερικών από τις κριτικές ματιές πάνω σε μία γραφή, πολυφωνική και πολυδιάστατη, η οποία στο διηνεκές της —από το 1944, με το Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, ώς το 1985, με Το δίχως άλλο: Αντίστροφη αφιέρωση – Dédicace à rebour— δεν θα ήταν δίκαιο να χαρακτηριστεί περιοριστικά με τον μονολεκτικό χαρακτηρισμό, «υπερρεαλίστρια» ή έστω «η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια», που κρύβει μέσα του πολύ σφιχτοδεμένον τον βιογραφικό συσχετισμό του γάμου της με τον κυριότερο εκπρόσωπο του κινήματος, Ανδρέα Εμπειρίκο.[7]
Δεν είμαι η μόνη που πιστεύω άλλωστε, ότι ο υπερρεαλισμός, ως κίνημα αυτό καθ’ αυτό, και παρεξηγήθηκε —ειδικά στα πρώτα χρόνια εμφάνισής του στην χώρα μας—, αλλά κυρίως, πως γενικά, επικρατεί μία σύγχυση ως προς τον ορισμό ενός έργου ως υπερρεαλιστικό, ειδικά εάν αυτό τοποθετείται στις ύστερες μεταπολεμικές δεκαετίες, και υπογράφεται από μία/έναν δημιουργό που είχε παλιότερα συσχετιστεί με το κίνημα. Υπάρχει δηλαδή, εν γένει, μία ευκολία στο να ανατρέχει κανείς στον υπερρεαλισμό, για να χαρακτηρίσει κάποιο σύγχρονο μοντέρνο ή/και μεταμοντέρνο έργο, γεγονός που παρατηρείται ώς σήμερα, αν και σπανιότερα.
Ειδικά πάντως, ως προς την Χατζηλαζάρου, θα λέγαμε ότι, τουλάχιστον ενόσω ζούσε, δεν έλαβε την αναγνώριση που της άξιζε, και μάλλον αδικήθηκε, ακόμη και από κριτικούς, που έχουν επιδείξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μοντερνισμό.[8] Απεναντίας, μοιάζει να χαίρει βαθύτατης εκτίμησης από τους συναδέλφους της, κυρίως των ύστερων γενεών. Ο ποιητής της Α΄ μεταπολεμικής γενιάς, Έκτορας Κακναβάτος, λ.χ., τής αναγνωρίζει πως, με την ποίησή της, η ίδια «αχρηστεύει την λαβυρινθοδρομία των αναλυτών», υπαινισσόμενους κάποιους «επώνυμους καταστιχογράφους, καρτελογράφους», που επιμένουν «να πετσοκόβουν και να στρατολογούν σε γενιές τους ποιητές μας». Κατά τον Κακναβάτο, «ο ποιητικός βυθός της Μάτσης πυρωμένος από οίστρο τινάζει από μόνος του στην επιφάνεια τα μαργαριτάρια του».[9] 
Μετά από αυτά, αναρωτιέμαι, τι να πω εγώ μία δημιουργός της πεμπ/έκτης μεταπολεμικής γενιάς… Παραφράζοντας τον Κακναβάτο, ψηλαφώ, διαβάζοντας τη Χατζηλαζάρου, αυτά τα άγρια, πυρωμένα από εμπειρία, μαργαριτάρια-ποιήματα. Ξεχωρίζουν, δεν ανήκουν μόνο στον υπερρεαλισμό, στον έρωτα, στους εραστές, στην ελευθερία. Ανήκουν στον αλάθητα δικό της τρόπο. Ποικίλλουν στην όψη και την αφή. Εάν με ρωτάτε ποια προτιμώ, θα έλεγα πως μου ταιριάζουν τα λίγο πιο σκούρα, από Το δίχως άλλο: Αντίστροφη αφιέρωση – Dédicace à rebour· αυτά που την καθρεφτίζουν στο παράθυρο του φόβου. Την παρακολουθώ απ’ το «Πορτρέτο 92 εκ. x 73», διαβάζω τις σκηνοθετικές οδηγίες, δεν τα καταλαβαίνω όλα, δεν χρειάζεται, είναι η γυναίκα που ντύνεται σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου· την ακούω… Ηχεί η πρώτη ατάκα του τελευταίου μονολόγου της. Ξεκινά με προστακτική:

Ναι σταθείτε
έρχομαι αμέσως
άραγε πήρα το κλειδί μου την ταυτότητά μου
και το μάτι μου το λαμπερό για τις μέρες της βροχής
ναι προτιμώ να ’χω το μάτι μου στην τσέπη
όπου φτάνει το χέρι
στην Ελλάδα είχα κάμποσα από δαύτα
τα φορούσα στο λαιμό μου
ανάκατα με άλλα κοχύλια

Και συνεχίζει την εξομολόγηση, σε τόνο αυτοσχέδιας προφορικότητας, σαν να επιδιώκει να μην προλάβει να διορθώσει την πρώτη σκέψη της, για ν’ αφεθεί ελεύθερη στη ροή του αυτοσχεδιασμού. Δεν έχει πολύ χρόνο, το ξεκαθαρίζει, βιάζεται:

αμέσως θά ρθω
το κλειδί μου την ταυτότητά μου
εύκολα θα τα πάρω
τα βλέπω να γυαλίζουν
μες στον καθρέπτη της ντουλάπας
και στ’ αποτσίγαρα που μαζεύω
στον Κάφκα και στη Δίκη του
το πιο σίγουρο μ’ όλον τούτο
είναι ότι αύριο ο χειρουργός
με το μικρό του νυστέρι
αυτά όλα θα τα πετάξει έξω
από τη μανιακο-αποστηματική απόφυσή μου

Έχει πολλά να πει, εικόνες ξεχειλίζουν πολλών ζωών, δεν έχουν όρια οι συνειρμοί της: η νησιωτική Ελλάδα, με την απέραντη θάλασσα και τα παρελκόμενά της: «βράχια», «άμπωτη», «καβούρια», «γαρίδες», «ψαράδες», «αχινοί», «ήλιος»· Εκείνος στον οποίο απευθύνεται, που η καρδιά του «πιάνει από τη διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη»· Εκείνη σε αυτόν: «εγώ σε Τσελέποβο Πάπιγκο Ελαφότοπο / εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του»· αλλά και πιο μακριά: «με τα χαμόδεντρα σε χώρα τροπική / όλα τ’ αγρίμια λουφάζουν»· και πίσω πάλι «στους ανθοπώλες του Παρισιού», του παρελθόντος έρωτα. Ώσπου το πλωτό κρεβάτι των ηδονών, αφήνεται ανυπεράσπιστο στα δύσκολα. Εκεί μιλούν για ψυχανάλυση μες στο σπίτι της κρεμασμένης· εκεί μετρά αντίστροφα η μούσα του ψυχαναλυτή «καθισμένη μπρος στο παράθυρο με τις φοβίες»· εκεί το αληθινό ποίημα «σαλεύει τα κρόσσια του για να σβήσει το ουράνιο τόξο». Και ξαναρχίζει, ξαναγράφεται. Σιωπή ν’ ακούσουμε ό,τι του λέει στο αφτί:

σ’ ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: