Ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, διαβάζοντας τις Ερωτικές μεταμορφώσεις[1] το βιβλιαράκι της Άντειας Φραντζή που παρουσιάσαμε στον Γαβριηλίδη το 2015. Αργότερα διάβασα το πρώτο άρθρο της Α.Φ. «Το ερωτικό τοπίο της Μάτσης Χατζηλαζάρου», Αντί 282 (1.3.85) 49-51 καθώς και το αφιέρωμα[2] στη Μάτση Χατζηλαζάρου λίγο μετά το θάνατό της που επιμελήθηκε η Α. Φ. Αντί 351 (17. 7. 1987). Οι Ερωτικές μεταμορφώσεις της Άντειας Φραντζή ήταν μια συμπυκνωμένη διαμεσολάβηση, όπου όλα (για μένα) είχαν ειπωθεί.
Η επαναδιατύπωση του κόσμου – φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά του κόσμου – τα πλοκάμια της εργογραφίας, η χαρτογράφηση μιας άλλης ζωής έξω από την ποίηση, το μανιφέστο της γλώσσας, πυλώνες του βιβλίου αυτού. Στο μεταξύ, επανακυκλοφορούν από τον Ίκαρο όλα τα ποιήματα της Μάτσης, αγόρασα τη νέα έκδοση του 2021 και νιώθω πως ανακαλύπτω από την αρχή μια ποίηση που δεν είχε, όπως λένε, την αναγνώριση που της άξιζε στη χώρα μας. Νιώθω μεγάλη χαρά που ανακινήθηκε η υπόθεση αυτή με την εκπομπή «Εποχές και συγγραφείς» στην ΕΡΤ[3] και που με αυτήν εδώ την αφορμή διάβασα όλα τα ποιήματα.
Θα γράψω εδώ όσες σκέψεις και διαπιστώσεις μπορώ και μου επιτρέπουν οι δυνάμεις και οι αναγνώσεις μου με την ορμή και τον ενθουσιασμό της πρώτης σταχυολόγησης. Έχω την ελπίδα ότι θα τραβήξουν το ενδιαφέρον κάποιου που είναι πιο «μέσα» στη Τζαζ και την αφηγηματολογία της και θα τα συμπληρώσει ή θα τα τεκμηριώσει καλύτερα.
Αυτό λοιπόν που θα ισχυριστώ εδώ είναι ότι όλη η ποίηση της Μάτσης είναι μια παρτιτούρα, για μια περφόρμανς Τζαζ.[4] Όλο της το έργο, ένας αυτοσχεδιασμός με ορίζοντα μιας ολόκληρης ζωής, μια αποδόμηση και αναγκαία εξάρθρωση του λόγου ως το τελικό του ξεμάλλιασμα στην «Αντίστροφη αφιέρωση». Παρτιτούρα με σκηνικές οδηγίες, χορευτικές οδηγίες, όπου το σώμα —όπως και στη Τζαζ— συμμετέχει και αιωρείται —η αιώρηση είναι το τέμπο— το σώμα, ο αέρας, τα πλοκάμια μιας μέδουσας, τα κρόσσια, τα κουρτινάκια ενός παραθύρου, τα μαλλιά μιας ακρόπλωρης γοργόνας. Κάθε διαφοροποίηση προς την απελευθέρωση είναι ξήλωμα, στίχοι ελεύθεροι, αντιφωνήσεις, έρωτας, ήχοι και κυρίως η αίσθηση μιας απόλυτης ελευθερίας.
Μια ευτυχής σύμπτωση, μια serendipity, έκανε να ακούσω πριν λίγο καιρό, τότε ακριβώς που διάβαζα τον τόμο με τα ποιήματα της Μάτσης, ένα podcast[5] με τη συνέντευξη του Σάκη Παπαδημητρίου, του γνωστού συνθέτη, συγγραφέα και θεωρητικού της Τζαζ, γνωστού για το βιβλίο του στις εκδόσεις « Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, για την ιστορία της Τζαζ στην Ελλάδα. Τώρα μιλούσε για το νέο του βιβλίο Η Τζαζ της λογοτεχνίας που κυκλοφόρησε (Νοέμβριος 2021) από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Ένα λεύκωμα συγγραφέων και έργων, με τους Χέρμαν Έσε, Οκτάβιο Πας, Ζαν Πολ Σαρτρ, Μίλαν Κούντερα, Τζακ Κέρουακ και άλλους ακόμα. Η μουσική Τζαζ στο υπόβαθρο της ιστορίας, στη μυθοπλασία όπου μια μπάντα μουσικών έχει ένα σημαντικό ρόλο να παίξει. Κάποιες φορές ο ήρωας ή ο ίδιος ο αφηγητής έχει οφειλές στην ιδιαίτερη αυτή μουσική του αυτοσχεδιασμού και της απελευθέρωσης.
Η συγκυρία ήταν πολύ σπουδαία μιας και το κείμενο της Μάτσης ένιωθα να δονείται από κάτι που διαρκώς παρέπεμπε σε μουσική σύνθεση, σε swing, σε στίχους που χορεύονται και διαισθανόμουν ότι μπορεί η μουσική να μην είναι στο υπόβαθρο, επειδή πρόκειται για ποίηση δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να κρυφτεί η μουσική πίσω από τη μυθοπλασία. Βρίσκεται άβολα και ευφρόσυνα ταυτόχρονα σε μια καθοριστική θέση στα ποιήματα και αποτελεί μια πρόθεση, ένα οδηγητικό νήμα, ένα τρόπο αποδιοργάνωσης που οδηγεί στην εξέλιξη. Αναφέρθηκε ο Τζακ Κέρουακ σε αυτή τη συνέντευξη, ως συγγραφέας Τζαζ (jazz writer), με την έννοια ότι συνδέεται ο τρόπος που γράφει με τη Τζαζ και όχι ότι απλώς συνυπάρχει η τζαζ με διαφορετικούς βαθμούς εμπλοκής με τη μυθοπλασία. Αυτό λέγεται ότι συνέβαινε με μια εντυπωσιακή σωματικότητα: έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και μετά έβγαζε λέξεις, έβγαζε ιστορίες με λέξεις με τον τρόπο της jazz σύνθεσης και του αυτοσχεδιασμού. Η μουσική και ο τρόπος της jazz χαρακτηρίζει το έργο του Κέρουακ όχι σαν συνοδεία ή υπόκρουση αλλά σαν εσωτερικός ρυθμός, σαν αισθητικός τρόπος όπως παρατήρησε ο Νίκος Μπακουνάκης. Τον τρόπο γραφής του ο Κέρουακ ονόμαζε αυτόματη πρόζα (spontaneous prose)[6] και δεν μπορεί κανείς να μην το συσχετίσει με την αυτόματη γραφή των υπερρεαλιστών, ένα ρεύμα πολύ κοντινό στην jazz σύμφωνα πάντα με τον Σάκη Παπαδημητρίου, παρά το γεγονός ότι δεν είχε γίνει δεχτή επίσημα η άποψη αυτή από τους «πατριάρχες» του υπερρεαλισμού. Η Μάτση Χατζηλαζάρου έχει βέβαια ονομαστεί από πολλούς ως η πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια —οπωσδήποτε λόγω της σχέσης της με τον Ανδρέα Εμπειρίκο— η ίδια όμως δεν θα ήθελε απαραιτήτως να ενταχθεί σε αυτό το ρεύμα, όπως την ακούμε να δηλώνει στην συνέντευξή της στην Φρίντα Λιάππα.[7] Πιστεύει ότι έχει σχέση περισσότερο με τον Γιάννη Ρίτσο και αν ακούσουμε προσεκτικά την Άντεια Φραντζή στο πρόσφατο podcast με αφορμή την επανέκδοση του συνολικού ποιητικού έργου της Μάτσης[8] αυτό που χαρακτηρίζει την ποίησή της δεν είναι τόσο αν θα μπορούσε να καταταγεί στον υπερρεαλισμό όσο η συνολική, καθολική και απόλυτη απελευθέρωση που κομίζει. Ο αναγνώστης της ποίησής της μπορεί, με τον τρόπο της Έμιλι Ντίκινσον, που με ακραία υποκειμενικότητα αξιολογούσε τα ποιήματα που της άρεσαν σαν αυτά που της έκοβαν και της αποσπούσαν την κορυφή του κεφαλιού της. Μπορεί, λοιπόν, αυτός ο αναγνώστης, να αισθανθεί την απελευθέρωση σαν να ανοίγουν παραθυράκια εντός του από όπου περνάει ρεύμα, δροσερό αεράκι, και τον διαπερνά. Μπορεί επίσης να προσλάβει την απελευθέρωση σαν ένα σταδιακό λύσιμο δεσμών σαν μια σταδιακή εξάρθρωση της σύνταξης του ποιητικού λόγου, προς μια αναρχία και ένα ρυθμό, που συναντά όχι την αυτόματη γραφή των υπερρεαλιστών ή την αυτόματη πρόζα του Κέρουακ, αλλά μια αιωρούμενη γραφή, μια γραφή που ταλαντεύεται και μετεωρίζεται όπως στο swing, ποιήματα του αυτοσχεδιασμού και στίχους που χορεύονται με τον τρόπο της Τζαζ.
Για την εξάρθρωση του λόγου, το ξεμάλλιασμα της σύνταξης, μιλά η Αντεια Φραντζή στις μεταμορφώσεις της γλώσσας στην «Αντίστροφη αφιέρωση»: θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω.Πολύ εύστοχα επίσης επισημαίνει και ο Χρίστος Δανιήλ στη μελέτη του in perpetuum[9] την αναλογία με την παραφορά του πένθους στα μοιρολόγια – ανέσπα τα μαλλιά της. Στην ίδια μελέτη γράφει:
«Το ξεμάλλιασμα της σύνταξης είναι μια από τις πιο ακραίες μορφές του ποιητικού λόγου, όπου ο συνταγματικός άξονας οργάνωσης του λόγου παρουσιάζεται διαρρηγμένος, όπου η σύνταξη και η γραμματική χρησιμοποιούνται με έναν ανορθόδοξο τρόπο, και οι λέξεις χρησιμοποιούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να μετουσιώνονται η φύση και η δομή τους: ρήματα με φωνές που δεν καταγράφονται στα εγχειρίδια της γραμματικής, ουσιαστικά σε θέση ρήματος, τοπωνύμια ως ενεργητικά ρήματα κ. ά»[10]
Το ξεμάλλιασμα της σύνταξης θα επέλθει τελεσίδικα στο κύκνειο άσμα της. Αυτό που αποτελεί ωστόσο το θεμελιακό χαρακτηριστικό της απελευθέρωσης σε όλο της το έργο, κοινό και για τη γλώσσα και για τη μουσική, είναι ότι αναπτύσσεται συν τω χρόνω μια αραίωση της συνοχής, ένα ξήλωμα της γλώσσας , θηλειά θηλειά, που τεντώνει, τεντώνει, κόβει τα νήματα σταδιακά ώσπου τα λόγια να έχουν κρόσσια, να ανεμίζουν, να ταλαντεύονται, να αιωρούνται με τον τρόπο της μουσικής.
Στη συνέχεια ακολουθεί μια σταχυολόγηση από το έργο της Μάτσης, αποσπάσματα και θραύσματα στίχων, λέξεις μόνες, που είναι τα πειστήρια για τον αρχικό ισχυρισμό ότι η ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου αποτελεί μια παρτιτούρα για μια ποιητική περφόρμανς. Δεν παρατίθενται όμως σαν μια αλυσίδα αποδεικτικών συλλογισμών αλλά σαν ένας αρμαθός που είναι μια προσφιλής της λέξη, από ισότιμα στοιχεία που βοηθούν στην καλύτερη πρόσληψη και αίσθηση της ποίησής της, της εξέλιξης του γίγνεσθαι αλλά και του σπόρου της απελευθέρωσης που αυτή κομίζει.
α. Σε ερωτεύω, σε καλπασμό. Η μετουσίωση του ουσιαστικού σε ρήμα
Από το πρώτο πρώτο της ποίημα[11]
Σε περιβάλλω
Σε περιέχω
Σε ανασαίνω
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος/ κολλάει το αυτί του χάμω, για να ακούσει/τον καλπασμό του αλόγου
Στο ύστατο[12]
Σε ερωτεύω
Σε ζηλεύω
Σε γιασεμί
Σε καλπασμό αλόγου μέσα σε δάσος το φθινόπωρο
Απλώνεται μια ποιητική ζωή, μια ολόκληρη ζωή – η μετουσίωση στις φωνές των ρημάτων έχει χρόνο να εκδηλωθεί, ο ύστερος εαυτός αποκρίνεται στον πρώτο. Πώς να μην σταθείς στον καλπασμό του αλόγου που τώρα είναι ρήμα; Τέμπο κρουστών, εγερτήριο και σιωπητήριο. Σαν να είναι καρφάκια τα τέσσερα ρήματα, τέσσερα σημάδια που κρατούν ένα σεντόνι, μια τρυφερή κουρτίνα, την αρχή και το τέλος.
β. Συνάζοντας ταπεινούς και μαγικούς φθόγγους
Η χροιά, το σώμα του ήχου δημιουργείται από μια απαράμιλλη συλλογή φθόγγων, λέξεων, εικόνων που αντλούνται, συνάζονται από την πιο ταπεινή ως την πιο ποιητική συνθήκη του βίου. Θα βρει κανείς ταπεινούς φθόγγους, ήχους των επίπλων (τα έπιπλα και η κασέλα που αντιλαλούν) ή σανίδια που τρίζουν.
Υπάρχουν επίσης ήχοι ονειρικοί, μεταφορικοί, παραμυθένιοι: … ο ψίθυρος της αγράμπελης όταν χαϊδεύεται με τις σκιές, ο σάλος της φάλαινας όταν ξωρίχνεται, ο ύμνος της ζωής μας όταν χάνεται, το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας, μια θριαμβευτική κραυγή ζώου.
Ο ήχος μας είναι σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο (ελάτε να πούμε το τραγούδι που ποτέ δεν σβήνει)
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω: […] τη μουσική όλων των κλαδιών
Τα μεράκια, τα ντέρτια, το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο
Οι αναπνοές και οι παλμοί μου θε νάναι, οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
…τα γριγριά που αντιλαλούν και φέγγουνε /σε μια μεγάλη διαδρομή καημών[13]
γ. Οίστρος, tempo και χροιά
Οι τρεις πυλώνες κάθε μουσικής, το εσωτερικό πάθος (αίσθημα, οίστρος) / Ο σφυγμός (το tempo)/ Η χροιά (το σώμα, το μέσον) είναι εμβληματικά παρόντες
θα σε τραγουδήσω γιατί εσύ είσαι ο οίστρος, και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές έξω από κάθε γραφή.[14]
το πηγαινέλα της φύσης, το καρδιοχτύπι των πραγμάτων (το tempo)
δ. Σχέση ποίησης μουσικής
ο ρόλος της μουσικής είναι φανερός, προγραμματικός, παράλληλος και ταυτόσημος, θα έλεγα, με την ποίηση
κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική/πρωτόγονη [...] χορός τέλεια ελεύθερος[15]
ε. Απόπειρες για παρτιτούρα
θα ήθελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται “ κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο”[16]
στ. Η ψυχική καταγωγή αυτής της μουσικής
Ο εσωτερικός κόσμος όπου καθρεφτίζεται η ποίηση της Μ. Χ. είναι το λαϊκό τραγούδι, τα μεράκια και το ζεϊμπέκικο, το δημοτικό τραγούδι[17] και τα μοιρολόγια, τα νέγρικα άσματα (τα blues) ( κάποιο δέντρο – το δέντρο της κρεμάλας)
Σήμερα μη μου κρένετε / η αγάπη μου παντρεύεται
Θέλω να πάω στην Αραπιά / που μ΄έχουνε συστήσει / σε μια μεγάλη μάγισσα / τα μάγια να μου λύσει[18]
(λογότυποι από το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι για να εκφράσει έναν παρόμοιο αρχετυπικό πόνο που τους εντάσσει στο δικό της ποίημα).
ζ. Η σύνθεση ποιητική ή μουσική είναι συμπλοκή, πλέξιμο
μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε γυμνοπόδαροι [...] και για να πλέξουμε με το ΄να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας
η μουσική και τα λόγια πλέκονται και ξεμαλλιάζονται.
η. Η αρμονία στη φύση είναι η υπέρτατη μουσική
Η πραγματική μουσική είναι η αρμονία και αυτήν αναζητά. Η ποίηση είναι υποκατάστατο.
Κάνουμε την ποίησή μας στο χαρτί γιατί χάσαμε στη ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού
Η αρμονία μας υπάρχει (όταν τη βρούμε) στον κάλυκα/ενός μηδαμινού αγριολούλουδου την άνοιξη, στην παλιά Κόρινθο
Η αναζήτηση της αρμονίας – το τέλειο τραγούδι – ο ξανακερδισμένος οίστρος
θ. Σημειώσεις για το ποίημα «Χαμόγελα»
Ένα ποίημα που πρόκειται να τραγουθηθεί — το δεύτερο από τα «δύο διαφορετικά ποιήματα», το πρώτο «η Αραπιά» (πρβλ. Η ψυχική καταγωγή αυτής της μουσικής) είναι λόγια για σύγχρονη μουσική επονομαζόμενη Swing.
Το Swing είναι μια εκδοχή της Τζαζ, και λέγεται ότι εκφράζει το πώς νιώθεται η μουσική, με τη μορφή της αιώρησης, της ταλάντωσης, αυτό που δίνει το tempo. Όπως η κουρτίνα που την κινεί το αεράκι, οι μέδουσες στη θάλασσα, τα κρόσσια από τα λόγια.
Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,/ μην απελευθερωθεί από το παράθυρο[19]
Πάρα το ότι δεν φαίνεται σαφής αναφορά σε τραγούδι ή μουσική το ποίημα είναι κάτι παραπάνω από παρτιτούρα. Δηλώνει με μια σημειωτική κινήσεων τη μουσική. Σε κάθε στροφή αναφέρεται και μια κίνηση από την μια πλευρά στην άλλη, όπως ο χορός του swing
Από το χαμόγελό σου πετάξανε δέκα πουλιά στους ώμους μου
Μια ανεμώνη πετάχτηκε στην αγκαλιά μου
Η θάλασσα αναμοχλεύει τα άσπρα της χαλίκια
Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν/από μιας κοπέλας το λαιμό
Και εμφατικά: χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη
ι. Άσμα
Ο έρωτας δεν μπορεί να γραφτεί αλλά να τραγουδηθεί. Ο έρωτας έχει την ίδια φύση με τη μουσική. Είναι έξω από κάθε γραφή.
Οίστρος – tempo και φωνή και για τα δύο
Ο οίστρος ο σφυγμός και η ανάσα του έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή
ια. Η φωνή σου παγόνι
Η βραχνή φωνή του παγονιού είναι το σώμα, η χροιά της μουσικής (πρβλ οίστρος/tempo και χροιά) το σώμα του έρωτα. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να εκφραστεί.
Η κραυγή του παγονιού είναι πεταλούδα με ωραία χρώματα, είναι η αρμονία, η χαμένη αρμονία στη μουσική που ψάχνουμε.
Μας έχει ήδη δώσει το κλειδί (πρβλ. η αρμονία στη φύση είναι η υπέρτατη μουσική) να ερμηνεύσουμε την αρμονία, όταν την αναγνωρίσουμε στην ομορφιά ως μουσική. Έτσι η φωνή του παγονιού είναι πεταλούδα με ωραία βαριά φτερά και υπέροχο λουλούδι το κόκκινο – βελουδί – μαύρο τριαντάφυλλο είναι αρμονία, είναι μουσική.
Μετά αρχίζει η κίνηση, το πέταγμα της πεταλούδας, το πέταγμα του κάνθαρου, όπως στο ποίημα «χαμόγελα» που είναι λόγια για swing και υπονοεί αυτό. Τον χορό. Και πράγματι πιο κάτω λέει:
Η κραυγή του παγονιού χάμουρο όλων των ταλαντεύσεων
Επομένως, το swing είναι το αρχετυπικό λίκνισμα, η αιώρα της απελευθέρωσης, ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο, τον ρεμβασμό και την αρχέγονη παιδική ηλικία.
Παραλλαγές της φωνής του παγωνιού: είσαι η αιολική άρπα/είναι η κραυγή σου άρπα αιολική που δονείται με τις φρίκες της μάχης
Είναι η κραυγή σου το άσμα Κογκολέζας μάγισσας
[…] κραύγαζε παγόνι ακούω τον έρωτα μέσα μου όπως παιδί ξεχνιόμουνα με τον ήχο του μεγάλου
κοκκινωπού κοχυλιού
Τούτα τα δέντρα κάνουν για τις κούνιες και σιγά σιγά με δυο φωνές αρχίζει και συνθέτει το ποίημα που χορεύεται. Στην πραγματικότητα είναι μια παρτιτούρα, μια μουσική που θα μπορούσε να είναι ντραμς, κάποτε τζαζ εθεωρείτο ότι ήταν μόνο η σύνθεση με κρουστά. Τώρα είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιήσει κανείς ό,τι θέλει. Από τα ηχομιμητικά λόγια του έρωτα, τα γριγριά στις βάρκες, τις φωνές των ζώων. Τα λόγια έχουν κρόσσια, το ξήλωμα και η αιώρηση είναι μια σύνθεση κρουστών με λέξεις. Εγώ όταν φύγω στο θάνατο/το κάλυμμα που θάχω εκκρίνει/ δεν θα ναι παρά λόγια λογιών
ιβ. Το ξήλωμα της φωνής. «Τα λόγια έχουν κρόσσια»
«Τα λόγια έχουν κρόσσια» ήδη έχει υπότιτλο: Κείμενο που χορεύεται και έχει πολλές φωνές. Εδώ γίνεται εμφανές ότι αρχίζει το ξήλωμα της φωνής, της ομιλίας. Όχι μόνο γιατί το κείμενο έχει όντως πολλές παράλληλες φωνές, όχι απαραίτητα αντιφωνήσεις, οπωσδήποτε όμως αντιστικτικές, αλλά και γιατί διατυπώνεται η διαδικασία του ξηλώματος από την αρχή, ήδη από τον τίτλο, όπου πράγματι τα κρόσσια είναι νήματα που έχουν τραβηχτεί έχουν βγει από την ύφανση και αιωρούνται σαν αρμαθιά, σαν το μαντίλι του Κρητικού
Τα λόγια είναι νήματα υφασμένα που θα ξηλωθούν να αραιώσει η συνοχή τους
Τόσα λόγια Σύννεφα σωρεία νήματα ισχνά συνοχές μέσα στον ουρανό –
ιγ. Η κατασκευή του παλμού
Ασφοδίλι δίλι δίλι[20] που επαναλαμβάνεται
Αλλά και οι παλμοί που έχουνε τα φώτα τους σε κάθε σταυροδρόμι
Πράσινο - κίτρινο - κόκκινο - κίτρινο - πράσινο - κίτρινο
Κόκκινο - κίτρινο - πράσινο – κίτρινο - κόκκινο - κίτρινο
Αιωρήσεις και παλμοί με κάθε τρόπο. Με παλινδρομικές κινήσεις, με επαναλαμβανόμενες λάμψεις, με ακολουθίες χρωμάτων – όπως τα φανάρια στους δρόμους…
Τα κρόσσια από τα λόγια μας κινούνε σαν κοπάδια μέδουσας κάποτε χρυσαφένια μέδουσα
τα ξέπλεκα μαλλιά της ακρόπλωρης γοργόνας είναι μια χρυσαφένια μέδουσα
Με κέντρο τη χρυσαφένια μέδουσα – τα κρόσσια είναι ξέπλεκα μαλλιά της γοργόνας – από το να ξεπλέξω τα μαλλιά – τα λόγια – μέχρι να ξεμαλλιάσω τα λόγια είναι μια ζωή που θα διανυθεί. Όπως πάμε κατά κει…
Τούτα τα δέντρα κάνουν για τις κούνιες, τα κρεβάτια και τα φέρετρα…
Η αιώνια αιώρηση της απελευθέρωσης και του χορού. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί το παράξενο φρούτο, το τραγούδι του Abel Meeropol που τραγούδησε η Billy Holliday το 1939. Αιώρα και αγχόνη η μια η συνέχεια της άλλης — αν θυμηθούμε τις τελετές των ανθεστηρίων, την Ηριγόνη και την αυτοκτονία της με απαγχονισμό και μετά την τελετουργική ανάμνηση του αποτρόπαιου γεγονότος με την αιώρα — την κούνια… Πόσο κοντά τα δέντρα — στις κούνιες, στις αγχόνες, στην νέγρικη μουσική!
Και να κρατήσουμε ένα μικρό νήμα για την αράχνη…
Το υπόλοιπο ποίημα στρώσεις στρώσεις με το μη λόγο, τον αδιαφοροποίητο ήχο της επανάληψης. Φράσεις με την ίδια λέξη για τρεις αράδες και πάλι άλλες τρεις αράδες με άλλη παρόμοια λέξη. Σαν φαρδιές πινελιές μπογιά στον τοίχο — είναι λέξεις γιατί μόνο αυτό διαθέτει αλλά και δεν είναι. Έχει άλλο ρυθμό, μουσική
Και εν κατακλείδι το ξήλωμα:
Κουβαρίστρα τα γέλια που ξετυλίγουμε σιγά σιγά κρατώντας την άκρη της κλωστής ανάμεσα στα δόντια.
ιδ. Το swing άλλη μια φορά
Από τη συλλογή Εκεί πέρα – εδώ (ακόμα και στον τίτλο είναι φανερό το swing/ παλινδρόμηση) επανέρχονται οι εικόνες με τα κρόσσια – αρμαθός – κομπολόι.
Τα κρόσσια το ξήλωμα και η τρελή γεωμετρία των φώτων.
Ο φάρος περιστρεφόμενος, παραπέμπει βέβαια στο φαλλό, όρθιο σύμβολο (πόσο κάθετος είσαι) αλλά κυρίως είναι ένα κυκλικό, ένα περιοδικό φαινόμενο, ο ρυθμός δηλαδή.
Και θα έχουμε τα κλειδιά που μας έχει δώσει η Μάτση. Όποτε συναντάμε ένα όμορφο λουλούδι, ή τα φτερά μιας πεταλούδας, οι συμμετρίες και τα χρώματα θα παραπέμπουν στην υπέρτατη αρμονία και όποτε αναφέρεται μια γοργόνα ακρόπλωρη, ο νους θα πηγαίνει στα ξέπλεκα μαλλιά της, στις αιωρούμενες μέδουσες, στα κρόσσια.
Η μαγική αιώρηση, το αίσθημα της μουσικής:
μια γνήσια ελληνική μουσική που να σχίζει την καρδιά/που κρατάει το αίσθημα επί τόπου/έτσι απόλυτα αιωρούμενο σαν κολιμπρί
Εκ παραλλήλου με αυτήν την ερευνητική σταχυολόχηση από το ποιητικό έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου και την αντιστοιχία της ποιητικής σύνθεσης με την ελευθερία της Τζαζ θα μπορούσε κανείς να συλλογιστεί την αντίστροφη διαδικασία. Πώς δηλαδή αν ήθελε να πει μια ιστορία με τη Τζαζ θα το έκανε, σύμφωνα με την εργασία[21] του πιανίστα, συνθέτη και μουσικολόγου Vijay Ayer. Υπάρχουν πολλές μελέτες, νομίζω συγκλίνουσες για τη σχέση αφηγηματολογίας και μουσικής, πώς δηλαδή με τη μουσική μπορεί κανείς να πει μια ιστορία –χωρίς λόγια– πώς η διαφοροποίηση του υλικού της μελωδίας είναι η διαμόρφωση που φέρνει την ιστορία, πώς γίνεται η κορύφωση. Αναφέρω την εργασία του Ayer, γιατί έχει τον σημαδιακό τίτλο: Exploding the narrative in Jazz improvisation.
Όλες οι θεωρίες της νευροφυσιολογίας, της σχέσης της μελωδίας με την φαντασία και την κίνηση, οι ρυθμοί και οι διαφορετικοί χρονισμοί και η σχέση τους με την ιστορία φυσικά περιλαμβάνονται καθώς και η σωματικότητα, οι πολιτισμικές καταβολές, το swing, αλλά και το εκπληκτικό φαινόμενο της διαστολής του χρόνου όταν συμβαίνει ο αυτοσχεδιασμός. Όταν ανάμεσα στον επιτελεστή της μουσικής μελωδίας και τον ακροατή επέρχεται μια μοναδική αλληλεπίδραση, λειτουργεί μια ιδιωτική παράσταση μεταξύ τους, όπου ο χρόνος αλλάζει πλαίσιο και διάρκεια όσο κρατά ο αυτοσχεδιασμός, όπου η αφήγηση εκρήγνυται όταν συμβαίνει η Τζαζ.
Ο αναγνώστης που αισθάνεται την μελωδία, αισθάνεται την έκρηξη, το ξεμάλλιασμα. Δεν ξέρει τι προηγείται. Η μελωδία, η παρτιτούρα, η ιστορία, οι στίχοι… Μια συνθήκη με αντικριστούς καθρέφτες – μια μαγεία που νικά το χρόνο, νικά τον θάνατο ώστε να συνομιλούν και να αφιερώνονται ο ένας στον άλλο οι δυο εραστές.