Η γλωσσική τόλμη της Μάτσης Χατζηλαζάρου

Η γλωσσική τόλμη της Μάτσης Χατζηλαζάρου


Ένα είδος τόλμης, αλλά και επιτυχίας, στην ποίηση είναι αναμφίβολα η απόλυτη ταύτιση ποιητικού και γλωσσικού γεγονότος: Όταν η γλώσσα δεν περιγράφει, δεν αποτυπώνει μόνο τη σκέψη, αλλά αμοιβαία μεταπλάθει η μία την άλλη, έτσι που η φράση να γίνεται μια έκτυπη και μοναδική παράσταση του νου και της ψυχής του γράφοντος.
Στην άφοβα ειλικρινή ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, που -παρ’ ότι κάποιες φορές είναι- δεν γίνεται όμως ποτέ μόνον, εξομολόγηση αυτοαναφορική, σ’ αυτήν την πηγαία ανάδυση ενός χειμάρρου αισθήσεων, αισθημάτων, πόθων ή φόβων· σ’ αυτό το γνήσιο «αλάφιασμά» της, η γλώσσα αποτελεί τον γρήγορο παλμό του αίματος, την ανάσα που επιταχύνεται, τον ήχο του χαμόγελου, το θρόισμα ενός ρούχου ή του αέρα, μια κραυγή «σαν παγόνι».

Ποιήματα που φέρουν το ειδικό βάρος της στιγμής, της ζωής που τα έθρεψε, ποιήματα που επιδιώκουν την ακύρωση της νόρμας, τον «εξευτελισμό του φόβου», ακόμη και όταν τρομέουν φέρουν μέσα στο λεκτικό σώμα ατόφια την κραυγή της απόγνωσης, την ερωτική κραυγή της ηδονής, την πολύλογη και στεντόρεια κάποτε σιωπή, το βάρος μιας μεγάλης αναμονής. Της αναμονής πάντα του άλλου, του έρωτα, του συντρόφου, της εν τέχνη βίωσης, της εν τέχνη χαράς.

Από το «σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι» στο «απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες το απαλότερο φιλί», από το «απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω […] όλα μου τα κολύμπια στη Κινέττα», ή από το «για να πλέξουμε/ με το ’να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας», στο «είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι», έως το «μνημονικό έχω μόνο για δροσιά» ή το «είσαι ένας κισσός/ είσαι ένα κλειδί», και το «ήλιε κυανοχαίτη», η Χατζηλαζάρου σωματοποιεί μέσα στην ποιητική έκφραση ιδέες, μνήμες, επιθυμίες δίνοντάς τους υπόσταση υλική, νοήμονα προέκταση, προβάλλοντας συγχρόνως με τον πιο φυσικό τρόπο το βιωματικό περιεχόμενο της γλώσσας, που διαμορφώνει εν πολλοίς και το ιδιαίτερο ύφος της.

Ξέρει να μεταθέτει ιδιότητες, να μεταβαίνει με φυσικότητα και καλαισθησία από μια αίσθηση στην άλλη, από μια φυσική εικόνα στον αιφνιδιασμό του μη αναμενόμενου, προκειμένου να διατυπώσει κάτι πιο αληθινό κι απ’ το πραγματικό που βιώνει γύρω της: « άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς/ μια χειραψία φίλων», «κάνει πολύ κρύο κάτω απ΄ τη σκιά της ζωής μου που γέρασε», «ένα γέλιο ατλαζιού που σκίζεται/ και στο νήμα των ματιών/ σκάλωσεν ένας χαρταετός/ ο χαρταετός της λέξης έρωτας», «Αιθρία με καιρό της σιωπής». Η πάντοτε, σχεδόν, παρούσα φύση, με τον πλάγιο ψυχικό φωτισμό της, αντανακλά το τοπίο του ερώμενου προσώπου, όπως και το πρόσωπο αυτό πάλι πιστοποιεί πως η απέραντη φύση και ζωή υπάρχουν γιατί τους περιέχει μαζί: «τι άλλο/ είναι η ύπαρξή μου/ από μια νέα σφαίρα/ με τα έπιπλα/ με τη φύση/ όταν μ’ αγαπάς/ μικρή εικόνα στρογγυλή/ μες την ίριδα του ματιού σου/ είμαι» και πιο κάτω στο ίδιο ποίημα: «μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς/ σαν άγρια άλογα/ λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια» 

Στο πεδίο της «υπέρτατης συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας», που είναι το αληθινό πεδίο της ποίησης κατά τον Richards, η Χατζηλαζάρου αναπνέει ελεύθερα δημιουργώντας κάτι νέο σε κάθε ποιητικό βηματισμό της, σε κάθε φράση της, έχοντας, λες, δύναμη ακατάβλητη κι όταν ακόμη μοιάζει να είναι τόσο ευάλωτη. Άλλοτε αρχίζει να αφηγείται, «Στις οχτώ ο ήλιος φουσκώνει σα γάλος», ή « Δυό κόκκινες χάντρες κύλησαν/ από μιας κοπέλας το λαιμό», άλλοτε αιφνίδια στρέφει προς το δεύτερο πρόσωπο με την επίταση της επανάληψης: «Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη σ’ αποζητάει,/ η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά», για να συνεχίσει με τον γνώριμο μηχανισμό της προσωποποίησης αισθητοποιώντας την ιδέα -«αχ!/ μες τη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι/ η τρυφερότης σου»· ή πάλι διαμορφώνει δύο άξονες, μια δική της μουσική για δύο φωνές, όπως στο ποίημα «Η κραυγή σαν παγώνι» ή στο «Καλοκαίρι, κύματα μνήμης», όπου απ’ την περιγραφή περνά, απευθυνόμενη στο άλλο πρόσωπο –εδώ στον ήλιο- με μια εικόνα απλή φαινομενικά, που στην αποστροφή της δείχνει όλο το βάθος της:

εάν ένα βαρύ σύννεφο διασχίσει τον ουρανό εκεί κοντά θα χρωματίσει
τη θάλασσα με άσπρες κι ασημιές επιφάνειες και τεράστιες γαλαζοπράσινες λουρίδες
         ήλιε άκου
συ κι εγώ ρινίσματα
    γαλάζιου άστρου»


Πάντα, ωστόσο, με φυσικότητα αναδιατάσσει την σύνταξη έτσι που να δηλώνει το πάθος, την ένταση των αισθήσεων και αισθημάτων της· άναρχη φαινομενικά σύνταξη, που υπακούσει στην ιδιαίτερη ποιητική της γραμματική, αυτή των αποκλίσεων απ’ τη νόρμα, από τον κανόνα της συμβατικής τάξης, αυτή των πολλαπλών εκκενώσεων ψυχικού φορτίου. Στις τολμηρές λεξιλογικές συνάψεις που επιχειρεί, στους νέους σημασιοσυνταγματικούς κανόνες της, δεν υπάρχουν ουσιαστικά και επίθετα διακριτά, υπάρχει μόνο η σύγκριση που θα οδηγήσει στον υπέρτατο βαθμό, αυτόν της επιθυμίας: «εσύ είσαι/ πιο άσπρος κάποτε/ πιο κυνηγόσκυλο/ πιο τροχιά/ πιο όργωμα/», συνεχίζοντας μια εσωτερική αποτίμηση θα πει «ναι καλά είναι έτσι ο έρωτας μας». Ενεργητικά και παθητικά των αισθήσεων σημαντικά, αμετάβατα ρήματα ως μεταβατικά και ουσιαστικά ως ρήματα δηλώνουν στους στίχους της την έξαψη του δέρματος και της ψυχής της «σε ερωτεύω/σε ζηλεύω/ σε γιασεμί/ σε καλπασμό αλόγου μες το μες το δάσος το φθινόπωρο» και πιο κάτω «εσύ σπλάχνο μου πώς με γεννάς/σε μίσχος/ σε φόρμιγξ/ με φλοισβίζεις».

Η Χατζηλαζάρου δεν διεκδικεί το νέο για το νέο. Μέσα από την γλωσσική της ελευθερία, τις παραβιάσεις και αποκλίσεις που επιχειρεί, διεκδικεί μια πιο πιστή «μεταγραφή» σε γλωσσικό κώδικα, της ψυχικής της εσωτερικής ομιλίας, του άναρθρου πρωτογενούς σπασμού. Στο ποίημά της αίφνης «Χαμόγελα», στίχο στίχο, σαν σε αναβαθμούς, χωρίς καμία πεζολογική κοινοτοπία, τουναντίον, με συνεχείς μεταφορές που μοιάζουν φυσικές ρεαλιστικές αποτυπώσεις, εξελίσσει την ελεύθερη ανάβαση στην έκσταση της χαράς, που έρχεται από την χαρά του άλλου, μετατρέποντας ένα τόσο «ιδιωτικό» αίσθημα, στην αντικειμενοποίηση της ευφορίας του έρωτα.
Έχει βέβαια ή ίδια η ποιήτρια συνείδηση της γλωσσικής τόλμης της όταν γράφει τους στίχους που διατηρούν το λαχάνιασμα της επιθυμίας

θα’ θελα μα πόσο θα θελα ναι θα θελα αμέσως τώρα τώρα
θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι.

Αλλά και πολύ πριν γράψει, στα 1985, «σε ονειροβάτησα μαζί μου ως τον γκρεμό […] εσύ κένταυρου ζέση [..] εσύ δε βαριέσαι παράτα το τό σύμπαν έτσι που το ’χουνε αλαζονήσει», ήδη από τα πρώτα της ποιήματα, γνωρίζοντας πως «ότι δεν φτάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας», ήξερε με το χέρι της γράφουσας να προσεγγίζει τ’ απόμακρα, να κάνει ορατό ό,τι αθέατο λαχτάρησε, να εγκοσμιώνει αγγίζοντας με την αφή του δέρματός της κάθε σημασία, βλέποντας καθαρά σε μεγάλη απόσταση μέσα στις αισθήσεις: «μεγάλες κουταλιές παιδικά γέλια», « τους καρπούς των χεριών σου κλωνάρια της λεύκας», τον άνεμο που βάζει τις φωνές και «ξυπνάει τα βότσαλα».

Η Χατζηλαζάρου χρησιμοποιώντας τις λέξεις όχι μόνον ως γλωσσικά σημεία αλλά ως μουσικές και ψυχικές αξίες, ως μονάδες αυτοδύναμης ισχύος, «ονειρεύεται» μες την μεταμορφωτική δύνη της ζωής και ζει στα όνειρα της ημέρας. «Προσηλωμένη στη μικρή σελήνη της ημέρας» γνωρίζει καλά ότι «εκείνο το οποίο είναι εξ ολοκλήρου έξω απ’ τη γλώσσα είναι κι έξω απ’ τη ζωή» (κατά τον George Steiner) και γράφει. Γράφει ξετυλίγοντας το πεπρωμένο της καρδιάς της. Γράφει για τον έρωτα και ερωτεύεται μέσα στις λέξεις της, αφού το «κάτι που μοιάζει με έρωτα/ ή το να προσπαθείς να γράψεις» είναι ακριβώς το ίδιο, μη διαχωρίζοντας σαφώς τις δύο λειτουργίες και χρησιμοποιώντας τη γλώσσα όχι μόνο ως «σημαίνον» αλλά και ως δραστικό σημείο αναφοράς, αναζητά «τον σπόρο από τα λόγια» του άλλου για να εκμαιεύσει τα ακριβά δικά της λόγια: «μα είσαι τώρα ο παραχωμένος σπόρος/ απ’ όπου φυτρώνουν τα λόγια τούτα/ τα λόγια μιας κλεψύδρας». Γράφει για την «ιστορία όλων εκείνων των λέξεων/ που «έτσιγαλαξίας/ με χαϊδεύει ως την κοιλιά» και αναζητά την βαθιά αισθητική και αισθηματική κοινή βίωση, όχι μόνον τόπων ή καταστάσεων αλλά και λέξεων –γεγονότων: «Έλα η μέρα είναι τόσο ωραία- τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου»· για να δηλώσει απερίφραστα «η ποίησή μας είναι η ζωή», για να απευθύνει στον άλλο την κραυγή της κάνοντας μια σπαρακτική «Επίκληση που γδέρνει»: τα ποιήματά της.

Η γραφή της Μάτσης Χατζηλαζάρου, πάντοτε πάλλουσα, αφήνεται λες ελεύθερα να πετάει, εκ γενετής ούσα αληθινή ποίηση! Γεγονός αξιοθαύμαστο και σπάνιο που η εποχή μας -κι ας μην της επιτρέπει η διανοητική της αυταρέσκεια να το δηλώσει- θα πρέπει μες στη σκοτεινιά των αφηρημένων πεζολογικών της λαβυρίνθων να ζηλεύει, κρυφοβλέποντας μια τέτοια ποιητική γνησιότητα ανεπανάληπτη! 

Γιατί ήταν Ποιήτρια, γιατί με ειλικρίνεια και τόλμη έγραψε, που θα πει έζησε βαθιά μέσα στην ποιητική λειτουργία, αυτή των λέξεων, αυτή της έντασης αισθήσεων και αισθημάτων. Γράφοντας δοκίμασε να ξεπεράσει τα όρια, τα όρια που θέτει ο γλωσσικός κώδικας, τα όρια τα στενά που θέτει συχνά η ζωή. Και είχε την τόλμη εν τέχνη να το δηλώσει:

Λέξεις γανώνω
μήπως και αποκάνω
για μας τη θανή
.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: