δες γητειάς βροχόπιασμα
αφέντης είν’ ο έρως
Μ.Χ.
Η θέση της Μάτσης Χατζηλαζάρου στην ιστορία της ερωτικής ποίησης στην Ελλάδα είναι κομβική. Στην ίσως απροσδόκητα ερωτογενή για τη λογοτεχνία κατοχική εποχή, όταν έκανε την πρώτη της εμφάνιση (1944), ο νεοελληνικός λυρισμός στη σκιά του πολέμου ανατροφοδοτείται ορμητικά, αυτή τη φορά υιοθετώντας τη γραμματική φαντασία, τον πρωτόγονο ερωτικό εξωτισμό και την εικονοποιία του υπερρεαλισμού. Αρκεί να σκεφτούμε τους πολύ ιδιότυπους και ατομικούς δρόμους των αντηχείων του υπερρεαλισμού μετά το 1940 που δείχνουν, αν μη τι άλλο, τη σταθερή ενσωμάτωση και την κανονικοποίηση των υπερρεαλιστικών τεχνικών, εικόνων και αισθητικών αρχών στη νεότερη ελληνική ποίηση: Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Γκάτσος, Βακαλό, Ελύτης, Σαχτούρης, Παπαδίτσας, Γονατάς, Βαλαωρίτης, Δάλλας, Κακναβάτος, Χατζηλαζάρου κ.ά.
Σήμερα ενδεχομένως μπορούμε να διακρίνουμε εξίσου ή και περισσότερο τολμηρές νεότερες γυναικείες ερωτικές φωνές. Όμως η τομή που σημειώνεται με την εμφάνιση του ερωτικού βιταλισμού της Χατζηλαζάρου σε σχέση με την εν πολλοίς μεταφυσική ή ασώματη εκδοχή του έρωτα που κυριαρχεί στις ποιήτριες των προηγούμενων γενεών είναι αποφασιστική. Νομίζω πως γι’ αυτή την εκδοχή ερωτικής ποίησης που εμφανίζεται στην Κατοχή, εκτός από την ψυχαναλυτική και υπερρεαλιστική συνιστώσα, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και τη σημασία που πρέπει να είχε το βίωμα του πολέμου και η συνειδητοποίηση της υλικότητας, της προσωρινότητας και της ευθραυστότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο έρωτας βουτηγμένος στη «λυρική μελάνη» της Χατζηλαζάρου λογίζεται πια όχι μόνο ως συναίσθημα ή αφηρημένη διάθεση, αλλά ως στοιχείο ατομικής ταυτότητας, ως ξεκλείδωμα και απελευθέρωση του εαυτού, ως μετωνυμία της ελευθερίας και της ζωικής ορμής.
Αν και η εκδοτική εικόνα του έργου της Χατζηλαζάρου, όπως αποτυπώνεται στην έκδοση του Ίκαρου, Ποιήματα 1944-1985, που επιμελήθηκε η Γεωργία Παπαγεωργίου (1989),[1] έχει μάλλον ασυνεχή μορφή, κυρίως λόγω των ύστερων αναδημιουργικών αυτομεταφράσεων της από τα γαλλικά στα ελληνικά, που διασαλεύουν, αν δεν καταργούν, τη συνήθη, χρονικά γραμμική σειρά ανάγνωσης των συγκεντρωτικών εκδόσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην πρώτη φάση του έργου της κυριαρχεί ένα αυθάδες παρόν με το ενσώματο ερωτικό βίωμα της νιότης, ενώ στη δεύτερη δεσπόζουν το παρελθόν και οι αναμνήσεις που τυλίγουν σαν αράχνες την ύπαρξη. Το πέρασμα είναι από τα φωτεινά ακρογιάλια του έρωτα στη σκιερή τάφρο της οδύνης.
Πάντως, νομίζω ότι το καταιγιστικό ποιητικό της ξεκίνημα με τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944) είναι τόσο επιβλητικό που μας αναγκάζει να διαβάσουμε πάνω σε αυτόν τον άξονα όλη τη μεταγενέστερη ποίησή της. Είναι δηλαδή προϋπόθεση για αναγνωστικές συσχετίσεις και επισημάνσεις, καθώς θα λέγαμε, παραφράζοντας τον Σολωμό, ότι εκεί η Χατζηλαζάρου μας αποκαλύπτει εξαρχής ότι δεν έχει τίποτε άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία, γλώσσα και έρωτα. Τρία στοιχεία αξεδιάλυτα ενωμένα μεταξύ τους που συλλειτουργούν στην ποιητική της πράξη.
Σημείο εκκίνησης αυτής της θηλυκής αγωνιστικότητας και επαναστατικής ρήξης είναι το μέτωπο που εξαρχής ανοίγει με τον συμβατικό έρωτα, όχι όμως από τη σκοπιά ενός πρωτόλειου φεμινισμού αλλά με την πηγαία θηλυκότητα του φυσικού έρωτα να διεκδικεί τα δικαιώματά της:
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ‘ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα. […]
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι – τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε (σ. 25).
Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε
Κι όλα τ’ άρμπουρα να λύσω, κι όλες τις μέδουσες να σκοτώσω,
πάλι ο εαυτός μου θα’ ναι μια εξορία […]
Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή.
Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου’ φραξαν οι αντιστάσεις μου.
Ναι. Ό,τι δεν φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας (σ. 27).
Αλλά και στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ψυχανάλυση», που πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά (1948), για να μεταγραφεί στα ελληνικά πολλά χρόνια αργότερα (1985) η χειραφετητική πρόθεση είναι ίδια:
καθισμένη μπρος στο παράθυρο με τις φοβίες
είναι μακρύ το γίγνεσθαι θηλιά θηλιά
τα κομπιάσματα του εγώ
που αρωματίζει τα μπράτσα του (σ. 171).
Ο έρωτας λοιπόν στην ποίηση της Χατζηλαζάρου δεν είναι μόνο έξαρση που τραντάζει την ψυχή με συγκίνηση και εικονοπλαστική φαντασία ούτε μόνο σωματική διέγερση, γενετήσιο ένστικτο, σαρκική παραφροσύνη, σεξουαλική ηδονή και ικανοποίηση σκοτεινών πόθων. Είναι πάνω απ’ όλα κυοφορία και αναδημιουργία ενός καινούργιου κόσμου και ενός ανακαινισμένου εαυτού: ο απόλυτος καθοδηγητής της ζωής. Γι’ αυτό νομίζω πως αυτή η θαρραλέα ερωτική ποίηση διαβάστηκε ως μυθολογία και μανιφέστο ζωής από έναν συνοδοιπόρο άλλων καλλιτεχνικών δρόμων, αλλά παρόμοιας επαναστατικής, ερωτικής και ελευθερόφρονης ηθικής: τον Μάνο Χατζιδάκι.[2] Γι’ αυτό επίσης, ενώ η κριτική στάθηκε μάλλον αμήχανη απέναντί της, χρειάστηκε η οξυδερκής ματιά και η ποιότητα μιας πρωτίστως ποιήτριας και μετά πανεπιστημιακού, της Άντειας Φραντζή, για να αποκτήσουμε έναν αναγνωστικό μίτο των ερωτικών μεταμορφώσεων στην ποίηση της Χατζηλαζάρου, αποσπασματικό και γοητευτικό, ακριβώς λόγω της παρέκκλισης από τον στείρο ακαδημαϊκό λόγο.[3]
Η ανεπάρκεια των λέξεων και «ο έρωτας του έρωτα»
Η ερωτική ποίηση της Χατζηλαζάρου ήδη από το ξεκίνημά της περιστρέφεται γύρω από το δίπολο απουσία – παρουσία. Εύστοχα ο Αλέξανδρος Ξύδης επισήμανε ότι «γοητεύει τις λέξεις όπως ο μάγος τα φίδια και γοητευόταν από αυτές με μια αυθόρμητη, πηγαία και παιχνιδίζουσα ευκολία, δίχως φιλοσοφία, δίχως εκζήτηση», όπως οι μεγάλοι λυρικοί (Λόρκα, Απολινέρ, Λόρενς).[4] Ο λυρισμός της βρίσκει έκφραση στην πρώτη της συλλογή (1944) σε υπαινικτικές, μεταφορικές εικόνες ενός διάχυτου τριγύρω ερωτισμού: ο καλπασμός του αλόγου και η διάθεση του Ερυθρόδερμου να τον ακούσει (σ. 11), το αραχωβίτικο κιούπι που περιέχει το λάδι (σ. 11), βυθοί ανθόσπαρτοι σαν γόνιμο χωράφι (σ. 12), μυρωδιές δροσερές σαν μικροί καταρράκτες (σ. 13), γιαλός πρωινός που λιάζεται το φύκι (σ. 13), ηδονική αφή δροσερού σταφυλιού το πρωί (σ. 15), σώμα-ακρογιάλι (σ. 16), χέρια-μικρά τρυφερά καβούρια (σ. 16), μαλλιά σαν χόρτα στην άκρη του ποταμού (σ. 17), θριαμβευτικές κραυγές ζώων (σ. 19), φουντωμένοι κόκορες (σ. 21), αγκαλιές όπως πέφτει το φύλλο της λεύκας (σ. 26), ψίθυρος της αγράμπελης όταν χαϊδεύεται με τις σκιές (σ. 27) κ.ά.
Πολύ νωρίς ωστόσο και μάλλον ξαφνικά, στο Κρυφοχώρι κιόλας (1951), οι λέξεις, οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές έχουν γίνει προδότρες:
Α κακοχρονονάχουνε οι λέξεις
όχι οι λέξεις οι κενές
αλλά αυτές που χαϊδεύουμε και μας χαϊδεύουν προτού κοιμηθούμε (σ. 38).
Οι λέξεις φέρνουν πιο κοντά αλλά και χωρίζουν τα πρόσωπα:
υπάρχει ανάμεσά μας
η ιστορία όλων εκείνων των λέξεων
έτσι γαλαξίας
με χαϊδεύει ως την κοιλιά (σ. 79).
«Τα λόγια της γητειάς είναι πουλάρια νεογέννητα πηδάνε άτακτα» (σ. 57) και οι λέξεις για να εκφράσουν το βίωμα, έχουν βγάλει κρόσσια, όπως θα τιτλοφορηθεί η συλλογή που περιλαμβάνει αυτομεταφρασμένα τα γαλλικά ποιήματα της δεκαετίας του ’50 (Τα λόγια έχουν κρόσσια, 1979, στη συγκεντρωτική έκδοση Έρως Μελαχρινός):
εγώ καταγωγή μου τα λόγια
και σε κάθε μια από τις πτυχές των σωθικών μου και ως τις πιο ελάχιστες ρυτίδες μου και μες σε καθένα μου μάτι και μες στα μαλλιά και στις χειρονομίες μου ακόμα ή στα έπιπλά μου και στα τοπία μου θα μάθω ένα φθόγγο που θε να το ζήσει το βίωμά μου (σ. 55).
Σε αυτή την ανεπάρκεια των λέξεων να εκφράσουν τα πράγματα και τα βιώματα αλλά και στη διάθεση ενός γλωσσικού-μητρικού-εθνικού απογαλακτισμού, ψυχαναλυτικής ενδεχομένως διάθεσης, οφείλεται νομίζω η προσπάθεια ποιητικής έκφρασης της Χατζηλαζάρου στα γαλλικά, την πρώτη περίοδο παραμονής της στο Παρίσι (1945-1958), και παράλληλης γραφής αργότερα (1984-1985) των τελευταίων ποιημάτων της σε δύο ή τρεις γλώσσες (7 x 3. Εφτά γραπτά στα ελληνικά - Sept texts en français - Seven writings in english και Αντίστροφη αφιέρωση - Dédicace à rebours).
Η γλωσσική επιμειξία διαδέχεται τις μεταμορφώσεις του έρωτα με άξονα το μότο του Maurice Blanchard που τοποθετείται στο ποίημα «Μεταμορφώσεις του έρωτα»: «Το ποίημα γράφει τον ποιητή του». Κάπως έτσι, «όπως τούτη η ώρα όταν όλα με γράφουν» (σ. 69), η Χατζηλαζάρου οδηγείται στην ποίηση-πράγμα, στην εμπράγματη ποίηση:
το χέρι σου είναι μια αλήθεια […]
μα δε θέλω άλλα
«σαν» (σ. 164-165).
Πάντως, ακόμη και στα ύστερα ποιήματά της όλες οι ερωτικές μεταμορφώσεις εξακολουθούν να έχουν υλική, δηλαδή σωματική διάσταση:
Ακούστε πως ανασαλεύει ο έρωτας
τώρα που είναι παραπανήσιος
κι ας αραδιάζω εδώ μονάχα λέξεις
για μένα έχει ακόμα σάρκα
οστά και επιδερμίδα (σ. 119).
Οι πολλαπλές ερωτικές μεταμορφώσεις, από τον «έρωτα-κισσό» στον «έρωτα-ζώο αγέρωχο και ηχηρό», συναιρούνται στου έρωτα τον οίστρο, στον «έρωτα του έρωτα», όπως διατυπώνεται περίφημα σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα της αναστοχαστικής ωριμότητας («Μεταμορφώσεις του έρωτα»), επιβεβαιώνοντας τους όρους της καταστατικής σχέσης του έρωτα με τη ζωή. Στις «Μεταμορφώσεις του έρωτα», από τη σκοπιά του ερωτικού απόμαχου, γράφει «μ’ έναν κόμπο στο λαιμό / με τη δύσπνοια της θέρμης / για τον ακρωτηριασμό που ΄ναι / η στέρηση του συντρόφου». Όπως σημειώνει η Άντεια Φραντζή, «αυτό που τελικά μένει σταθερό είναι ο κυρίαρχος έρωτας και η ερωτική ποίηση μέσα από τις συνεχείς διαπλοκές της, γεμάτη από φυσικούς χυμούς και υποκείμενη στους φυσικούς κανόνες της ζωής. Η ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου εικονίζει με τον πιο διαφανή τρόπο αυτή την πορεία μέσα στον χρόνο και τον χώρο, διατηρώντας σταθερά την “υμνητική” σχέση με τη ζωή-έρωτα, με τη ζωή-ποίηση».[5]
Η δύναμη του έρωτα είναι διαμορφωτική του σύμπαντος καθώς μετασχηματίζει τον κόσμο:
Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων (σ. 14).
«Η ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου», συνεχίζει η Φραντζή, «έχει γένος γιατί κυοφορεί διαρκώς το ποίημα […] είναι ένα όλον πυκνό με έντονα τα γνωρίσματα του γένους και της γέννας του».[6] Δικός της άλλωστε ομολογημένος γεννήτορας, «δωρητής» και «ερμηνευτής», είναι ένας ποιητής: ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο ποιητής που γεννά την ποιήτρια είναι ταυτόχρονα ο άνδρας που γεννά τη γυναίκα:
εσύ σπλάχνο μου πώς με γεννάς (σ. 180)
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριολούλουδου (σ. 190).
Προστακτικές του έρωτα και ξεμάλλιασμα της σύνταξης
Ο απόλυτος έρωτας στην πρώτη της συλλογή εκφράζεται με υφολογικά εναργέστατες προστακτικές, που ηχούν σαν ερωτικά προσκλητήρια:
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου (σ. 13).
Φέρτε, δώστε να πιω όλες τις μυρουδιές
του γαλάζιου ατμού,
της λυρικής μελάνης,
του φουντωμένου κόκορα,
της ερωτευμένης μασχάλης (σ. 21).
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να πεθάνω όλους τους θανάτους (σ. 23).
Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες (σ. 24).
Ο κόσμος που εγκαθιδρύει η ερωτική σχέση είναι αυτάρκης. Σε αυτή την ερωτική ποίηση υπάρχει μόνο ένα «εσύ» κι ένα «εγώ», κάποτε και η φύση που συμμετέχει στην ερωτική έκσταση:
θα ΄θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο» (σ. 179).
μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να διηγιέμαι ατελεύτητα τον εαυτό μου να φωνάξω να ουρλιάσω μέχρι θανάτου να σαλέψω τη γλώσσα μου μες στον παραλογισμό μου έως που να φθαρεί το φίμωτρο που εσύ είσαι είσαι συ και συ και συ και ακόμα μια δεκαριά συ τι ξέρω χίλια συ […]
υπάρχουν και μερικά συ που είναι πολύ ειδικά εγώ (σ. 102).
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
με κλείνεις
με στολίζεις φυτά
και τα περιποιείσαι
με μυρίζεις
με διψάς
με κρατάς
ξαφνικά με λύνεις (σ. 39)
σ’ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν’ ανασάνω χωρίς εσένα η καρδιά μου δε με αφορά σ’ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα λουλούδια γύρω απ’ το λαιμό μου για σένα τα είχα φορεμένα (σ. 100).
Η ερωτική γραμματική στην ποίηση της Χατζηλαζάρου, όπως στο τελευταίο απόσπασμα παραπάνω από τον «Πούμα», διασαλεύεται, ενώ η συντακτική κανονικότητα «ξεμαλλιάζεται» για να μπορέσει να βρει πάλι το ποιητικό υποκείμενο τη φωνή του:
θα ΄θελα μα πόσο θα ‘θελα ναι θα ΄θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι (σ. 180).
Νομίζω ότι ο πιο εύγλωττος τρόπος καταστρατήγησης της συντακτικής δομής του λόγου και κατ’ επέκταση της λυρικής βεβαιότητας της νιότης βρίσκεται στην ύστερη, ελεύθερη από κανόνες, χρήση των πτωτικών στις προσωπικές αντωνυμίες «εγώ» και «εσύ». Αποκορύφωμα αυτής της ανατρεπτικής «συντακτικής αταξίας» είναι ασφαλώς η εξομολογητική «Αντίστροφη αφιέρωση» (1985), «το τελευταίο γράμμα» της στον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπως προσφυώς χαρακτηρίζει το ποίημα ο Χρήστος Δανιήλ:[7]
σ’ ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι […]
εσύ σπλάχνο μου πώς με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ’ αρέσει (σ. 180).
Ένα ποίημα που καταλήγει στον αφοπλιστικό, κεφαλαιογράμματο και έκθετο τελικό στίχο, τον τελευταίο στίχο του ποιητικού βίου της Χατζηλαζάρου:
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ (σ. 181).
Επιλογικά
Η ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου ακόμα κι όταν μιλά για τον θάνατο, τη φθορά, τη στέρηση, την ερήμωση και την εγκατάλειψη έχει ως σημείο αναφοράς τον έρωτα. Ακόμα κι όταν πληθαίνουν οι σκιές και οι απελπισίες, όταν επέρχεται το βραχυκύκλωμα της ύπαρξης και τα λόγια έχουν βγάλει κρόσσια, ο «έρωτας του έρωτα» παραμένει ζωοδότης. Το ερωτικό βίωμα στην ποίηση της Χατζηλαζάρου έχει την ιδιότητα να μεταστοιχειώνεται σε στάση ζωής. Αυτό νομίζω είναι το συνεκτικό πλέγμα που ενώνει την πρώιμη με την όψιμη φάση του ποιητικού έργου της και μιας γραφής που μεταβολίζεται καθώς περνά από τον «οίστρο» και τις «γητειές» του έρωτα στις ταραχές και τις απογνώσεις της ερωτικής στέρησης και της μοναξιάς. Είναι, με άλλα λόγια, η γέφυρα που συνδέει το φαινομενικό χάσμα που μαζί με τον διχασμό και τις περιπλοκές της διγλωσσίας διανοίγεται ανάμεσα στο Κρυφοχώρι (1951), με το οποίο κλείνει μάλλον μια πρώτη εξωστρεφής περίοδος ερωτικής και εκφραστικής ορμής, και στο ύστερο έργο της ώριμης περισυλλογής, της αναδημιουργίας, της μεταγραφής και της ενδοσκόπησης.
Η πρότασή μου είναι να διαβάσουμε ξανά το ποιητικό έργο της Μάτσης σαν ένα συνεκτικό όλον, με όποια σειρά κι αν θέλει κανείς∙ γραμμικά, κυκλικά, ανάστροφα ή αντίστροφα. Η ποίηση αυτή αξίζει οπωσδήποτε σύγχρονες αναγνωστικές ανταποκρίσεις.