Εποχές και συγγραφείς: Μάτση Χατζηλαζάρου

Εποχές και συγγραφείς: Μάτση Χατζηλαζάρου

(Το κείμενο της εκπομπής)

 

Η Μα­ρία-Λου­κία (Μά­τση) Χα­τζη­λα­ζά­ρου γεν­νή­θη­κε στις 17 Ια­νουα­ρί­ου του 1914 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Η μα­κε­δο­νι­κής κα­τα­γω­γής οι­κο­γέ­νειά της, από το χω­ριό Γραμ­μα­τι­κό του Βερ­μί­ου (Γραμ­μα­τί­κο­βο), υπήρ­ξε μία από τις πλέ­ον εύ­ρω­στες οι­κο­νο­μι­κά και ση­μαί­νου­σες κοι­νω­νι­κά οι­κο­γέ­νειες της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Η δρά­ση της οι­κο­γέ­νειας στην πό­λη, στην οποία εγκα­τα­στά­θη­κε πε­ρί τα μέ­σα του 19ου αιώ­να, υπήρ­ξε έντο­νη και ποι­κί­λη. Τό­σο ο παπ­πούς της, Πε­ρι­κλής, όσο και ο πα­τέ­ρας της, Κλέ­ων, διε­τέ­λε­σαν πρό­ξε­νοι των ΗΠΑ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, διέ­θε­ταν με­γά­λη κτη­μα­τι­κή πε­ριου­σία (τσι­φλί­κια) σε πε­ριο­χές της Μα­κε­δο­νί­ας, ίδρυ­σαν και λει­τουρ­γού­σαν με­γά­λες κλω­στο­ϋ­φα­ντι­κές μο­νά­δες στη Νά­ου­σα, τα με­τέ­πει­τα Κλω­στή­ρια Να­ού­σης, κα­τεί­χαν αρ­χο­ντι­κά σπί­τια στην ανα­το­λι­κή πλευ­ρά της πό­λης πλη­σί­ον της Λε­ω­φό­ρου Εξο­χών και δια­τη­ρού­σαν στε­νές σχέ­σεις με τη βα­σι­λι­κή οι­κο­γέ­νεια της Ελ­λά­δας∙ ο βα­σι­λιάς Γε­ώρ­γιος διέ­με­νε στο σπί­τι του Πε­ρι­κλή, όταν ήρ­θε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη με την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πό­λης και στο σπί­τι αυ­τό εκτέ­θη­κε η σω­ρός του για λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα όταν δο­λο­φο­νή­θη­κε στις 18.3.1913. Αντί­στοι­χα, ο διά­δο­χος, και με­τέ­πει­τα νο­νός της Μά­τσης, Κων­στα­ντί­νος, διέ­με­νε στο σπί­τι του Κλέ­ω­να. Ο Κλέ­ων Χα­τζη­λά­ζα­ρος υπήρ­ξε συν­διευ­θυ­ντής του υπο­κα­τα­στή­μα­τος της Τρά­πε­ζας της Ανα­το­λής, εί­χε συν­δρά­μει οι­κο­νο­μι­κά και έμπρα­κτα στην προ­ώ­θη­ση των ελ­λη­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων στη Μα­κε­δο­νία από τις αρ­χές του 20ού αιώ­να και με­τά την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πό­λης διε­τέ­λε­σε πρώ­τος πρό­ε­δρος του Συν­δέ­σμου Βιο­μη­χά­νων Μα­κε­δο­νί­ας ενώ πρω­το­στά­τη­σε και στην ίδρυ­ση το­πι­κού τμή­μα­τος του Ερυ­θρού Σταυ­ρού και νο­σο­κο­μεί­ου στην πό­λη.
Το 1917 όμως, με την επι­κρά­τη­ση του Βε­νι­ζέ­λου και τη συμ­με­το­χή της Ελ­λά­δας στον Α’ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο, ο Κλέ­ων στα­δια­κά χά­νει τις θέ­σεις ευ­θύ­νης που κα­τεί­χε και η οι­κο­γέ­νεια τμή­μα των πε­ριου­σια­κών της στοι­χεί­ων. Οι ανα­γκα­στι­κές απαλ­λο­τριώ­σεις γης κα­θώς και εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα (λό­γω των οι­κο­νο­μι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων της δεύ­τε­ρης συ­ζύ­γου του πα­τέ­ρα του, Πε­ρι­κλή) οδη­γούν τον Κλέ­ω­να στην από­φα­ση να εγκα­τα­λεί­ψει την πό­λη. Για δύο χρό­νια η οι­κο­γέ­νεια δια­μέ­νει στο εξω­τε­ρι­κό (Ιτα­λία, Γαλ­λία) και έπει­τα από ένα σύ­ντο­μο διά­στη­μα επι­στρο­φής στη Θεσ­σα­λο­νί­κη η οι­κο­γέ­νεια το 1921 επι­λέ­γει την Αθή­να ως τό­πο δια­μο­νής.

στο βά­θος εί­μαι ένας άν­θρω­πος τρί­γλωσ­σος σε όλη μου τη ζωή. Για­τί ο πα­τέ­ρας μου ήτα­νε μι­σό αμε­ρι­κά­νος, τό­σο ώστε, όταν ήταν να με κα­τσα­διά­σει, με φώ­να­ζε και με μά­λω­νε αγ­γλι­κά πά­ντο­τε· γαλ­λι­κά μι­λού­σα από παι­δί για­τί έτσι ήτα­νε σπί­τι μου, έ και ελ­λη­νι­κά… και μά­λι­στα εί­χα μά­θει και ιτα­λι­κά, η πρώ­τη γλώσ­σα που έμα­θα ήτα­νε ιτα­λι­κά, τα οποία ξέ­χα­σα, αλ­λά­ζο­ντας γλώσ­σες  (Χα­τζη­λα­ζά­ρου 1984)

Στην Αθή­να, αν και ο Κλέ­ων συ­νε­χί­ζει τις οι­κο­νο­μι­κές και εμπο­ρι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, κα­θώς και τις σχέ­σεις του με τη βα­σι­λι­κή οι­κο­γέ­νεια, στα­δια­κά οδη­γεί­ται στην οι­κο­νο­μι­κή κα­τα­στρο­φή και λό­γω της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης του 1929-1931. Εθι­σμέ­νος τό­σο ο ίδιος, αρ­χι­κά λό­γω προ­βλη­μά­των υγεί­ας, όσο και η μη­τέ­ρα τής Μά­τσης, Βιρ­γι­νία, στη μορ­φί­νη, χά­νουν και οι δύο τη ζωή τους από αυ­τή το 1934.
Η Μά­τση βιώ­νει όλα τα πα­ρα­πά­νω στην κρί­σι­μη παι­δι­κή και εφη­βι­κή της ηλι­κία. Με­γα­λω­μέ­νη σε ένα, του­λά­χι­στον, τρί­γλωσ­σο πε­ρι­βάλ­λον κο­σμο­πο­λι­τι­σμού με συ­χνές με­τα­κι­νή­σεις σε πό­λεις και χώ­ρες (η οι­κο­γέ­νεια πραγ­μα­το­ποιεί τα­ξί­δια στην κε­ντρι­κή και βό­ρεια Ευ­ρώ­πη και κα­τά το διά­στη­μα πα­ρα­μο­νής της στην Αθή­να), με έντο­νη κοι­νω­νι­κή και κο­σμι­κή ζωή στα πρώ­τα χρό­νια της εφη­βεί­ας της, έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη με τη στα­δια­κή κοι­νω­νι­κή, οι­κο­νο­μι­κή και εν τέ­λει βιο­λο­γι­κή πα­ρακ­μή της οι­κο­γέ­νειας. Η Μά­τση στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’30, για λό­γους βιο­πο­ρι­σμού, ερ­γά­ζε­ται στο κα­τά­στη­μα Λαϊ­κών Τε­χνών του Κα­ρα­πά­νου, επί της οδού Αμα­λί­ας και Όθω­νος, και το 1931 σε ηλι­κία 18 ετών πα­ντρεύ­ε­ται τον βα­βα­ρι­κής κα­τα­γω­γής Καρλ Σούρ­μαν, αδελ­φό της φί­λης της Καί­της Σούρ­μαν-Βα­σι­λειά­δη. Ο γά­μος αυ­τός δεν κρα­τά­ει πο­λύ. Το 1937 εκ­δί­δε­ται το δια­ζευ­κτή­ριο του γά­μου της και την ίδια χρο­νιά πα­ντρεύ­ε­ται τον γε­ω­πό­νο και αρ­χι­τέ­κτο­να κή­πων Σπύ­ρο Τσα­ού­ση. Όμως ού­τε και ο δεύ­τε­ρος γά­μος της διαρ­κεί πο­λύ. Την επό­με­νη χρο­νιά κι­νεί τις δια­δι­κα­σί­ες έκ­δο­σης δια­ζυ­γί­ου. Η Μά­τση ανα­ζη­τά λύ­σεις στα προ­βλή­μα­τά της κα­τα­φεύ­γο­ντας στην νέα επι­στή­μη που τό­τε εμ­φα­νι­ζό­ταν στην Ελ­λά­δα: την ψυ­χα­νά­λυ­ση. Ει­ση­γη­τής της ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, γό­νος πα­λαιάς εφο­πλι­στι­κής οι­κο­γέ­νειας από την Άν­δρο, ο οποί­ος εί­χε μα­θη­τεύ­σει στο Πα­ρί­σι πλάι στον René Laforgue. Το 1933 στο Πα­ρί­σι ο Εμπει­ρί­κος, με τη με­σο­λά­βη­ση του ψυ­χα­να­λυ­τή Jean Frois-Wittmann γνω­ρί­ζε­ται με τον Μπρε­τόν και συμ­με­τέ­χει στις κα­θη­με­ρι­νές συ­να­ντή­σεις των υπερ­ρε­α­λι­στών στην Place Blanche. Το 1935, με την διά­λε­ξή του «Πε­ρί Σου­ρε­α­λι­σμού» στην αί­θου­σα Ατε­λιέ της Λέ­σχης Καλ­λι­τε­χνών και την έκ­δο­ση της ποι­η­τι­κής του συλ­λο­γής Υψι­κά­μι­νος εμ­φα­νί­ζε­ται ο υπερ­ρε­α­λι­σμός στην Ελ­λά­δα. 
Η συ­νά­ντη­ση Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου και Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου θα οδη­γή­σει στη σύ­να­ψη ερω­τι­κών σχέ­σε­ων και στη συ­νέ­χεια σε γά­μο. 


Γή­πε­δον

Στη Μάτση

Ήσουν σαν μια σι­γή που την δια­πε­ρά ο άνε­μος. Το τραύ­μα σου όμως, το εί­χα επου­λώ­σει και οι λέ­ξεις που λέ­γα­με, μας πλη­σιά­σα­νε τό­σο, που η σι­γή και το διά­κε­νο των ημε­ρών πριν γνω­ρι­σθού­με, χά­θη­καν ολο­τέ­λως. Στο γή­πε­δο της συ­να­ντή­σε­ώς μας, που έγι­νε γή­πε­δο της αγά­πης μας, δεν γειτ­νιά­ζουν άλ­λοι. Εί­σαι κα­λή και η καλ­λο­νή σου υπερ­βαί­νει τα όρια της πο­λι­τεί­ας, και φθά­νει ίσα­με τα κρά­σπε­δα της χθε­σι­νής σου μο­να­ξιάς, που την κα­τέ­λυ­σες εσύ. Ναι, στο γή­πε­δον αυ­τό, δεν γειτ­νιά­ζουν άλ­λοι. Εί­μαι κο­ντά σου εγώ και μέ­νω μέ­σ’ στις ελ­πί­δες σου, όπως μέ­νεις εσύ στα βλέ­φα­ρά μου, όταν κοι­μά­μαι. Οι λέ­ξεις των άλ­λων δεν έχουν ση­μα­σία, για­τί χά­σαν το ύφος που εί­χα­νε πριν γνω­ρι­σθού­με, και τα πρό­σω­πα των άλ­λων ήρ­χι­σαν να μοιά­ζουν με ξέ­να πρό­σω­πα, άγνω­στα σε μέ­να και, ίσως, και σε σέ­να. Ωστό­σο τι πει­ρά­ζει. Το κέ­λυ­φος του πα­ρελ­θό­ντος έσπα­σε, και βγή­κες εσύ, γιο­μά­τη, ορι­στι­κή και με βε­λού­δο που άφη­νε ημί­γυ­μνο το στή­θος σου. Γι’ αυ­τό, τού­το το γή­πε­δον, δεν θα το λη­σμο­νή­σω πο­τέ∙ θα το αγο­ρά­σω, και πο­τέ δεν θα το που­λή­σω. […]

Αγά­πη μου, σε αγα­πώ, και θά­ναι το τα­ξεί­δι μας, σαν ανοι­ξιά­τι­κη πο­μπή των μύ­ρων. (Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος)

Το αφιε­ρω­μέ­νο στη Μά­τση «Γή­πε­δον», γραμ­μέ­νο από τον Εμπει­ρί­κο στην έναρ­ξη της σχέ­σης του με τη Χα­τζη­λα­ζά­ρου, δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1960 στη συλ­λο­γή Γρα­πτά ή Προ­σω­πι­κή Μυ­θο­λο­γία. Το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι πως ολό­κλη­ρη η συλ­λο­γή ήταν αφιε­ρω­μέ­νη στη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο του Εμπει­ρί­κου, τη Βι­βί­κα Ζή­ση. Στην ίδια συλ­λο­γή βρί­σκου­με επί­σης το αφιε­ρω­μέ­νο στη Μά­τση κεί­με­νο με τον τί­τλο «Τό­πος Το­πί­ου». Η πα­ρου­σία όμως της Μά­τσης στο έρ­γο του Εμπει­ρί­κου δεν εντο­πί­ζε­ται μό­νο σε αφιε­ρώ­σεις στο πε­ρι­κεί­με­νο των ποι­η­μά­των. Η Μά­τση εμ­φα­νί­ζε­ται ως πρό­σω­πο μέ­σα στο λο­γο­τε­χνι­κό σύ­μπαν κει­μέ­νων του Εμπει­ρί­κου, π.χ., στα ανέκ­δο­τα έως πρό­σφα­τα κεί­με­να «Τα τε­κται­νό­με­να», «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βί­ω­σι­ςτων στί­χων», «Μή­τρος Τρα­γα­νάς»· η πα­ρου­σία της, μο­λο­νό­τι δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται ρη­τά, μπο­ρεί να ανι­χνευ­θεί και σε άλ­λα κεί­με­να του Εμπει­ρί­κου, όπως για πα­ρά­δειγ­μα σε τρία ποι­ή­μα­τα που έχει γρά­ψει στα γαλ­λι­κά το διά­στη­μα 1938-1941, ενώ εμ­φα­νί­ζε­ται και στις ημε­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές του Εμπει­ρί­κου.

31/8/1939

Η Μά­τση που ήλ­πι­ζε ακό­μη προ ολί­γων ακό­μη ημε­ρών πως την τε­λευ­ταία στιγ­μή θα συ­νέ­βαι­νε κά­τι που θα έσω­ζε την ει­ρή­νη δεν ελ­πί­ζει πλέ­ον. Λέ­γει πως εάν πάω στρα­τιώ­της θα γί­νει νο­σο­κό­μος και θα προ­σπα­θή­σει να το­πο­θε­τη­θή στη Θεσ­σα­λο­νί­κη για να εί­ναι πιο κο­ντά σε μέ­να. Ήμουν πο­λύ συ­γκι­νη­μέ­νος απ’ τα λό­για της αυ­τά και ξέ­χα­σα να της πω πως δεν εί­μαι στρα­τιώ­της μα ναύ­της. Μα­τσά­κι μου δεν ξέ­ρεις πό­σο σε αγα­πώ.

Από τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο η Μά­τση μυ­εί­ται στον κό­σμο της ποί­η­σης και του υπερ­ρε­α­λι­σμού. Η Μά­τση προ­φα­νώς γοη­τεύ­ε­ται από τον υπερ­ρε­α­λι­σμό, κα­θώς βρί­σκει σε αυ­τόν πολ­λά από αυ­τά που ανα­ζη­τού­σε στην έως τό­τε πο­ρεία της: την αλη­θι­νή ου­σία της ζω­ής πέ­ρα από τους φραγ­μούς της συμ­βα­τι­κής λο­γι­κής, την ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση των αν­θρώ­πων χω­ρίς τη δια­στρέ­βλω­ση της λο­γι­κής, τη ση­μα­σία των με­γά­λων και ρο­μα­ντι­κών ερώ­των. Πα­ράλ­λη­λα πει­ρα­μα­τί­ζε­ται με τη γρα­φή και τις τε­χνι­κές του αυ­το­μα­τι­σμού.

Κα­τά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής η Μά­τση με τον Εμπει­ρί­κο συ­νε­χί­ζουν να συ­να­ντιού­νται με άλ­λους νέ­ους στην ηλι­κία και νε­ω­τε­ρι­κούς στις ανα­ζη­τή­σεις τους δια­νο­ού­με­νους και λο­γο­τέ­χνες στα καλ­λι­τε­χνι­κά στέ­κια της επο­χής ενώ συ­νέ­χι­ζαν και οι τα­κτι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις ποι­η­τών και καλ­λι­τε­χνών τις Πέμ­πτες στο σπί­τι του Εμπει­ρί­κου:

Εί­χα­με άλ­λω­στε τώ­ρα, για τις βρα­δι­νές ώρες, απο­κτή­σει ένα άλ­λο κα­τα­φύ­γιο, το και­νού­ριο σπί­τι του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου στην οδό Γε­ωρ­γί­ου Αι­νιά­νος. Οι τα­κτι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις της Πέμ­πτης, που κρα­τή­σα­νε σ’ όλο το διά­στη­μα της Κα­το­χής, και ακό­μη –αλ­λά όχι με την ίδια ζω­η­ρό­τη­τα- με­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, έμει­ναν ιστο­ρι­κές. Αρ­χί­σα­νε, όπως όλα τα πράγ­μα­τα που δεν τα προ­σχε­διά­ζει κα­νείς, από δυο-τρεις φί­λους, για να φτά­σουν να συ­μπε­ρι­λά­βουν, κα­τά το τέ­λος της Κα­το­χής, έναν ευ­ρύ­τα­το κύ­κλο απ’ όλες τις γε­νιές κι απ’ όλες τις πα­ρα­τά­ξεις, όλους εκεί­νους που, ανε­ξάρ­τη­τα από ηλι­κία ή πο­λι­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση, εν­νο­ού­σαν, πριν απ’ όλα, να μεί­νουν άν­θρω­ποι ελεύ­θε­ροι με τη βα­θύ­τε­ρη και τη σω­στή ση­μα­σία του όρου.
Εκεί δια­βά­στη­καν για πρώ­τη φο­ρά η Αμορ­γός του Νί­κου Γκά­τσου, ο Μπο­λι­βάρ του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου, η Ursa minor του Τά­κη Πα­πα­τζώ­νη, του Αντώ­νιου Βου­σβού­νη ο Άγιος Αντώ­νιος, τα ποι­ή­μα­τα του Νά­νου Βα­λα­ω­ρί­τη, της Μά­τσης Αν­δρέ­ου, του αδι­κο­σκο­τω­μέ­νου, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, Κί­τσου Μαλ­τέ­ζου-Μα­κρυ­γιάν­νη, και πολ­λών άλ­λων νέ­ων. […]

Το ηθι­κό μας ήταν ευ­τυ­χώς ακ­μαίο και το χιού­μορ δεν έλει­πε […]
Κι ας πα’ να λέ­γα­νε οι ηθι­κο­λό­γοι –θα έπρε­πε να πω: οι στε­νο­κέ­φα­λοι– ότι ήταν ντρο­πή, τη στιγ­μή που οι άλ­λοι πει­νού­σαν ή σκο­τώ­νο­νταν, εμείς να δια­σκε­δά­ζου­με. Από μας του ίδιους που «δια­σκε­δά­ζα­με» οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πει­νού­σαν ή σκο­τώ­νο­νταν τις νύ­χτες κρυ­φά, χω­ρίς να το κά­νουν πο­τέ μπαϊ­ρά­κι τους.
(Ελύ­της, 1987)

Το 1944 και ενώ η Μά­τση εί­χε ήδη εγκα­τα­λεί­ψει τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο για να ζή­σει με τον νε­ό­τε­ρό της ποι­η­τή Αν­δρέα Κα­μπά, κυ­κλο­φο­ρεί με το ψευ­δώ­νυ­μο Μά­τση Αν­δρέ­ου η πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης, αφιε­ρω­μέ­νη στον Αν­δρέα.

«Κι όλοι ρω­τού­σαν ποιον εν­νο­εί. Τον Εμπει­ρί­κο που άφη­νε ή τον Κα­μπά που ακο­λου­θού­σε». (Χα­τζι­δά­κις, 1988)

Σή­με­ρα εί­ναι σα­φές πως ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος εί­ναι ο Αν­δρέ­ας της αφιέ­ρω­σης, όχι μό­νο για­τί το δή­λω­σε η ίδια σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα σε συ­νέ­ντευ­ξή της, αλ­λά και για­τί στο αρ­χείο της βρέ­θη­κε χει­ρό­γρα­φο των ποι­η­μά­των της από τα χρό­νια συμ­βί­ω­σής της με τον Εμπει­ρί­κο, στο οποίο υπάρ­χει ήδη η ίδια αφιέ­ρω­ση· άλ­λω­στε και ο τρό­πος γρα­φής των ποι­η­μά­των πα­ρα­πέ­μπει στην ποι­η­τι­κή γρα­φή του Εμπει­ρί­κου. Η αφιέ­ρω­ση έχει προ­σω­πι­κό και ιδιω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ο απο­δέ­κτης της γνω­ρί­ζει σε ποιον ανα­φέ­ρε­ται και για ποιους λό­γους έγι­νε αυ­τή η αφιέ­ρω­ση. Εάν δι­νό­ταν επε­ξή­γη­ση στο όνο­μα του απο­δέ­κτη της αφιέ­ρω­σης, τού­το θα ήταν μια υπο­χώ­ρη­ση προς τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις, μια τυ­πι­κή διευ­κρι­νι­στι­κή πρά­ξη προς τρί­τους, όμως στο γή­πε­δο της συ­να­ντή­σε­ώς [τους], που έγι­νε γή­πε­δο της αγά­πης [τους], δεν γειτ­νιά­ζουν άλ­λοι.

Όταν εγώ έγρα­φα το Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης οι με­γα­λύ­τε­ροί μου, με θε­ω­ρού­σαν τε­λεί­ως ανή­θι­κη. […]
Ήταν τα χρό­νια του πο­λέ­μου. Το να ομο­λο­γείς τον έρω­τά σου για έναν άντρα, με τον δι­κό μου άγνω­στο τρό­πο, θε­ω­ρεί­το πο­λύ ανή­θι­κο.
Ήταν κά­ποιος γνω­στός γερ­μα­νό­φι­λος κρι­τι­κός στις εφη­με­ρί­δες που ζη­τού­σε να κά­ψουν το βι­βλίο μου, λί­γο πριν τε­λειώ­σει η κα­το­χή.
Ήθε­λα να γρά­ψω για ένα εν­θου­σια­σμό φυ­σι­κό και σαρ­κι­κό, ήθε­λα να σπά­σω τα κα­θιε­ρω­μέ­να –αλ­λά ξέ­ρε­τε αυ­τό εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό για τον κα­θέ­να […] Εκτός της θρη­σκεί­ας (που δεν έχω ιδιαί­τε­ρη επα­φή) εκτός της θρη­σκεί­ας και του έρω­τα, δεν βρί­σκω τι άλ­λο θα μπο­ρού­σε να κά­νει ένας άν­θρω­πος. (Χα­τζη­λα­ζά­ρου,1986)

Γεν­νή­θη­κε δεν ξέ­ρω πού. Έζη­σε, όπως κι εγώ, στην Κα­το­χή. Κι έφυ­γε από την Ελ­λά­δα, λί­γο με­τά το τέ­λος του πο­λέ­μου. Χά­θη­κε μες στην κα­τε­στρα­μέ­νη Ευ­ρώ­πη — τό­τες που η Ελ­λά­δα ήταν Ελ­λά­δα και η Ευ­ρώ­πη, Ευ­ρώ­πη. Χά­θη­κε… που λέ­ει ο λό­γος. Για­τί τα αλη­θι­νά κο­ρί­τσια, δεν χά­νο­νται πο­τέ. Δεν τ’ αρ­πά­ζει ο και­ρός. Ξα­νάρ­χο­νται με τη μορ­φή βι­βλί­ων, προ­σευ­χών και τρα­γου­διών. (Μά­νος Χα­τζι­δά­κις)

Στα μέ­σα του 1945, και μέ­σα στην έκρυθ­μη κα­τά­στα­ση που βί­ω­νε η Ελ­λά­δα έπει­τα από τα Δε­κεμ­βρια­νά του 1944, εκ­δη­λώ­θη­κε η πρω­το­βου­λία του διευ­θυ­ντή του Γαλ­λι­κού Ιν­στι­τού­του Αθη­νών Οκτάβ Μερ­λιέ να χο­ρη­γή­σει έναν ικα­νό αριθ­μό υπο­τρο­φιών σε Έλ­λη­νες σπου­δα­στές για τη Γαλ­λία. Η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, έπει­τα από τρεις γά­μους και έχο­ντας πε­ρά­σει τα τριά­ντα, μην έχο­ντας κά­νει εγκύ­κλιες σπου­δές, κα­θώς κα­τά τη συ­νή­θεια της επο­χής για τις εύ­πο­ρες οι­κο­γέ­νειες υπήρ­ξε κα­τ’ οί­κον δι­δα­χθεί­σα, υπέ­βαλ­λε αί­τη­ση χο­ρή­γη­σης υπο­τρο­φί­ας. Τις τρεις συ­στα­τι­κές επι­στο­λές που χρεια­ζό­ταν τις συ­ντάσ­σουν και τις υπο­γρά­φουν οι Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της και Τά­κης Πα­πα­τζώ­νης, οι οποί­οι και εκ­θειά­ζουν το ποι­η­τι­κό της τα­λέ­ντο, έτσι όπως αυ­τό εκ­δη­λώ­θη­κε στην πρώ­τη της συλ­λο­γή Μά­ης Ιού­νης και Νο­έμ­βρης, 1944.

Αθήνα, 16 Αυγούστου, 1945

Ο υπο­γε­γραμ­μέ­νος ΑΝΔΡΕ­ΑΣ ΕΜΠΕΙ­ΡΙ­ΚΟΣ (συγ­γρα­φέ­ας, ψυ­χα­να­λυ­τής) βε­βαιώ­νω ότι η κυ­ρία ΜΑΤΣΗ ΕΜΠΕΙ­ΡΙ­ΚΟΥ, το γέ­νος ΧΑΤΖΗ­ΛΑ­ΖΑ­ΡΟΥ, με το συγ­γρα­φι­κό ψευ­δώ­νυ­μο ΜΑΤΣΗ ΑΝΔΡΕ­ΟΥ, εί­ναι μια νε­α­ρά προι­κι­σμέ­νη με αδιαμ­φι­σβή­τη­τα τε­ρά­στιο ποι­η­τι­κό τα­λέ­ντο. Τα ποι­ή­μα­τά της μπο­ρούν να θε­ω­ρη­θούν μια κο­ρύ­φω­ση της γυ­ναι­κεί­ας ευαι­σθη­σί­ας, η οποία εκ­φρά­ζε­ται με τρό­πο εντε­λώς προ­σω­πι­κό, απο­λύ­τως πρω­τό­τυ­πο και πα­ρά­φο­ρο. Υπο­γραμ­μί­ζω, ανε­πι­φύ­λα­κτα, ότι θε­ω­ρώ την κυ­ρία Μά­τση Αν­δρέ­ου τη με­γα­λύ­τε­ρη Ελ­λη­νί­δα ποι­ή­τρια. Επι­προ­σθέ­τως, εί­μαι βέ­βαιος ότι η γοη­τευ­τι­κή αυ­τή νε­α­ρή κο­πέ­λα μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει τις κα­λύ­τε­ρες υπη­ρε­σί­ες στην υπό­θε­ση του βα­θιά αν­θρώ­πι­νου και αν­θρω­πι­στι­κού πο­λι­τι­σμού της Γαλ­λί­ας, ο οποί­ος, πε­ρισ­σό­τε­ρο από ό,τι σε οποια­δή­πο­τε άλ­λη χώ­ρα, αντη­χεί και πάλ­λε­ται στην Ελ­λά­δα, αυ­τή τη χώ­ρα την τό­σο κο­ντι­νή πνευ­μα­τι­κά και ηθι­κά στη δι­κή σας.

Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος
[μτ­φρ. Τι­τί­κα Δη­μη­τρού­λια]

H κάρ­τα ει­σό­δου της Μ.Χ. («Εμπει­ρί­κου») στο εστια­τό­ριο της πα­ρι­σι­νής πα­νε­πι­στη­μιού­πο­λης

Όταν στη δια­δι­κα­σία της συ­νέ­ντευ­ξης ρώ­τη­σαν τη Μά­τση για το λό­γο που επι­θυ­μεί να πά­ει στο Πα­ρί­σι, εκεί­νη απά­ντη­σε πως «θέ­λω απλώς να δω και ν’ αγ­γί­ξω με το χέ­ρι μου έναν Μα­τίς κι έναν Πι­κα­σό». Στην έν­στα­ση που προ­βά­λα­νε στην επι­τρο­πή πως «ξέ­ρε­τε, η Ελ­λάς τώ­ρα με­τά τον πό­λε­μο έχει ανά­γκη από γε­ω­πό­νους, από μη­χα­νι­κούς, από αρ­χι­τέ­κτο­νες» απά­ντη­σε πως «ναι, αλ­λά νο­μί­ζω ότι έχει ανά­γκη και από ορι­σμέ­νους αν­θρώ­πους ή ποι­η­τές ή αν­θρώ­πους της τέ­χνης να πά­νε να δουν και πα­ρα­ό­ξω…». Η Μά­τση υπο­θέ­τει ότι έλα­βε την υπο­τρο­φία και λό­γω της απά­ντη­σης αυ­τής.

Στις 21 Δε­κεμ­βρί­ου του 1945, και έπει­τα από συ­νε­χείς μα­ταιώ­σεις που γεν­νού­σαν ποι­κί­λα αι­σθή­μα­τα αδη­μο­νί­ας, αγω­νί­ας και μα­ταί­ω­σης στους υπο­τρό­φους, κα­τέ­πλευ­σε το νε­ο­ζη­λαν­δέ­ζι­κο οπλι­τα­γω­γό πλοίο «Μα­τα­ρόα» (που στα πο­λυ­νη­σια­κά ση­μαί­νει «η γυ­ναί­κα με τα με­γά­λα μά­τια») και στις 22 Δε­κεμ­βρί­ου το πλοίο ανα­χώ­ρη­σε για Ιτα­λία. Πρό­κει­ται για τη μα­ζι­κό­τε­ρη φυ­γή νε­α­ρών Ελ­λή­νων επι­στη­μό­νων και καλ­λι­τε­χνών εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο. Το τα­ξί­δι του «Μα­τα­ρόα» υπήρ­ξε κα­τά τον Κορ­νή­λιο Κα­στο­ριά­δη, υπό­τρο­φου του Ιν­στι­τού­του και επι­βά­τη του πλοί­ου, «ένα ιστο­ρι­κό γε­γο­νός στην πο­ρεία της νε­ό­τε­ρης Ελ­λά­δας, που κά­πο­τε θα πρέ­πει να γρα­φτεί…». Στο πλοίο, εκτός των υπο­τρό­φων του Ιν­στι­τού­του, επι­βαί­νουν και αρ­κε­τοί άλ­λοι νέ­οι επι­στή­μο­νες και καλ­λι­τέ­χνες, οι οποί­οι έχο­ντας άμε­ση ή έμ­με­ση σχέ­ση με αυ­τό ακο­λου­θούν με δι­κά τους έξο­δα. Όλοι αυ­τοί θα έχουν άσυ­λο και πλή­ρη φοι­τη­τι­κά δι­καιώ­μα­τα, δι­καί­ω­μα συμ­με­το­χής στην Πα­νε­πι­στη­μιού­πο­λη και δι­καί­ω­μα ερ­γα­σί­ας στη Γαλ­λία. Στο πλοίο, με­τα­ξύ άλ­λων επι­βαί­νουν οι συγ­γρα­φείς Μι­μί­κα Κρα­νά­κη και Έλ­λη Αλε­ξί­ου, οι φι­λό­σο­φοι Κώ­στας Πα­παϊ­ω­άν­νου και Κώ­στας Αξε­λός, ο γλύ­πτης Μέ­μος Μα­κρής, η ει­κα­στι­κός Νέλ­λη Αν­δρι­κο­πού­λου, ο κι­νη­μα­το­γρα­φι­στής Μά­νος Ζα­χα­ρί­ας, ο ιστο­ρι­κός Νί­κος Σβο­ρώ­νος, ο φι­λό­λο­γος Εμ­μα­νου­ήλ Κρια­ράς, και πολ­λοί άλ­λοι. Ανά­με­σα στους επι­βά­τες του «Μα­τα­ρόα» ήταν επί­σης ο Σπύ­ρος Τσα­ού­σης, δεύ­τε­ρος σύ­ζυ­γος της Μά­τσης, ο τό­τε σύ­ντρο­φός της και πολ­λά υπο­σχό­με­νος ποι­η­τής Αν­δρέ­ας Κα­μπάς και η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου.


5-1-46

Αγα­πη­τέ μου Αντρέα,

Εφθά­σα­με.
Νο­μί­ζω ότι εφθά­σα­με στις 30 Δε­κεμ­βρί­ου τα με­σά­νυ­χτα. Η τα­λαι­πω­ρία στα τραί­να τα ιτα­λι­κά δεν πε­ρι­γρά­φε­ται – ας εί­ναι! Από τον Τά­ρα­ντο και πέ­ρα, εγώ του­λά­χι­στον, ετα­ξί­δευα σα μέ­σα σ’ έναν εφιάλ­τη, έχο­ντας χά­σει κά­θε ελ­πί­δα ότι θα δω πο­τέ το Πα­ρί­σι.
Τώ­ρα για δω τι να σου πω; Εί­μαι ακό­μη τε­λεί­ως σα­στι­σμέ­νη, ζω έναν και­νούρ­γιο έρω­τα με το Πα­ρί­σι, χω­ρίς να ’χω ακό­μη προ­σαρ­μο­στεί στον ρυθ­μό και στην ατμό­σφαι­ρα του και­νούρ­γιου ερα­στή. Πο­τέ δε φα­ντα­ζό­μου­να ότι μια πό­λις, ότι ο πο­λι­τι­σμός και η πα­ρά­δο­ση, και το πνεύ­μα, θα μπο­ρού­σα­νε να με ανα­στα­τώ­σουν έτσι. Εί­μαι έκ­θαμ­βη [….]
Πρέ­πει να σου πω όμως ότι φαί­νε­ται πως το Πα­ρί­σι έχει τρο­με­ρά αλ­λά­ξει. Στις 12 μ.μ. το Metro στα­μα­τά­ει και όλα τα κέ­ντρα κλεί­νου­νε από τις 10 ½ διά λό­γους πε­ριο­ρι­σμού ηλε­κτρι­κού. Τα φα­γώ­σι­μα εί­ναι φρι­χτά εκτός αν πας στη μαύ­ρη αγο­ρά. Εμείς βέ­βαια ού­τε κα­τά διά­νοιαν να πά­με στη μαύ­ρη. Και τα θέ­α­τρα και τα concert πα­νά­κρι­βα. Αυ­το­κί­νη­τα ελά­χι­στα στους δρό­μους και απ’ ό,τι θυ­μά­μαι, τώ­ρα η πό­λις φαί­νε­ται μάλ­λον έρη­μη. Για να πά­ρεις τα­ξί να με­τα­φέ­ρεις κα­μιά βα­λί­τσα ανα­το­λι­κόν ζή­τη­μα. Αλ­λά αν έχεις σπί­τι ορ­γα­νω­μέ­νο μπο­ρείς να ζή­σεις από τα δελ­τία σου, τα οποία εί­ναι μεν ακρι­βά, αλ­λά δί­νου­νε απ’ όλα, από φρέ­σκο βού­τυ­ρο, έως κρα­σί, et fruits exotiques κ.τ.λ.!
Ζη­λεύω φρι­κτά για λο­γα­ρια­σμό της Ελ­λά­δας, την ορ­γά­νω­σή τους. Τώ­ρα αρ­χί­ζω και κα­τα­λα­βαί­νω ορι­σμέ­να από τα πρά­μα­τα που αγα­πάς στη Γαλ­λία. Εί­χες δί­κιο, δεν εί­ναι η όλη υπό­θε­σις verbalisme – υπάρ­χει πνεύ­μα. […]

                    Σε φι­λώ πο­λύ, πο­λύ gougouchaki μου
                       
Μά­τση

[Ετού­τος εί­ναι ο τό­πος της ζω­γρα­φι­κής]

Ετού­τος εί­ναι ο τό­πος της ζω­γρα­φι­κής
ετού­τος εί­ναι ο τό­πος της ποί­η­σης
Τα δέ­ντρα το χει­μώ­να εί­ναι γυ­μνά από τα φύλ­λα τους, μ’ από κά­θε κλα­ρί όλων των δέ­ντρων στους με­γά­λους δρό­μους και στα σο­κά­κια (στους μι­κρούς) και στις πλα­τεί­ες φυ­τρώ­νει μία ρεμ­βα­στι­κή ποί­η­ση χλω­ρή, αν και εί­ναι τό­σο κρύ­ος ο χει­μώ­νας
Τα σπί­τια εί­ναι μαυ­ρι­σμέ­να απ’ όλες τις σκιές

Με κυ­νη­γά­ει ο τό­πος μου

Με κυ­νη­γά­ει ο τό­πος μου
εδώ
στην πό­λη της ζω­γρα­φι­κής
εδώ, που τον χει­μώ­να
από κά­θε κλα­ρί δέ­ντρου στη λε­ω­φό­ρο, στα δρο­μά­κια, στις πλα­τεί­ες
φυ­τρώ­νει μια ποί­η­ση λί­γο ρεμ­βα­στι­κή
εδώ που οι πέ­τρες

εί­ναι κλή­μα­τα
τα τσα­μπιά τα εί­δα

Μα εμέ­να με κυ­νη­γά­ει ο τό­πος μου
εμέ­να που δεν ξέ­ρω ν’ αγκα­λιά­σω
με κυ­νη­γά­ει το παι­δί
εκεί­νο που θα ’πρε­πε να ’χα γεν­νή­σει
αντί να κρύ­βου­μαι ξε­φεύ­γο­ντας μες σε τί­πο­τε ρά­φια μα­γα­ζιού, ή μες στον
Proust και τις aubépines
ίσως να με κυ­νη­γά­νε μά­λι­στα δυο τρία παι­διά
εμέ­να με κυ­νη­γά­ει ο Διό­νυ­σος
και στην Ελ­λά­δα μια φο­ρά
λί­γο έλει­ψε να με πιά­σει, στη Βάρ­κι­ζα
μα πο­τέ δεν μπό­ρε­σα να στα­θώ
να πω – να ’με εδώ θέ­λω να πά­ρεις
τον γυ­μνό εαυ­τό μου
εί­μαι ένα ρά­φι γω­νια­κό
ό,τι και ν’ ακου­μπή­σεις απά­νω μου
πέ­φτει

Άνοιξη 1946, Παρίσι

Κα­τά την πρα­κτι­κή της επο­χής, ο ει­ση­γη­τής του υπερ­ρε­α­λι­σμού στην Ελ­λά­δα και ψυ­χα­να­λυ­τής Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος εί­χε εφο­διά­σει τη Μά­τση με συ­στα­τι­κές επι­στο­λές για να έρ­θει σε επα­φή με πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους του Πα­ρι­σιού με τους οποί­ους δια­τη­ρού­σε ο ίδιος προ­σω­πι­κή σχέ­ση.

Ακό­μα δεν έχω με­τα­χει­ρι­στεί κα­νέ­να από τα γράμ­μα­τα που μού ’δω­σες, ού­τε και των αλ­λω­νών. Δεν έχω προς το πα­ρόν θέ­ση, μέ­σα μου, για κα­μιά αν­θρώ­πι­νη γνω­ρι­μία.
                        
Μά­τση 5-1-46

Πού να σου πω ότι γνώ­ρι­σα τον Tzara και τσα­κω­θή­κα­με από την πρώ­τη στιγ­μή αγρί­ως. Εκεί­νος με εί­πε σχε­δόν ταγ­μα­τα­λή­τισ­σα και collaboratrice και εγώ τον εί­πα πε­ρί­που ηλί­θιο και αφε­λή να πι­στεύ­ει κα­τά λέ­ξη την προ­πα­γάν­δα του Κ.Κ. Στο τέ­λος όταν κά­πως καλ­μά­ρα­με μου λέ­ει – «Έχω γνω­ρί­σει έναν συ­μπα­θέ­στα­το Έλ­λη­να, τον Εμπει­ρί­κο». «Μά­λι­στα» του λέω «πρώ­ην άντρας μου» «Ah oui?» με ύφος να λέ­ει «ε, τό­τε κυ­ρία μου ίσως να μην εί­στε και τό­σο φρι­κτή». Οπό­ταν πε­τιέ­ται ο Αντρέ­ας – «Justement les rouges ont faill il’assasiner!». Αλ­λά αυ­τό βέ­βαια έκα­νε πως δεν το άκου­σε. Πά­ντως μου ’πε όταν τον ξα­νά­δα να σου πω πολ­λά χαι­ρε­τί­σμα­τα.
Τι τα θέ­λεις Αντρέα μου, εγώ τρο­μά­ζω με όλα αυ­τά, βλέ­πω ότι όλοι εί­ναι πα­θια­σμέ­νοι και εντε­ταγ­μέ­νοι αρι­στε­ροί. Εμείς που δεν εί­μα­στε, τι πα­ρα­σταί­νου­με μες στην επο­χή μας; Τους Αλε­ξαν­δρι­νούς; Τους décadents; Όσο πά­ει η πο­λι­τι­κή μού γί­νε­ται πιο αδιά­φο­ρη και μι­ση­τή, όλο βρω­μιά και ψέ­μα­τα και ανη­θι­κό­της. Αλ­λά φαί­νε­ται ότι άμα έχεις πί­στη δε θα ερευ­νάς. Σε λί­γο όλοι οι καλ­λι­τέ­χνες θα κά­νου­νε μια ορι­σμέ­νη τέ­χνη, όπως άλ­λο­τε όλοι κά­να­νε χρι­στια­νι­κή τέ­χνη. Ευ­τυ­χώς που εμείς εί­μα­στε στο με­ταίχ­μιο κι έτσι προ­φταί­νω να εί­μαι με τους Αλε­ξαν­δρι­νούς.
[….] Έχω την πο­λι­τι­κή φούρ­κα και για έναν άλ­λο λό­γο – αι­σθά­νο­μαι πια­σμέ­νη στη φά­κα – για­τί τώ­ρα ξέ­ρω θε­τι­κά ότι αν πρέ­πει να ζή­σω όλη μου τη ζωή έξω από την Ελ­λά­δα θα αι­σθά­νου­μαι πά­ντα εξό­ρι­στη. Τι τα θέ­λεις, εγώ εί­μαι Ρω­μιά. Αλ­λά πά­λι δεν αντέ­χω ν’ αντι­με­τω­πί­σω πο­λι­τι­κές φουρ­τού­νες άλ­λες στον τό­πο μου.
Πέ­σ’ το αδυ­να­μία, δεν αντέ­χω. Ας εί­ναι! […]

Gougouchakis σ’ ευ­χα­ρι­στώ για τα χρό­νια πολ­λά – εί­σαι ο μό­νος που τα θυ­μή­θη­κε.
                        Μά­τση, 16-2-46

Από την πι­στο­λή συ­νά­γε­ται πως η Μά­τση συ­να­ντή­θη­κε με τον πρω­τερ­γά­τη του κι­νή­μα­τος του ντα­νταϊ­σμού Tristan Tzara στις πρώ­τες σα­ρά­ντα ημέ­ρες της δια­μο­νής της στο Πα­ρί­σι του­λά­χι­στον δύο φο­ρές και μά­λι­στα χω­ρίς να έχει κά­ποια συ­στα­τι­κή επι­στο­λή για τη γνω­ρι­μία αυ­τή. Συ­νά­γε­ται επί­σης η προ­σω­πι­κή σχέ­ση του Εμπει­ρί­κου με τον Tzara. Ο Τζα­ρά την επο­χή εκεί­νη εί­χε ανα­πτύ­ξει πο­λι­τι­κή δρά­ση, κα­θώς εί­χε συμ­με­τά­σχει στον ισπα­νι­κό εμ­φύ­λιο και τη γαλ­λι­κή αντί­στα­ση, υπήρ­ξε μέ­λος της Εθνο­συ­νέ­λευ­σης, ενώ τον επό­με­νο χρό­νο (1947) εντά­χθη­κε στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα. Η ανα­φο­ρά του Αντρέα (Κα­μπά) στους κομ­μου­νι­στές που πα­ρα­λί­γο να δο­λο­φο­νή­σουν τον Εμπει­ρί­κο εί­ναι ανα­φο­ρά στην ομη­ρία του ποι­η­τή, κα­θώς και χι­λιά­δων άλ­λων Αθη­ναί­ων, από τους αντάρ­τες της Πο­λι­το­φυ­λα­κής του ΕΛΑΣ (πρώ­ην ΟΠΛΑ), κα­τά την απα­γκί­στρω­ση του ΕΛΑΣ από την Αθή­να στα τέ­λη του Δε­κέμ­βρη του 1944. Ο Εμπει­ρί­κος κα­τά τη διάρ­κεια της πε­ζο­πο­ρί­ας των ομή­ρων προς τα Κρώ­ρα, όπου και θα­να­τώ­θη­καν πολ­λοί από τους ομή­ρους, κα­τόρ­θω­σε να δρα­πε­τεύ­σει.

Τώ­ρα πε­ρί Breton. Επή­γα με τους Dominguez με τους οποί­ους εί­μαι πο­λύ φί­λη στα Deux Magots, εκεί βα­σί­λευε σ’ ένα μα­κρύ, μα­κρύ, τρα­πέ­ζι ο Breton. Κά­τι το Σι­κε­λια­νι­κόν εις το ύφος. Μό­λις με συ­στή­σα­νε μου ρώ­τη­σε τι γί­νε­σαι, μου εί­πε ότι όλον τον πό­λε­μο σε σκε­πτό­τα­νε με με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον και φι­λία και ήτα­νε τό­σο ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος να ’χει επι­τέ­λους νέα σου. Του εί­πα όσα νέα σου μπο­ρού­σα να σκε­φθώ και εν ολί­γοις την κα­τά­στα­ση της φι­λο­λο­γί­ας στην Ελ­λά­δα, την επιρ­ροή του υπερ­ρε­α­λι­σμού κ.τ.λ. […] Πά­ντως ο Breton φαί­νε­ται τώ­ρα σε δύ­σκο­λη θέ­ση, έχει χά­σει όλα του τα κα­λύ­τε­ρα πα­λι­κά­ρια και ο ίδιος επει­δή δεν έζη­σε αυ­τόν τον πό­λε­μο μοιά­ζει σα να ’χει μεί­νει πί­σω σε κά­τι. Τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω ότι ο υπερ­ρε­α­λι­σμός ήτα­νε κά­τι πο­λύ σπου­δαιό­τε­ρο απ’ ό,τι φα­ντα­ζό­μου­να – ίσως πολ­λοί καλ­λι­τέ­χνες υπερ­ρε­α­λι­στές από τους κα­λύ­τε­ρους να μη το ’χου­νε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει οι ίδιοι. Άσχε­τα απ’ αυ­τά ο Breton τώ­ρα μου κά­νει την εντύ­πω­ση ενός κυ­ρί­ου που με­τα­χει­ρί­ζε­ται ένα αλ­φά­βη­το που του λεί­που­νε τρία γράμ­μα­τα. Ας εί­ναι – μπο­ρεί να τα ξα­νά­βρει. Εγώ εδή­λω­σα ότι δεν ξα­να­πάω στα Deux Magots να τον ξα­να­δώ, αν και ήτα­νε πλέ­ον ή ευ­γε­νής μα­ζί μου – διό­τι υπάρ­χει γύ­ρω του μια ατμό­σφαι­ρα αυ­λής και δου­λο­πρέ­πειας ασή­κω­τη. Αν τον γνω­ρί­σω και γί­νου­με φί­λοι – σε κα­νέ­να σπί­τι ή αλ­λιώς έχει κα­λώς –αλ­λά έτσι– τσου! Ξέ­χα­σα να σου πω βέ­βαια ότι μου εί­πε να σου με­τα­δώ­σω χαι­ρε­τι­σμούς και ότι πά­ντα σε σκε­πτό­τα­νε και σε σκέ­πτε­ται με με­γά­λη φι­λία και εκτί­μη­ση και εν­δια­φέ­ρον.
                                
Μά­τση, 1-9-46

Φαί­νε­ται πως η Μά­τση επε­δί­ω­ξε να συ­να­ντη­θεί με τον Μπρε­τόν μέ­σω του υπερ­ρε­α­λι­στή ζω­γρά­φου Όσκαρ Ντο­μίν­γκεζ, ο οποί­ος και τη σύ­στη­σε σε αυ­τόν, και να μη κά­νει χρή­ση της συ­στα­τι­κής επι­στο­λής με την οποία την εί­χε τρο­φο­δο­τή­σει ο Εμπει­ρί­κος. Η συ­νά­ντη­ση πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο γνω­στό κα­φέ Deux Magots, το καλ­λι­τε­χνι­κό στέ­κι των υπερ­ρε­α­λι­στών με­τά τον πό­λε­μο, στο Saint-Germain-des-Prés του Πα­ρι­σιού. Ο Μπρε­τόν απου­σί­α­ζε από το Πα­ρί­σι από τις 25 Μαρ­τί­ου 1941. Σε αυ­τά τα χρό­νια η υπερ­ρε­α­λι­στι­κή ομά­δα εί­χε απο­δυ­να­μω­θεί. Ο Tzara προ­βάλ­λει τον εαυ­τό του ως νέο ηγέ­τη και εκ­φρα­στή του υπερ­ρε­α­λι­σμού, ενώ πο­λε­μι­κή ενά­ντια στον υπερ­ρε­α­λι­σμό ασκεί­ται και από τους υπαρ­ξι­στές, από τον Σαρτρ, τον Κα­μύ αλ­λά και από ακα­δη­μαϊ­κούς κύ­κλους. Η Μά­τση, με τρό­πο άμε­σο και σα­φή (αλ­λά έτσι – τσου!). συ­μπυ­κνώ­νει τη στά­ση της απέ­να­ντι στην ατμό­σφαι­ρα αυ­λής και δου­λο­πρέ­πειας που συ­νά­ντη­σε πέ­ριξ του Μπρε­τόν. Επι­λέ­γει να μη συ­νε­χί­σει επα­φές με τον άν­θρω­πο που κι­νού­σε τα νή­μα­τα του υπερ­ρε­α­λι­σμού στη Γαλ­λία, επει­δή δεν την κα­λύ­πτει η πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα. Δεν αρ­νεί­ται τον Μπρε­τόν, αλ­λά θα προ­τι­μού­σε να τον συ­να­ντά σε άλ­λες πε­ρι­στά­σεις. Με το τσου η Μά­τση εκ­φρά­ζει την εν γέ­νει βιο­θε­ω­ρία της απέ­να­ντι στους συμ­βι­βα­σμούς και τις σκο­πι­μό­τη­τες που συ­να­ντώ­νται στη ζωή και την τέ­χνη.

Γνω­ρί­σα­με επί­σης κ’ έναν ανι­ψιό του Picasso, λέ­γε­ται XAVIER VILATÓ. Εί­δα δυο φο­ρές τα έρ­γα του, και μου φαί­νε­ται ότι έχει τε­ρά­στιο τα­λέ­ντο. Μοιά­ζει στο πρό­σω­πο πο­λύ με τα έρ­γα του θεί­ου του, και η ζω­γρα­φι­κή του βέ­βαια, εί­ναι πο­λύ επη­ρε­α­σμέ­νη από αυ­τόν. Έχου­με δει πολ­λούς Picassό­μι­μους αλ­λά τού­τος ο μι­κρός μου φαί­νε­ται άσχε­τα από αυ­τό – μάλ­λον malgré ça, πο­λύ γε­ρό τα­λέ­ντο· θα δού­με.
                                
Μά­τση, 26-4-46

Τώ­ρα PICASSO. Έκ­θε­ση στη Galerie Carré. Επή­γα –δυ­στυ­χώς μο­νά­χα τρεις φο­ρές. Πε­ρί­που εί­κο­σι πί­να­κες. Κά­θε ένας χω­ρι­στά ένας τε­λειω­μέ­νος κό­σμος μιας με­γα­λο­φυ­ΐ­ας. Εμέ­να μου φαί­νε­ται ότι αυ­τή η τε­λευ­ταία του φά­ση εκτός από την τε­λειό­τη­τα του μέ­σου έκ­φρα­σης εί­ναι και η πιο τρυ­φε­ρά αν­θρώ­πι­νη, η πιο ερω­τι­κή. Αντι­λή­φθη­κα ότι βρι­σκό­μου­να μπρος στο έρ­γο ενός génie. Εδώ εί­ναι η «κο­σμι­κή συ­νεί­δη­ση» αδρά, αντρί­κια, χω­ρίς φι­λο­λο­γί­ες, ξέ­ρεις ότι η γυ­ναί­κα που αγα­πά­ει δεν εί­ναι μο­νά­χα ένα πρό­σω­πο όπως νο­μί­ζου­με ότι το βλέ­που­με· και δε φο­βά­ται και ακο­λου­θεί τη σκέ­ψη του και τον οί­στρο του ως την τε­λευ­ταία του συ­νέ­πεια, το ξύ­λο δε της κα­ρέ­κλας απά­νω στο οποίο κά­θε­ται η γυ­ναί­κα μο­νά­χα που δε βγά­ζει κλω­να­ρά­κια και φύλ­λα. Επι­πλέ­ον δε η από­λυ­τη ηδο­νή και μα­ε­στρία της ζω­γρα­φι­κής για­τί ολό­κλη­ρη μια ζωή μά­χε­ται ταύ­ρος και ταυ­ρο­μά­χος.

Με πιά­νει πώς να σας πω; Ένα αί­σθη­μα ευ­γνω­μο­σύ­νης προς τον κό­σμο ότι υπάρ­χει Picasso και ότι εί­δα και βλέ­πω συ­νε­χώς το έρ­γο του.
                        
Μά­τση, 1-9-46

Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη πε­ρί­που ξε­κι­νά και η σχέ­ση της Μά­τσης με τον Xavier Vilato με τον οποίο θα ζή­σει στο Πα­ρί­σι τα επό­με­να οκτώ χρό­νια. Η πε­ρί­ο­δος της συμ­βί­ω­σης με τον Βι­λα­τό (1946-1954) υπήρ­ξε ιδιαι­τέ­ρως γό­νι­μη στην ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή της Μά­τσης. Το 1949 κυ­κλο­φό­ρη­σε η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή, και πρώ­τη γαλ­λό­φω­νη, με τί­τλο Cinq Fois στις εκ­δό­σεις του Guy Lévis Mano, εκ­δο­τι­κό οί­κο ο οποί­ος εξέ­δω­σε έρ­γα με­τα­ξύ άλ­λων και των Antonin Artaud, André Breton, Paul Eluard και Federico Garcίa Lorca. Το 1951 κυ­κλο­φο­ρεί από τον ίδιο εκ­δο­τι­κό οί­κο το Chants Populaires des Grecs, μια επι­λο­γή ελ­λη­νι­κών δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών σε δι­κή της με­τά­φρα­ση, ενώ την ίδια χρο­νιά, εκ­δό­θη­κε στην Αθή­να από τις εκ­δό­σεις Τε­τρά­διο η δεύ­τε­ρη ελ­λη­νό­γλωσ­ση συλ­λο­γή της με τί­τλο Κρυ­φο­χώ­ρι. Το 1954 κυ­κλο­φο­ρεί η αφιε­ρω­μέ­νη στον Βι­λα­τό συλ­λο­γή La Frange des Mots.

Η Μά­τση, λό­γω της σχέ­σης της με τον Vilato, θα μπει στον κύ­κλο του Ισπα­νού ζω­γρά­φου. Aπο­κτά στε­νή σχέ­ση με την σύ­ντρο­φο του Πι­κα­σό, την Françoise Gilot, με την οποία αλ­λη­λο­γρα­φεί από το 1948 έως και του­λά­χι­στον το 1961. Στο Αρ­χείο της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου βρί­σκο­νται δε­κά­δες φω­το­γρα­φί­ες της οι­κο­γέ­νειας του Πι­κα­σό σε κα­θη­με­ρι­νές στιγ­μές, αλ­λά και σχέ­δια της Gilot, που η τε­λευ­ταία τα εί­χε εσω­κλεί­σει μέ­σα στα γράμ­μα­τά της προς τη Μά­τση.

Εκεί [στο Πα­ρί­σι] έγι­να πο­λύ φί­λη με τον Βι­λα­τό και σ’ αυ­τό οφεί­λω ότι εί­δα από πο­λύ κο­ντά, όπως εί­χα ζη­τή­σει στο Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το, από πο­λύ κο­ντά τον Πι­κα­σό. Και όχι μό­νο εί­δα τον Πι­κα­σό από κο­ντά, αλ­λά μια μέ­ρα μας λέ­ει πά­με στο Σαιν Πωλ ντε Βανς. —Τι να κά­νου­με; —Να δού­με τον Μα­τίς. Κι έτσι εί­δα και τον Μα­τίς από κο­ντά, ο οποί­ος ήτα­νε άρ­ρω­στος· δού­λευε τα πρω­ι­νά, τα απο­γεύ­μα­τα ήτα­νε στο κρε­βά­τι. Και βλέ­πω να μι­λιού­νται στον πλη­θυ­ντι­κό ο ένας στον άλ­λον. — Όχι εσείς εί­στε ο πιο με­γά­λος. — Όχι εσείς εί­στε ο πιο με­γά­λος […] και έτσι εί­δα από κο­ντά και τον Μα­τίς, χά­ρη στον Πι­κα­σό […]
Ο Πι­κα­σό εί­ναι ίσως ο άν­θρω­πος που έχω θαυ­μά­σει και εκτι­μή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο στον κό­σμο. […]

                        
Μά­τση, 1984

Η ερω­τι­κή σχέ­ση της Μά­τση με τον Βι­λα­τό θα τε­λειώ­σει το 1954. Λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην Αθή­να, θα γρά­ψει το ποί­η­μα «Ο Πού­μας»

Ο Πού­μας
Ήταν κι η στέ­ρη­ση σύ­ντρο­φος


Πο­λύ αλη­θι­νές οι ώρες κά­θε φο­ρά που θέ­λη­σα ν’ απο­πει­ρα­θώ κα­τά της ζω­ής μου και προ­πά­ντων κα­τά του χε­ριού μου που εκεί­νο ήξε­ρε
μο­νά­χα πια να ιχνο­γρα­φεί τη λέ­ξη ερή­μω­ση

τό­σο απο­μα­κρύ­νου­μαι απ’ τη μέ­ρα που πια δεν την αι­σθά­νου­μαι

επα­γρύ­πνη­ση των φό­βων δεν απο­βλέ­πω πια στη χα­ρά
η φω­το­γρα­φία σου ακό­μα πια κο­ντύ­τε­ρά μου απ’ οποιον­δή­πο­τε άντρα

σ’ αγα­πώ σε σκέ­πτου­μαι σε γρά­φω δεν ξέ­ρω πια ν’ ανα­σά­νω χω­ρίς εσέ­να η καρ­διά μου δε με αφο­ρά σ’ αγα­πώ αγα­πώ αγα­πώ σε κοι­τάω
πά­ντα έρω­τα πώς να σε σβή­σω εγώ που ακούω τη φω­νή σου εδώ στην Ελ­λά­δα ξέ­ρω τα μά­τια σου και τα χέ­ρια σου που λύ­σα­νε τα
λου­λού­δια γύ­ρω απ’ το λαι­μό μου για σέ­να τα εί­χα φο­ρε­μέ­να

[…]
πώς να κά­νω χω­ρίς να πω το σύ­ντρο­φο που ’γι­νε αυ­τή η στέ­ρη­ση του κορ­μιού σου κο­ντά στο δι­κό μου αυ­τή η στέ­ρη­ση του έρω­τά σου
ολά­κε­ρον σε κά­θε ώρα της ζή­λιας μου

[…]
Ο στί­χος που πα­σχί­ζει να μι­λή­σει τώ­ρα τον αρ­νιέ­μαι μ’ έχει πλή­ξει με σιω­πή επτά ολό­κλη­ρα χρό­νια μο­νά­χα εσύ υπάρ­χεις στον οποίο θέ­λω να δι­η­γιέ­μαι  ατε­λεύ­τη­τα τον εαυ­τό μου να φω­νά­ξω να ουρ­λιά­σω μέ­χρι θα­νά­του να σα­λέ­ψω τη γλώσ­σα μου μες στον πα­ρα­λο­γι­σμό μου έως που να φθα­ρεί το φί­μω­τρο που εσύ εί­σαι εί­σαι συ και συ και συ και ακό­μα μια δε­κα­ριά συ τι ξέ­ρω χί­λια συ

[…]
Πώς να κά­νω σ’ αυ­τή την πλα­τεία για να βρω το Saint-Germain-des-Prés τι τα θέ­λω και μπερ­δεύω τα βή­μα­τά μου με τις προ­σω­πι­κές
μου ανα­μνή­σεις όλο ψά­χνω το πα­ρελ­θόν μπρος σ’ αυ­τή την εκ­κλη­σία και το κα­φε­νείο και δί­πλα το βι­βλιο­πω­λείο από­πει­ρα τό­σο κω­μι­κή όταν προ­σπα­θώ να δια­βά­σω τις λέ­ξεις των τί­τλων στην προ­θή­κη
μ’ έχου­νε ακρω­τη­ριά­σει από σέ­να το φέγ­γος της ζω­ής ολά­κε­ρης μου ξε­φεύ­γει μό­νο η μυ­ρου­διά σου τα μά­τια σου η αγά­πη της φω­νής σου με κυ­νη­γά­νε ως την πόρ­τα μου όπου ορ­θώ­νε­ται ένας τοί­χος από λό­για

— μά­θε ότι τέ­λειω­σε για όλες τις μέ­ρες που θα ’ρ­θού­νε
—μα δεν ξέ­ρω να το μά­θω
—στον κα­θέ­να η σει­ρά του να πε­θαί­νει
—κι αν με ανα­ζη­τά­ει ακό­μα
—όχι γι’ αυ­τόν εί­σαι απο­τε­λειω­μέ­νη
—πού να χα­θώ
—ακο­λού­θα την οδύ­νη σ’ όλο της το έρ­γο
-—ότε να ζω για να γλεί­φω τις πλη­γές μου

Ά η απελ­πι­σία του κά­τι­σχνου Πού­μα σαν πε­ρι­φέ­ρε­ται ακα­τά­παυ­στα μες στο κλου­βί του και ρου­θου­νί­ζει από πά­νω ως κά­τω κα­θέ­να απ’ τα κά­γκε­λά του και περ­πα­τά­ει κα­τά μή­κος του τοί­χου για να φθά­σει ως το βά­θος της φυ­λα­κής του όπου κά­θε φο­ρά μπή­ζει μια φω­νή τό­σο δια­πε­ρα­στι­κή και πα­ρά­ξε­νη που την ξα­να­κούω ακό­μα μες στην τά­φρο μου

Την επό­με­νη ει­κο­σα­ε­τία (1954-1973) η Μά­τση θα κι­νη­θεί με­τα­ξύ Πα­ρι­σιού και Αθή­νας. Το 1957 και 1958 θα συμ­βιώ­σει με τον φι­λό­σο­φο και συ­ντα­ξι­διώ­τη της στο «Μα­τα­ρόα» Κορ­νή­λιο Κα­στο­ριά­δη. Η σχέ­ση της με τον Κα­στο­ριά­δη υπήρ­ξε και η τε­λευ­ταία μα­κρο­χρό­νια σχέ­ση στη ζωή της Μά­τσης.

Το 1958 θα επι­χει­ρή­σει να εγκα­τα­στα­θεί στην Αθή­να, εγκα­τα­λεί­πο­ντας το Πα­ρί­σι. Στην Αθή­να ερ­γά­ζε­ται στον Εθνι­κό Ορ­γα­νι­σμό Του­ρι­σμού (ΕΟΤ) ενώ πα­ράλ­λη­λα ασχο­λεί­ται με την κα­τα­σκευή κο­σμη­μά­των (κο­λιέ και σκου­λα­ρί­κια από βοη­μι­κά κρύ­σταλ­λα, πέρ­λες, χά­ντρες και κο­ράλ­λια) και για λό­γους βιο­πο­ρι­σμού. 

[Ακό­μα κι αν τ’ αρ­νη­θώ εκα­τό φο­ρές]

Ακό­μα κι αν τ’ αρ­νη­θώ εκα­τό φο­ρές
η ρα­χο­κο­κα­λιά της ζω­ής μου ακου­μπά­ει στον τό­πο μου
και σε κά­θε έρω­τα ήλιο
αμε­τά­κλη­τα […]

Το 1965 πραγ­μα­το­ποιεί δεύ­τε­ρη εγκα­τά­στα­ση στο Πα­ρί­σι, όπου δου­λεύ­ει στο εκεί κα­τά­στη­μα επί­πλων του οί­κου Βα­ρά­γκη αντι­με­τω­πί­ζο­ντας όμως οι­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λί­ες αλ­λά και διά­φο­ρά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας. Η ορι­στι­κή επι­στρο­φή στην Αθή­να θα γί­νει το 1973 όπου και ερ­γά­ζε­ται στις δη­μό­σιες σχέ­σεις της Εμπο­ρι­κής Τρά­πε­ζας έως και την τι­μη­τι­κή συ­ντα­ξιο­δό­τη­σή της από το Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού το 1979. Στην πο­ρεία αυ­τών των χρό­νων θα φύ­γουν από τη ζωή τό­σο ο σύ­ντρο­φός της κα­τά το τα­ξί­δι της με το «Μα­τα­ρόα» ποι­η­τής Αν­δρέ­ας Κα­μπάς (Δε­κέμ­βριος 1965) όσο και ο τρί­τος της σύ­ζυ­γος και μύ­στης της στον κό­σμο της ποί­η­σης Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος (Αύ­γου­στος 1975).

[Από­ψε πο­νάω σ’ όλες μου τις απο­γνώ­σεις]

Από­ψε πο­νάω σ’ όλες μου τις απο­γνώ­σεις
κά­νει πο­λύ κρύο κά­τω απ’ τη σκιά
της ζω­ής μου που γέ­ρα­σε
βα­θιές γου­λιές οι με­λαγ­χο­λί­ες
εί­ναι πλη­ρω­μέ­νοι δο­λο­φό­νοι
ας ορ­γα­νω­θεί πια η σφα­γή
απ’ ό,τι αγα­πάω ακό­μα

Η Μά­τση θα πε­ρά­σει τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής της σχε­τι­κά απο­τρα­βηγ­μέ­νη από την πνευ­μα­τι­κή κί­νη­ση της Αθή­νας σε ένα μι­κρό υπό­γειο δια­μέ­ρι­σμα στην οδό Πα­τριάρ­χου Ιω­α­κείμ. Το 1979, έπει­τα από 28 χρό­νια εκ­δο­τι­κής απου­σί­ας κυ­κλο­φο­ρεί από τις εκ­δό­σεις Ίκα­ρος μια συ­γκε­ντρω­τι­κή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τον τί­τλο Έρως Με­λα­χρι­νός. Η συλ­λο­γή απέ­σπα­σε ένα σχε­τι­κό εν­δια­φέ­ρον από τους κρι­τι­κούς και τον Τύ­πο. Ήταν όμως η πα­ρου­σί­α­ση του έρ­γου και του βί­ου της από τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι στο Τρί­το Πρό­γραμ­μα της Ελ­λη­νι­κής Ρα­διο­φω­νί­ας με τον τί­τλο «Ο Με­λα­χρι­νός Έρως, το εκ­κρε­μές και η Μά­τση των Ονεί­ρων» που θα συ­στή­σει τη Μά­τση και το έρ­γο της σε έναν νέο κύ­κλο αν­θρώ­πων. Η έκ­θε­ση έρ­γων του Πά­μπλο Πι­κά­σο που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στην Αθή­να το 1983, στην οποία θα εκτε­θεί και ένα κε­ρα­μι­κό του καλ­λι­τέ­χνη φι­λο­τε­χνη­μέ­νο με στί­χους της Μά­τσης, θα συ­γκε­ντρώ­σει την προ­σο­χή των φι­λο­τέ­χνων.
Έχο­ντας γνω­ρι­στεί με τους υπεύ­θυ­νους του τυ­πο­γρα­φεί­ου των Κει­μέ­νων (ο Φί­λιπ­πος Βλά­χος θα πα­ρου­σιά­σει την ποί­η­σή της σε εκ­πο­μπή στο Ρα­διό­φω­νο και θα συμ­με­τά­σχει στο τη­λε­ο­πτι­κό της πορ­τρέ­το που θα σκη­νο­θε­τή­σει η Φρί­ντα Λιάπ­πα το 1984) θα εκ­δώ­σει τη συλ­λο­γή της Εφτά γρα­πτά στα ελ­λη­νι­κά – sept texts en français – seven writings in English το 1984. H τε­λευ­ταία της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή θα εί­ναι το 1985 Το δί­χως άλ­λο. Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση – Dédicace à rebours. Σε αυ­τή θα συ­μπε­ρι­λά­βει τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής Cinq Fois του 1949. Η Μά­τση θα δου­λέ­ψει και πά­λι τα κεί­με­να αυ­τά που πε­ριέ­χουν το κλί­μα και τις εμπει­ρί­ες της από τα πρώ­τα χρό­νια της δια­μο­νής της στο Πα­ρί­σι προ­κει­μέ­νου να τα με­τα­γρά­ψει στα ελ­λη­νι­κά. Στη συλ­λο­γή θα προ­σθέ­σει και ένα τε­λευ­ταίο ποί­η­μα σε δύο εκ­δο­χές: στα ελ­λη­νι­κά και στα γαλ­λι­κά. Πρό­κει­ται για το τε­λευ­ταίο της δη­μο­σιευ­μέ­νο ποί­η­μα με το οποίο ολο­κλη­ρώ­νει την ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­σή της, τον ποι­η­τι­κό της βίο. Εί­χε ξε­κι­νή­σει το 1944 με τη συλ­λο­γή Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης, την οποία εί­χε αφιε­ρώ­σει στον Αν­δρέα· τερ­μα­τί­ζει με το ποί­η­μα «Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση», ένα ποί­η­μα που αν και δεν δη­λώ­νει τον απο­δέ­κτη της αφιέ­ρω­σης απο­τε­λεί μια ολο­κλη­ρω­τι­κή εξο­μο­λό­γη­ση της γρά­φου­σας σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, στον απο­δέ­κτη του ποι­ή­μα­τος και της αφιέ­ρω­σης. Ο απο­δέ­κτης αυ­τός δεν εί­ναι άλ­λος από τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, όχι μό­νο επει­δή αυ­τό έχει αφή­σει να εν­νοη­θεί η Μά­τση στην τε­λευ­ταία της συ­νέ­ντευ­ξη, αλ­λά πρω­τί­στως επει­δή σε αυ­τόν οδη­γούν τα όσα ση­μειώ­νει στο ποί­η­μά της. Το 1985 η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­ναι εβδο­μη­ντα­ε­νός ετών, με εύ­θραυ­στη υγεία· πέ­θα­νε δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος εί­χε πε­θά­νει δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, το 1975. Χώ­ρι­σαν το 1944. Η «Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση» απο­τε­λεί στην ου­σία την τε­λευ­ταία γρα­φή της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου προς τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, το τε­λευ­ταίο της γράμ­μα προς αυ­τόν. Το ότι ο απο­δέ­κτης του ποι­ή­μα­τος-αφιέ­ρω­ση δεν βρί­σκε­ται στη ζωή προ­κει­μέ­νου να το ανα­γνώ­σει, να το πα­ρα­λά­βει, κά­νει την εξο­μο­λό­γη­ση της Μά­τσης ακό­μη πιο απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη, πιο από­λυ­τη, πιο ολο­κλη­ρω­τι­κή. Ο έρως και η εξο­μο­λό­γη­σή του θα πρέ­πει να εί­ναι από­λυ­τος, τρε­λός· αλ­λιώς τσου.

Εί­χα μια κου­βέ­ντα μια μέ­ρα με την Μαρ­γκε­ρίτ Γιουρ­σε­νάρ και της εί­πα: «Ίσως εί­μα­στε πο­λύ εγω­ι­στές, και όχι όσο πρέ­πει γεν­ναιό­δω­ροι όταν έχου­με ένα πα­ρά­πο­νο με κά­ποιον». Το ανα­μό­χλευ­σα αυ­τό μέ­σα μου και σκέ­φτη­κα ότι έδει­ξα τρο­με­ρή έλ­λει­ψη γεν­ναιο­δω­ρί­ας μ’ ένα πρό­σω­πο. Η «Αντί­στρο­φη Αφιέ­ρω­ση» βγή­κε σαν ένα ευ­χα­ρι­στή­ριο… (Χα­τζη­λα­ζά­ρου, 1986)



Αντί­στρο­φη Αφιέ­ρω­ση

Για κεί­νον με την αντρί­κια φω­νή-μα­τιά και με χέ­ρια με­γά­λες φτε­ρού­γες που δεν τις ξε­χνάω το από­γε­μα εί­πες τριά­ντα χρό­νια σε πε­ρί­με­να κι ένιω­σα πρώ­τη φο­ρά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui» με­τά έντο­νος αέ­ρας αγά­πης άνοι­ξε διά­πλα­τα ένα πα­ρά­θυ­ρο μέ­σα μου και μπή­κα­νε με­γά­λες στα­γό­νες αγαλ­λί­α­σης κα­θώς ο νο­τιάς έστρι­βε βουί­ζο­ντας απ’ τη γω­νιά της καρ­διάς μου το σώ­μα εί­ναι χώ­μα δι­ψα­σμέ­νο από σέ­να έμα­θε τις πλημ­μύ­ρες του έρω­τα πολ­λά νο­μί­ζω θα μι­λή­σω τώ­ρα πολ­λά που φύ­λα­γα σε μια κρυ­ψώ­να θα τ’ απλώ­σω εδώ όσο μπο­ρώ κα­λύ­τε­ρα και ό,τι θέ­λει ας γέ­νει  […]

θα ’θε­λα μα πό­σο θα ’θε­λα ναι θα ’θε­λα αμέ­σως τώ­ρα τώ­ρα θέ­λω να ξε­μαλ­λιά­σω λί­γο τη σύ­ντα­ξη για να σε τρα­γου­δή­σω όπως έμα­θα στο Πα­ρί­σι
εσέ­να σ’ έχω Δει­νό­σαυ­ρο από τους πιο εκ­πλη­κτι­κούς

εσέ­να σ’ έχω βό­τσα­λο φρού­το απα­λό που τ’ ωρί­μα­σε η θά­λασ­σα
σ’ ερω­τεύω
σε ζη­λεύω
σε για­σε­μί
[…]

εσύ σε­λί­δα μου
εσύ μο­λύ­βι μου ερ­μη­νευ­τή μου

σε ανοί­γω συρ­τά­ρια
πώς για­τί δεν ήρ­θες τό­σες φο­ρές
σε ξε­μά­κρυ­να εγώ λέω τώ­ρα
δί­χως τέ­λος λυ­πά­μαι
σε κρυά­δα γνώ­ρι­σες πο­τέ την καρ­διά μου
σε μιαν έκ­πα­γλη χρο­νιά αντα­μώ­σα­με
σε λη­στεύω από αλ­λου­νού τα χέ­ρια
σε ακούω από δω και κει
σε σιω­πώ μες στην απέ­ρα­ντη τρυ­φε­ρό­τη­τα
σι­γά σι­γά να κα­τα­λα­γιά­σου­με
όλα δεν τα ’χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙ­ΖΩ­ΝΕΙΣ

 


ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1
Το κεί­με­νο βα­σί­ζε­ται στα βι­βλία:
Χρή­στος Δα­νι­ήλ, Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Η πρώ­τη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια, Τό­πος 2011.
Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Γράμ­μα­τα από το Πα­ρί­σι στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο (1946-1947) και άλ­λα ανέκ­δο­τα ποι­ή­μα­τα και πε­ζά της ίδιας πε­ριό­δου, Ει­σα­γω­γή, υπο­μνη­μα­τι­σμός, επι­μέ­λεια Χρή­στος Δα­νι­ήλ, Άγρα 2013.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2

Το αφιε­ρω­μέ­νο στη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου επει­σό­διο της εκ­πο­μπής Επο­χές και Συγ­γρα­φείς, σε σκη­νο­θε­σία Τά­σου Ψαρ­ρά, προ­βλή­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στην ΕΡ­Τ2 στις 19 Ια­νουα­ρί­ου 2022. Στην εκ­πο­μπή για τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου μί­λη­σαν οι: Φοί­βη Γιαν­νί­ση, Χρή­στος Δα­νι­ήλ, Αλέ­ξης Ζή­ρας, Τι­τί­κα Δη­μη­τρού­λια, Λε­ω­νί­δας Εμπει­ρί­κος, Χρι­στί­να Ντου­νιά, Γε­ωρ­γία Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, Λί­να Στε­φά­νου και Άντεια Φραν­τζή]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: