Η συγκάτοικος έφυγε
Ήταν πάντα αμίλητη. Ποτέ δεν ξεπήδησε απ’ τα χείλη της τραγούδι, ούτε παράπονο. Ποτέ δε μου φύλαγε αγκαλιά όταν επέστρεφα τ’ απογεύματα απ’ το γραφείο, ούτε ποτέ μου είπε καλημέρα. Καμιά φορά —τις νύχτες— περπατούσε πάνω στο δέρμα μου. Το ανακάλυπτα πάντα το επόμενο πρωί απ΄ τα εξανθήματα που έβρισκα κεντημένα στο σώμα. Κάθε σχέση έχει το τίμημά της — το ήξερα αυτό από την αρχή. Για να είμαι ειλικρινής, δε θυμάμαι πότε ξεκίνησε αυτή η συγκατοίκηση. Ανασύρω μνήμες απ’ το πηγάδι των περασμένων αλλά βγαίνουν κομματιασμένες, όπως εκείνο το βαζάκι με τ’ άγριο μέλι που κάποτε παρέσυρε, καθώς πάλευε να τρυπώσει σαν φυγάς στο μεσαίο ντουλάπι, πάνω απ’ το νεροχύτη. Της άρεσε να κρύβεται μες στο σκοτάδι — και δεν ήταν η μόνη. Λίγες φορές την είχα δει στο φως της μέρας. Μικρόσωμη, δίχως μαλλιά, σαν αλειμμένη απ’ αόρατο χέρι με πίσσα. Δε μπορώ να πω, καμιά φορά, όταν διψούσα, μου πρόσφερε απλόχερα νερό με λάσπη να ξεδιψάσω. Αυτό είχε κι αυτό έδινε. Η σχέση μας επώαζε σαν ραγισμένο τσόφλι που θαρρούσε(ς) πως ήταν αυγό, κάτω από ένα διάφανο πέπλο, εργόχειρο δικό της. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, ολημερίς σε βάρδια οκτώ πόδια να πλέκουν, μεταλλαγμένη Πηνελόπη δίχως μνηστήρες. Η αμοιβή της, το βάρος που της έλειπε, κι εγώ να τη ζηλεύω κοιτώντας τη ν’ ανέρχεται στους ουρανούς του δωματίου – ανάλαφρη σαν πούπουλο, ενώ εμένα μόνο το παγωμένο μάρμαρο μου δόθηκε να έρπω. Στο σκοτάδι δεν την ξεχώριζες, κι όπως προείπα, δε θυμάμαι πότε ξεκίνησε η κοινή μας ζωή. Όλα όμως έχουν ένα τέλος. Όλα. Εκείνη τη νύχτα πετάχτηκα ταραγμένη απ’ το κρεβάτι, τρέχοντας να ξεφύγω από μια μαύρη τρύπα που με ρουφούσε δίχως έλεος. Δε με έλεγαν Αλίκη και μεταξύ των θαυμάτων και των τραυμάτων, μάλλον ήμουν περισσότερο εξοικειωμένη με τα δεύτερα, παρ’ όλα αυτά εκείνο το βράδυ, η ατμόσφαιρα στο μικρό μου διαμέρισμα ήταν διαποτισμένη μ’ ένα άρωμα παραμυθιού. Όχι, δεν κατέβηκα στον κήπο για μάζεμα λουλουδιών υπό το φως της Σελήνης, ούτε μου επιτέθηκε κανένας λύκος —όπως συμβαίνει συχνά στις φανταστικές ιστορίες αλλά και στις πιο αληθινές—, όμως όταν άνοιξα τα μάτια, η μαύρη τρύπα μετατράπηκε μεμιάς σε λαβύρινθο κι έπρεπε να ζήσω μια μικρή Οδύσσεια για να φτάσω —ομολογουμένως ζαλισμένη — στην κουζίνα. Δεν άναψα φως, τυφλή και ξυπόλυτη πορεύτηκα ως το ψυγείο. Έβρεξα λίγο το στόμα μου, τα δόντια μούδιασαν στην ιδέα του παγωμένου νερού και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το περιεχόμενο του μπουκαλιού που κρατούσα στα χέρια μου εκτοξεύτηκε μ’ ανείπωτη ορμή, που βρέθηκα μεσοπέλαγα με τις πιτζάμες! Στάθηκα για λίγο βουτηγμένη μες στο σκοτάδι και σκέφτηκα πως η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να κυλά, χωρίς να μένει φυλακισμένη μέσα σε σχήματα δοχείων και σε καλούπια που δεν τη χωρούν. Ανάμεσα σ’ αυτή τη σκέψη και σε μια άλλη που τώρα μου διαφεύγει, πήρα τον δρόμο της επιστροφής προς το πλωτό μου κρεβάτι. Καθώς έσερνα στο πάτωμα τ’ αδέξια βήματά μου, ένιωσα σαν κάτι να έχει κολλήσει στο πέλμα μου. Άνοιξα γρήγορα τον διακόπτη, τα μάτια μου πόνεσαν, κι είδα το σώμα της —λεπτό σαν φύλλο κρούστας— κολλημένο στη δεξιά μου φτέρνα. Κανένας άτρωτος… Αν είχα ανάψει το φως από την αρχή; Αν δεν είχα σηκωθεί ποτέ απ’ το κρεβάτι; Αν είχα αφήσει τη μαύρη τρύπα να με ρουφήξει; Ναι, τώρα θα βρισκόμουν εγώ στην ανυπαρξία κι όχι εκείνη… Οι αλλοπρόσαλλες τροχιές των σκέψεων βούιζαν βασανιστικά μες στο μυαλό μου και οι παλάμες μου στράγγιζαν ιδρώτα σαν απλωμένα μανίκια που δε στύφτηκαν στο πλυντήριο, ενώ στο βάθος ήξερα καλά ότι οι μεταβολές στον κόσμο μας είναι μη αντιστρεπτές και δε μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, όσο κι αν το ήθελα. Χωρίς κανένα μαγικό ραβδάκι τριγύρω, αναγκάστηκα να ακολουθήσω πιο ρεαλιστικές μεθόδους. Την ξεκόλλησα ευλαβικά με μια χαρτοπετσέτα και βγήκα στο μπαλκόνι για τον μεταμεσονύκτιο επικήδειο. Το χώμα που φιλοξενούσε μια πάλλευκη γαρδένια δέχτηκε να τη σκεπάσει. Έκλαψα λίγο. Έπειτα πότισα τη γλάστρα με τα ένοχα χέρια μου, χάιδεψα στοργικά τη γαρδένια —το λουλούδι παρηγορούσα ή εμένα;— και μπήκα στο δωμάτιο. Τη μπαλκονόπορτα την άφησα ανοιχτή. Δεν της άξιζε τέτοιο τέλος. Αφέθηκα στη βαρύτητα κι επέτρεψα στο σώμα μου —πιο άδειο από ποτέ — να σωριαστεί στο κρεβάτι. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Έξι ώρες καρφωμένο το βλέμμα μου στο ταβάνι κι η απουσία της κολλημένη στο πετσί μου.