Όσο μπορείς, πλήρωνε
Στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών μου ζητούν 80 ευρώ για τον κωδικό μεταγραφής.
— Γιατί τόσα; ρωτάω.
— 20 ευρώ ο θάνατος, κυρία μου. Έχετε 4 θανάτους.
Είχα πολύ περισσότερους.
Δίνω κατοστάευρο.
— Αν δεν έχετε ρέστα, προπληρώνω και τον δικό μου.
Μαριανίνα Βεντούρη
Ράφτινγκ
Την κοιτάζει από την άλλη άκρη του τραπεζιού. Πίσω από το ψητό και τις σαλάτες. Πώς έφτασαν εδώ; Προσπαθεί να ξεθάψει κάποια ανάμνηση που θα τον πείσει ότι άξιζε τον κόπο. Α, έναν Νοέμβρη είχαν πάει για ράφτινγκ. Ούρλιαζαν και γελούσαν μες στα κύματα. Κρατιόταν σφιχτά πάνω του όσο τα παγωμένα πράσινα νερά έσκαγαν στα κεφάλια τους. Δεν είχε ξανακρατηθεί ποτέ τόσο σφιχτά. Πετάγεται ξαφνικά πάνω κι ανεβαίνει στο τραπέζι. Έλα, της λέει κι απλώνει το χέρι. Πες ότι είμαστε σε μια βάρκα και θα κατεβούμε το ποτάμι. Πες ότι είμαστε σε μια σχεδία και θα χαθούμε στη θάλασσα. Έλα, της λέει. Τεντώσου. Όσο μπορείς. Αυτή είναι στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Τον κοιτάζει. Το χέρι του απλωμένο.
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Η άλλη φωνή
Τι με κοιτάς έτσι; Δεν κάνω τίποτα που δεν έχουν κάνει τόσοι άλλοι. Και μην μου πεις ότι δεν το θες. Γνωρίζω καλά εσάς τους καλαμαράδες. Ούτε ένας που να μην θέλει η φωνή του να ξενιτεύεται. Λοιπόν; Θα υποστείς —όσο μπορείς— κι εσύ τα πάνδεινα. Προδότης; Αν θες να το δεις έτσι. Ελευθερωτής λέω εγώ. Εξάλλου η πρωτοβουλία δεν ήταν δική μου. Άλλοι θέλουν να σ’ ακούσουν στα πέρατα. Τι να κάνω, πες μου;
Καθάρισε τον λαιμό του και με ειρωνικό χαμόγελο μου είπε σε άπταιστα αγγλικά: «Αs best you can…»
Ντέιβιντ Κόνολι