Σε μια εποχή που λάτρεψε τα gadgets, τις μαγικές μικροσυσκευές για τις πιο εξεζητημένες ανάγκες, ένας άλλος κόσμος, σταθερά στο όριο επιβίωσης, επινοεί, τροποποιεί, προσαρμόζει «μηχανές» δοκιμασμένες από την παράδοση. Στόχος του δεν είναι ο νεωτερισμός, η πρωτοτυπία, η πατέντα, αλλά η συλλογική, συμμετοχική αξιοποίηση και εκμετάλλευση. Έτσι γεννήθηκε η άγραφη ακόμα ιστορία των ελληνικών τουκ-τουκ, με ρίζες που ανάγονται στα υπαίθρια επαγγέλματα στις απαρχές της νεοελληνικής πόλης. Για συντομία, θα απομονώσουμε εδώ το κομμάτι της μεταπολεμικής περιόδου.
Όσο φούντωνε η αστυφιλία και κάλπαζε η ανάπτυξη, πάντα με σύνθημα την πρόοδο, η τεχνολογία φρόντιζε να μετατρέψει τα προϊόντα του παλιότερου υλικού πολιτισμού σε σκουπίδια. Έτσι προέκυψαν οι «γραφικοί» παλιατζήδες, που γύριζαν τις γειτονιές με κάποιο όχημα ή υποζύγιο, διαλαλώντας την προθυμία τους να απαλλάξουν τον κόσμο από άχρηστα πια αντικείμενα, σωριασμένα σε ταράτσες, αποθήκες και πλυσταριά. Αυτοί ανήκαν στους τότε ακόμα «πλανόδιους» επαγγελματίες, που με τον καιρό καταργήθηκαν και αυτοί. Έμειναν οι παλιατζήδες που δεν έπαψαν ποτέ να είναι χρήσιμοι σε μια κοινωνία εθισμένη πια στον καταναλωτισμό. Απλά και αυτοί εκσυγχρονίζονταν, με στρατολόγηση νέων μελών, συχνά από τους Ρομά. Χρησιμοποιούσαν τώρα κυρίως τα κοινά, για όλες τις δουλειές, αγροτικά (τα «Ντάτσουν»), αλλά σταδιακά και μεγαλύτερα ημιφορτηγά, συχνά μεταποιημένα για καλύτερη εξυπηρέτηση, κάποτε μάλιστα με πρόβλεψη οικογενειακής διαμονής σε πατάρι. Η τελευταία λέξη στην εξέλιξη του επαγγέλματος ήταν το άψογα ηχογραφημένο μήνυμα-κάλεσμα, που εκπεμπόταν από μεγάφωνο καθώς το όχημα κινούνταν νωχελικά πάνω στον δρόμο. Αυτοί οι επαγγελματίες, μακρινοί απόγονοι των «κυνηγών και συλλεκτών» της νομαδικής ζωής, ήταν οι πραγματικοί πρωτοπόροι.