Το ανάποδο από ένα κοτσύφι

Το ανάποδο από ένα κοτσύφι


στον Βα­σί­λη Λα­μπρό­που­λο

1.

Κά­τω από ορυ­κτά και απρο­σπέ­λα­στα πε­τρώ­μα­τα κυ­λά­ει πλού­σια φλέ­βα νε­ρού. Δεν θα μπο­ρέ­σεις να την ελευ­θε­ρώ­σεις με την αφή. Άσε να ανα­βλύ­ζει η ορ­γή της νε­α­ρής χλω­ρο­φύλ­λης και του ασφό­δε­λου. Αδια­νό­η­το εί­ναι το ότι η βρο­χή σου μι­λά­ει ακό­μη.

2.

Η αυ­γή πρέ­πει να εί­ναι βί­αιη. Όπως η άνοι­ξη, τα κυ­κλά­μι­να, η ανε­πάγ­γελ­τη γύ­ρη τους ή ο κυρ­τός ίλιγ­γος της ζω­γρα­φι­κής. Η ξαφ­νι­κή ρι­πή του μαύ­ρου χόρ­του της. Η χλόη του κό­σμου: ο αγράμ­μα­τος άνε­μος του πι­νέ­λου της και η πλε­κτή σου πλε­κτά­νη.

3

Ανά­με­σα στην αι­σθη­τι­κή και την πα­ρά­δο­ση να σώ­ζεις την διερ­χό­με­νη γά­τα που τους αγνο­εί.

4.

Ο Θε­ός εί­ναι κα­μη­λιέ­ρης. Λα­βύ­ριν­θος, η δια­δρο­μή του. Η έρη­μος απέ­ρα­ντη. Το ζώο η μό­νη προ­σευ­χή ένα­ντι του λυ­κό­φω­τος από­ψε, σκέ­φτο­μαι.

5.

Χιό­νι. Αλ­λε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα κα­θα­ρής σιω­πής. Το μό­νο που κι­νεί­ται εί­ναι η ίρι­δα στο βυ­θό του μα­τιού σου.

6.

Ό,τι και να πεις το πο­τά­μι θα εξα­κο­λου­θή­σει να κυ­λά­ει. Συ­νέ­χι­σε να ομι­λείς.

7.

Η ησυ­χία εί­ναι ένα μέ­ρος μα­κρι­νό όπου οι τά­ραν­δοι καλ­πά­ζουν πά­νω στα πα­γω­μέ­να βρύα. Αχνί­ζει η ανα­πνοή τους στον άγρα­φο άνε­μο.

8.

Γκαί­τε, ο κα­λύ­τε­ρος ποι­η­τής για τις πέ­τρες.

9.

Εάν δεν μπο­ρείς να συ­ντρί­ψεις το φως πά­νω σε ένα κομ­μέ­νο λε­μό­νι, τό­τε δεν θα μα­ντέ­ψεις το δέ­ντρο που το συ­γκρά­τη­σε πο­τέ. Κι όμως κά­ποιος πά­νω σε γόν­δο­λα γλι­στρά­ει στα μωβ και ακα­ριαία λια­νί­ζει τα σύν­νε­φα.

10.

Κά­θε στα­γό­να της βρο­χής ένα αγριο­λού­λου­δο επι­μο­νής. Λευ­κό­τη­τα: αυ­το­δί­δα­κτο εγ­χει­ρί­διο ελεύ­θε­ρης λάμ­ψης.

11.

Δά­κρυα: μι­κρά ή με­γά­λα, λί­γα ή πολ­λά, εξαι­ρού­νται όλων των απο­νε­νοη­μέ­νων. Θρο­ΐ­ζουν όμως και οι ζω­ντα­νοί με­σ’ στην απελ­πι­σία κά­πο­τε. Με­τέ­ω­ρα ενί­ο­τε ερ­χό­με­νου πό­νου. Αλ­λά πά­ντο­τε του απεί­ρου το ελά­χι­στο φως.

12.

Το πε­πρω­μέ­νο κά­θι­σε στα κλα­διά του κέ­δρου. Σιω­πή.

13.

Αυ­τός νο­στάλ­γη­σε τό­σο το απόν, που πέ­θα­νε.

14.

Ένα φυλ­λα­ρά­κι χλό­ης. Στίγ­μα ικα­νό για το ελά­χι­στο. Πό­νος του απεί­ρου που δεν υπάρ­χει, που δεν πα­λιώ­νει. Απλώς μι­κραί­νει, σαν πά­χνη ελα­φραί­νει, κυρ­τώ­νει, γί­νε­ται ένα σα­λι­γκά­ρι για να σε δρο­σί­ζει, για να σου θυ­μί­ζει την υπο­μο­νή, την επι­στρο­φή, τε­λι­κά την γνω­στή σου στρο­φή κά­τω απ’ τα φύλ­λα.

15.

Βρα­δύ­τη­τα εί­ναι η κα­θυ­στέ­ρη­ση της ανα­το­λής, η δυ­σοί­ω­νη ιώ­δης πε­ρί­σκε­ψή της, η πο­λυ­λο­γία της τε­λι­κά, η ανα­στο­λή της δύ­σης. / Μέ­χρι να ση­κω­θού­νε όλοι οι πνιγ­μέ­νοι. /

16.

Λύ­πη εί­ναι το άφα­το υπό­λοι­πο της γλώσ­σας ως προς το ορα­τό.

17.

Θρόι­σμα φύλ­λων: κλαί­γο­ντας μό­νο, ίσως μπο­ρέ­σεις να δια­κρί­νεις, να συ­γκρα­τή­σεις ‒ στα βλέ­φα­ρα ανά­με­σα ‒ λί­γο από τον άνε­μο αυ­τού του κό­σμου.

18.

Όλες οι τί­γρεις εί­ναι ανε­πάγ­γελ­τες.

19.

Άλ­λα βου­νά κα­τα­σπα­ράσ­σουν τον ου­ρα­νό, άλ­λα βρύα τη θά­λασ­σα.

20.

Με­τά το ποί­η­μα ο κό­σμος επι­στρέ­φει στην άγνοια.

21.

Το ανά­πο­δο μιας ανα­το­λής δεν εί­ναι ένα δει­λι­νό. Μπο­ρεί να εί­ναι ένα κο­τσύ­φι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: