Η Υδρόγειος Σφαίρα & άλλα

Η υδρόγειος σφαίρα


Προ­φα­νώς εί­ναι η Γη, δη­λα­δή ο πλα­νή­της μας, όμως σε όλων το μυα­λό έρ­χε­ται μια σύν­θε­ση θο­λή από υδρό­γειες σφαί­ρες της παι­δι­κής και όχι μό­νο ηλι­κί­ας, τις οποί­ες έτυ­χε να έχει δει σε σπί­τια, παι­δι­κές κρε­βα­το­κά­μα­ρες, δι­κη­γο­ρι­κά γρα­φεία τού άλ­λο­τε, γρα­φεία διευ­θυ­ντών σε σχο­λεία, σχο­λι­κές τά­ξεις σε σχο­λεία της επαρ­χί­ας, όπου σκο­νί­ζο­νταν δί­πλα στον Κο­λο­κο­τρώ­νη ή τον Κα­ραϊ­σκά­κη, και όλα τα λοι­πά αντι­κεί­με­να της εγκύ­κλιας παι­δεί­ας, και απο­χρω­μα­τι­ζό­ταν απ' τον ήλιο που έμπαι­νε αλύ­πη­τα τα πρω­ι­νά στις σχο­λι­κές αί­θου­σες και κα­τέ­καιε τα παι­δι­κά κε­φα­λά­κια σε αγα­στή συ­νέρ­γεια με την απο­στή­θι­ση των νο­μών της Ελ­λά­δος, των προ­ϊ­ό­ντων τού νο­μού Ξάν­θης, των πο­τα­μών της Ηλεί­ας και την επο­ποι­ία της Γρα­βιάς.
Τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες όλα τα ανω­τέ­ρω απο­χρω­μα­τί­στη­καν και σκο­νί­στη­καν ερή­μην των υπευ­θύ­νων για τα σχο­λι­κά προ­γράμ­μα­τα, στοι­χειώ­νουν ακό­μα τις σχο­λι­κές τά­ξεις και τον εγκέ­φα­λο των δα­σκά­λων, οι οποί­οι οφεί­λουν να τα συ­γκρα­τούν ομού με­τά του δεί­κτη Μπλού­μπεργκ, τα δελ­τία και­ρού που σπα­ράσ­σουν τα σαβ­βα­το­κύ­ρια­κά τους, τα τη­λε­ο­πτι­κά πά­νελ και την οθω­μα­νι­κή πο­λι­τι­σμι­κή λαί­λα­πα. Αντι­λαμ­βά­νε­στε όμως ότι η επι­και­ρό­τη­τα που κα­ταρ­γεί κά­θε εί­δους από­στα­ση (εκτός, κα­τά τι­νες, από την τα­ξι­κή), σπρώ­χνει όλο και βα­θύ­τε­ρα αυ­τές τις νη­σί­δες πα­λαιάς συ­στη­μα­το­ποί­η­σης της γνώ­σης νο­τί­ως της συ­νεί­δη­σης κι έτσι ο απο­χρω­μα­τι­σμός της υδρο­γεί­ου όπως την ξέ­ρα­με πε­ρί­που ολο­κλη­ρώ­νε­ται.
Όλα αυ­τά έρ­χο­νται στο νου μου με αφορ­μή ένα έρ­γο τέ­χνης πού εί­δα στο σπί­τι αγα­πη­μέ­νων φί­λων, εγκα­τε­στη­μέ­νο στο κέ­ντρο ενός πε­λώ­ριου στρογ­γυ­λού τρα­πε­ζιού, να στίλ­βει στο πε­ριο­ρι­σμέ­νο φως του απο­γεύ­μα­τος, και να πα­ρι­στά μια υδρό­γειο σφαί­ρα.
Πλη­σιά­ζο­ντας, η ομορ­φιά και η στιλ­πνό­τη­τά του ήταν μα­γι­κές, η διά­με­τρος πε­ρί τα 70 εκα­το­στά, τα χρώ­μα­τα θα τα ζή­λευαν ο Μο­ντριάν και ο Πι­κά­σο, ο Ρέ­μπραντ και ο Μα­νέ. Και φυ­σι­κά θα ανα­ρω­τη­θεί­τε τι γυ­ρεύ­ουν όλοι αυ­τοί στην ίδια πρό­τα­ση, αλ­λά θα σας πω ότι η με­γα­λο­φυία του έρ­γου αυ­τού φά­νη­κε όταν πλη­σί­α­σα και το κοί­τα­ξα από κο­ντά· δεν εί­δα ηπεί­ρους, ού­τε δια­κρι­τούς ωκε­α­νούς, οι πό­λοι εί­χαν υγρο­ποι­η­θεί και δια­χέ­ο­νταν προς τις ερή­μους και έπρε­πε να κοι­τά­ξεις από πο­λύ κο­ντά για να δεις το μπλε του κο­βαλ­τί­ου, το γκρι του Ατλα­ντι­κού, το μοβ της Προ­βη­γκί­ας ή το κόκ­κι­νο των ηφαι­στεί­ων. Ήταν μια υδρό­γειος της ση­με­ρι­νής συ­νεί­δη­σης, τό­σο αλ­λιώ­τι­κη με τη μεί­ξη των χρω­μά­των της, αλ­λά τό­σο οδυ­νη­ρά ίδια, με τις πα­λιές, απο­χρω­μα­τι­σμέ­νες απ' τον ήλιο και την αν­θρώ­πι­νη εμ­μο­νή στα έν­στι­κτα και τη βο­ρά...

 

Ο Ποιητής στο τρένο για τη Λιόν

Καθώς διέσχιζε την τελευταία του ηλικία
η μουσική παράλλαζε συνέχεια
τι εμβατήρια ξεκούρδιστα
τι επενδύσεις μουσικές τού σινεμά
θυμήθηκε ένα έργο του Γκοντάρ
με τη φωνή να τρέμει έξω από το παράθυρο
του τρένου
mais que’est que la musique
και μόνο τα τοπία που τρέχαν μπορούσαν
ν’ απαντήσουν, κι ούτε αυτά
είναι η μουσική που ξεκοκάλιζε τις νύχτες
όταν κοιτούσε άπιαστες γραμμές στην πλάτη της
η μουσική, η τρομπέτα πού 'γλυφε τα κύματα
και τα ησύχαζε, και η σελήνη σε λα μείζονα
—της ειπε—, αυτό μόνο το φεγγάρι αγαπώ
σε λα μείζονα, έστω γι' αυτή τη νύχτα
που θα με πάρω από το χέρι —της ξανά 'πε—
και θα με περπατήσω ως εκεί έξω απ΄το σινεμά
στην παραλία να σε ψάξω, να κλάψω
σε λα μείζονα, της είπε,
με την κυρτή μεγάλη μύτη του
και κείνες τις θεόρατες φλέβες, μα τι φλέβες
στους βραχίονες και τις παλάμες του.

 

Ο λυκηγός

Εί­ναι ένας άν­θρω­πος των πα­ρυ­φών. Τον ακού­με συ­χνά ως πα­ρυ­φι­στή, ως λυ­κάν­θρω­πο, ως πα­ρυ­φό­λυ­κο, ή ως tykoon, ή τι­τά­να. Ανα­πτύσ­σει πα­ροι­μιώ­δη όρε­ξη για τα παι­διά του ή τους κα­τά και­ρούς συ­ντρό­φους του, και τους δα­γκώ­νει ή τους λεί­χει με την ίδια αι­μα­τη­ρή στορ­γή. Χρη­σι­μο­ποιεί δύο, τρία ή τέσ­σε­ρα χέ­ρια για να προ­φυ­λά­ξει ή να ξε­σκί­σει και όλες του τις φω­νες για να προ­βάλ­λει το αί­μα που βλέ­πει σε μά­τια ή ποι­ή­μα­τα.
Θα συμ­φω­νή­σε­τε ότι το αί­μα εί­ναι τό­σο κόκ­κι­νο, όσο μαύ­ρο εί­ναι το από­λυ­το σκό­τος. Εκτι­νάσ­σε­ται λοι­πόν άμα τη θα­νή και φαί­νε­ται πά­νω στο άσπρο τού χιο­νιού πε­ρισ­σό­τε­ρο και απ' το σκο­τά­δι για­τί εί­ναι ο φυ­σι­κός του προ­άγ­γε­λος και μας ει­δο­ποιεί ή απλώς μας ενη­με­ρώ­νει.(σκό­τος-σκο­τώ­νω κλπ.).

Αυ­τές τις χρω­μα­τι­στές σκέ­ψεις έκα­να, κα­θώς οι πα­ρυ­φές
κα­τέ­στη­σαν ο φυ­σι­κός χώ­ρος όσων θαυ­μά­ζω, όσων
φο­βά­μαι απε­ρί­φρα­στα και όσων η δί­νη της Ιστο­ρί­ας
πε­ρι­δί­νη­σε και αφαι­ρώ­ντας τους τα δι­καιώ­μα­τα του
ονο­μα­ζό­με­νου πο­λι­τι­σμού --όπως ο γε­νέ­θλιος τό­πος
η κα­τα­κτη­μέ­νη βο­ρά, ο Δια­φω­τι­σμός τα νο­μί­σμα­τα και τα
απορ­ρυ­πα­ντι­κά--, τους το­πο­θέ­τη­σε σ’ ένα κυ­κλο­τε­ρές πε­ρι-
θώ­ριο στον πλα­νή­τη όπου επει­δή, εν­δε­χο­μέ­νως, ου­δέν κα­κόν
αμι­γές κα­λού, θα επα­να­κτή­σουν την Luminous lupus ου­σία
τους, τα υπέ­ρο­χα αστρα­φτε­ρά τους μά­τια και το αν­θε­κτι­κό
πλού­σιο δέρ­μα τους.
Αν­θρω­ποι γρη­γο­ρεί­τε! Η Εξέ­λι­ξη ελ­λο­χεύ­ει.

 

Η Υδρόγειος Σφαίρα & άλλα
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: