Περάσαν δεκαπέντε χρόνια και ακόμη να εγκλείσω
σε μια από τις μικρές γυάλινες σφαίρες μου
ψηλά στα ράφια εδώ που ζω
κάτι από την πολύτιμη ουσία
τη μαγική ενέργειά σου
το βλέμμα που τοποθετούσε στη θαλάμη
φυσίγγια για τις διψασμένες πέρδικες
καθώς με μάτια έντρομα
έσκυβαν να γευτούν λασπόνερο
Κάτι να σε θυμίζει στους επόμενους
τα γέλια όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στο χολ
και τη μαμά
Κάθομαι και παρατηρώ
από τα βάθη της δερμάτινης μου πολυθρόνας
απέναντι τα ράφια με τις μικρές γυάλινες σφαίρες·
μέσα τους πράσινες κόκκινες νιφάδες
αέναα γυρίζουν και συγκρούονται
φωτίζοντας το απόλυτο σκοτάδι
Έχω εγκλείσει πολλά άτομα
περαστικά από τον βίο μου
τα έχω αριθμήσει και ταξινομήσει
μα εσένα όχι ακόμη
μου διαφεύγει η μαγική σου ενέργεια
τα κλειστά χέρια όταν γύρευα αγκαλιά
ποιος ξέρει τι σκοτάδια είχες μέσα σου
Κι η νύχτα εξαχνώνεται
κι από τα βάθη της δερμάτινής μου πολυθρόνας
φωτάκια στροβιλίζουν και συγκρούονται
μες στις μικρές γυάλινες σφαίρες μου
Και ίσως μετά είκοσι χρόνια
τα κορίτσια μου
να έχουν εγκλείσει ερμητικά
σε μια από τις μικρές γυάλινες σφαίρες τους
κάτι από την πολύτιμη ουσία
τη μαγική ενέργεια μου
κάτι να με θυμίζει στους επόμενους
τα ανοιχτά χέρια
σαν γυρεύαν αγκαλιά
χέρια που κρύβαν πίσω τους
της διψασμένης πέρδικας το βλέμμα
που έσκυβε να γευτεί λασπόνερο
γνωρίζοντας το τι θα ακολουθήσει