Τα πεντηκοστά γενέθλια της Δόμνας Σπίντζα
Εκείνο το βράδυ ο Ζήσιμος Σπίντζας τους κατηγόρησε ότι δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους και βγήκε φωνάζοντας ότι μια μέρα θα τον παρακαλούσαν για συνεργασία κι αυτός αλλού θα έβοσκε. Φθάνοντας στο σπίτι του, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο για να μαζέψει μερικά διαφημιστικά φυλλάδια, χάιδεψε τον σκύλο και χασομέρησε για λίγο στο γραφείο του, πριν εμφανιστεί στο βραδινό τραπέζι. Μολονότι ο σύζυγός της επέμενε ότι «θα τους έκανε τους παλιοπορτοκαλάδες να τον βλέπουν και να στρίβουν», η κυρία Δόμνα Σπίντζα αναστατώθηκε μαθαίνοντας για τον καβγά στη λέσχη. Αλλά εκείνος επέμενε. Μήπως τους είχε περί πολλού η κυρία; Μήπως τους έπαιρνε για τίποτα σοβαρά μέρη του λόγου, επειδή κυκλοφορούσαν με ακριβά κοστούμια που μόλις τα έβλεπε κανείς, αγανακτούσε με την κακογουστιά τους; Όχι, όχι, δράμι μυαλό δεν τους βρισκόταν, γιατί στη θέση του εγκεφάλου είχαν φυτεμένο ένα ολοστρόγγυλο πορτοκάλι. Ορίστε! Ορίστε, λοιπόν, που μειδιά η κυρία ακούγοντας τέτοιες περιγραφές. Αλλά να μη μειδιά καθόλου, γιατί είναι πράγματι απορίας άξιο το πώς ένα τόσο δα πορτοκάλι καθίσταται ικανό να τους αποκρύπτει την προφανέστατη αλήθεια. Αλλιώς, όλοι αυτοί, θα μπορούσαν να διακρίνουν, ότι το μέλλον του νομού ουδόλως εναπόκειται στο εν λόγω φανταχτερό εσπεριδοειδές, αλλά σε ένα ταπεινό και καταφρονεμένο κακτοειδές. Ένα ελπιδοφόρο κακτοειδές, σαν το opuntia ficus indica, το κοινώς λεγόμενο φραγκόσυκο. Μάλιστα το φραγκόσυκο! Να κοροϊδευόμαστε; Να παίζουμε σαν τα μικρά παιδιά; «Κακτοειδές φυτό κεντρο-αμερικανικής προέλευσης», σου λέει. «Ευδοκιμεί», σου λέει, «ευκόλως και ανεξόδως στην Ελλάδα και την Κύπρο ως ποικιλία αυτοφυής». Μπήκε η κυρία στο νόημα; «Ανεξόδως» και όχι «πολυεξόδως», όπως οι πορτοκαλιές των φαιδρών χονδρανθρώπων που μας κορδώνονται για κεφαλές του τόπου. Εν πάση περιπτώσει, θα το άφηνε στην άκρη αυτό το σχέδιο. Πρώτον επειδή, για την ώρα, αδυνατούσε να βρει χρηματοδότες. Και δεύτερον επειδή, στο μεταξύ, έπρεπε να περάσει ο δρόμος, για να πηγαινοέρχονται τα οχήματα, να ανοίξουν οι δουλειές και να έχει κι αυτός την άνεσή του αργότερα, όταν θα έχτιζε το εργαστήριο.
Το επόμενο διάστημα, ενώ όλοι γύρω του ασχολούνταν με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι «Τελικά, στην κωμόπολη Πολλά Δέντρα, ο δρόμος πέρασε μέσα από το οικόπεδο του Ζήσιμου Σπίντζα», εκείνος επεξεργαζόταν τον γρίφο του χτισίματος ενός σπιτιού στο χωρισμένο σε δυο στενές λωρίδες οικόπεδό του, χωρίς κανείς, ούτε καν η σύζυγός του, να γνωρίζει το παραμικρό. Ώσπου, τον είδαν ένα μεσημέρι να μετράει και μαζεύτηκαν (χτίστες, γείτονες, συγγενείς κι αργόσχολοι) για να τον πείσουν να το χτίσει ψηλά στην ανηφόρα, λίγο μακρόστενο και άβολο, ελλείψει χώρου, αλλά με θέα στην πόλη, μέχρι κάτω στη θάλασσα. «Ώστε θέα στη θάλασσα, παλιοπορτοκαλάδες!» είπε στην κυρία Δόμνα όταν εδέησαν να τον αφήσουν στην ησυχία του. «Για να με ξεφορτωθείτε και να καρπωθείτε τα οφέλη ενός δρόμου φτιαγμένου με δική μου παραχώρηση!» Ο Ζήσιμος Σπίντζας άφησε να περάσει καιρός. Το σκεφτόταν από δω, το σκεφτόταν από κει και, ταυτοχρόνως, περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος διαβάζοντας κάτι μακροσκελείς επιστολές γεμάτες ειδήσεις και πληροφορίες. «Είναι μια επίπονη εργασία», εξηγούσε στη γυναίκα του, «γιατί οφείλει κανείς να απαντά σε διαφορετικές γλώσσες με συνέπεια κι επιμέλεια, προκειμένου να διασφαλίσει αυτήν την πολύτιμη επικοινωνία». Αντιλαμβανόταν η κυρία Δόμνα ότι επρόκειτο για ένα ευρύ και καλά εδραιωμένο δίκτυο, εξαπλωμένο στις σημαντικότερες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, ικανό να του προσφέρει εξονυχιστική πληροφόρηση για το χρηματιστηριακό και τραπεζικό γίγνεσθαι στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο και ούτω καθεξής; Διότι αλλιώς, πώς; Πώς θα κατέληγε στην απόφαση περί αξιοποίησης του opuntia ficus indica; Πώς θα μπορούσε να αξιολογήσει τις δυνατότητές του προϊόντος αγνοώντας τις σύγχρονες επιχειρηματικές τάσεις; Αλλά, «Epistulae plenae querelarum sunt», από καιρού εις καιρόν, διότι, ορισμένοι εκ των αλληλογράφων, αδυνατούσαν να διαχωρίσουν τις προσωπικές τους υποθέσεις από αυτές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού στίβου, οπότε μπορούσε η σύζυγός του να φανταστεί σε τι είδους κυκεώνα αναγκαζόταν εκείνος να πελαγοδρομεί, προκειμένου να διαχωρίσει, «να φιλτράρει» θα ήταν η σωστή έκφραση, την ουσιαστική πληροφόρηση από ένα σωρό παρακινδυνευμένες εκτιμήσεις, φοβίες και ανούσια σχόλια. Όφειλε, λοιπόν, ο Ζήσιμος ακόμα και να τους νταντεύει ασχολούμενος με τις υποθέσεις τους, πράγμα καθόλου εύκολο, δεδομένου ότι χρειαζόταν να διαθέτει κανείς ανά πάσα στιγμή εξαιρετική διαύγεια, ώστε να αλιεύει την ουσία ανάμεσα σε κωμικοτραγικές ειδήσεις περί «των συντριπτικών συνεπειών μιας επαπειλούμενης παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης», ή περί κάποιας επερχόμενης «ανελέητης οικουμενικής πανδημίας», την οποία ο εκάστοτε συντάκτης είχε κατεβάσει από το τρομοκρατημένο κεφάλι του και επιχειρούσε να παρουσιάσει ως εξακριβωμένη. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, ο Ζήσιμος Σπίντζας, κατόρθωνε να τα παρακάμπτει όλα αυτά με επιτυχία και να στρέφει την κουβέντα στις τάσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ζητώντας πληροφορίες για θέματα διαρρύθμισης εσωτερικών χώρων, και ρωτώντας τιμές ανά ποιότητα δομικών υλικών.
Από αυτήν την αγωνιώδη και ολονύχτια ενασχόληση επιχειρούσε να τον διασώσει νωρίς το πρωί η συμβία του, ακουμπώντας στο γραφείο του τις εφημερίδες, αλλά καταφέρνοντας ακριβώς το αντίθετο, αφού, εκείνος, ξεφυλλίζοντάς τες, ένοιωθε ακόμη πιο ευάλωτος και ειλικρινά θορυβημένος συνειδητοποιώντας ότι, αν δεν είχε στη διάθεσή του τους πληροφοριοδότες του, θα κοιμόταν τώρα τον ύπνο του δικαίου. «Τι τα θέλεις Δόμνα, παιδί μου; Ελληνικός τύπος!», έλεγε κρύβοντας τις επιστολές και διπλοκλειδώνοντας το συρτάρι του γραφείου του, πριν καθίσει δίπλα της για τον πρωινό καφέ. Ώσπου στο τέλος, ύστερα από απανωτές αλλαγές αποφάσεων, γκρεμίσματα, τροποποιήσεις και μαραθώνιες διαπραγματεύσεις με αγανακτισμένους τεχνίτες, το σπίτι χτίστηκε ευάερο, και απλόχωρο, αλλά μισό από τη μια μεριά του δρόμου και μισό από την άλλη, αφού, ο Ζήσιμος Σπίντζας, ακολουθώντας τις συμβουλές των αλληλογράφων του, είχε οικοδομήσει δυο τυφλές πλάτες προς τον δρόμο, έτσι ώστε, εφόσον τα δυο μέρη του σπιτιού ενώνονταν με μαγικό τρόπο, να προκύπτει ένα μεγάλο, παραλληλόγραμμο οίκημα με κήπο και πέτρινο αυλόγυρο. Στο μεταξύ, πολύ πριν από την αποπεράτωσή της οικοδομής, η επικρατούσα άποψη για τον καινούργιο δρόμο είχε τροποποιηθεί και όλοι τώρα έλεγαν ότι «Στην κωμόπολη Πολλά Δέντρα ο δρόμος πέρασε μέσα από το σπίτι του Ζήσιμου Σπίντζα!» Άλλο τόσο τροποποιήθηκε και η ζωή της κυρίας Δόμνας που, μαθημένη να προσαρμόζεται στις ιδιορρυθμίες του συζύγου της, προσέλαβε οικιακή βοηθό, για να εκτελεί χρέη μεταφορέα, κι εγκατέστησε στο σαλόνι ειδικό κουδούνι για να επικοινωνεί με την κουζίνα του σπιτιού της στην απέναντι μεριά του δρόμου. Παρ’ όλα αυτά η συνεννόηση στην οικία Σπίντζα αποδείχτηκε επιεικώς προβληματική και ο οικοδεσπότης χρειάστηκε να αλληλογραφήσει επί μήνες προκειμένου να καταρτήσει έναν πολύπλοκο κώδικα, μέσω του οποίου θα κατόρθωνε να λαμβάνει καφέ και όχι παστίτσιο, σιδερωμένο πουκάμισο και όχι εφημερίδα, γυαλισμένα παπούτσια και όχι μελάνι και χαρτί, παυσίπονο και όχι μπατόν σαλέ. Ολοκληρώνοντας τη μπελαλίδικη αυτή δουλειά, συνειδητοποίησε ότι η εφευρετικότητα που επέδειξε στη σύνθεση κουδουνιστών εντολών θα πήγαινε χαμένη, αν η κυρία Δόμνα δεν έσπευδε να κατανοήσει τον καινούργιο κώδικα και στη συνέχεια να τον διδάξει στο κορίτσι της απέναντι πλευράς, αποτρέποντάς το από την αρχική του απόφαση να τα μαζέψει και να σηκωθεί να φύγει. Στο μεταξύ, ο Ζήσιμος Σπίντζας, εντυπωσιασμένος από την καρτερικότητα της συζύγου του και ερωτευμένος μαζί της όσο καμιά άλλη φορά στη ζωή του, έβαλε στα σκαριά τη διοργάνωση μιας γιορτής για τα πεντηκοστά της γενέθλιά. Αναμφισβήτητα, η δουλειά αυτή προϋπέθετε συνεργασία με τους αλληλογράφους εκ Γαλλίας, επειδή εκείνοι γνώριζαν τις καλύτερες συνταγές, τα ωραιότερα κρασιά και μπορούσαν να τον συμβουλεύσουν ακόμα και για τις τελευταίες μουσικές επιτυχίες και να τον βοηθήσουν να τις προμηθευτεί το συντομότερο.
Έχοντας βάλει, λοιπόν, τα πράγματα σε μια σειρά, καθώς η ημερομηνία της γιορτής πλησίαζε, ο Ζήσιμος Σπίντζας επιχείρησε να διασχίσει τον κεντρικό δρόμο της πόλης αποφεύγοντας τις καθυστερήσεις∙ πράγμα δύσκολο, αφού οφείλει κανείς να αγγίζει ευγενικά το καπέλο του και να προφέρει μερικές φράσεις, επιδεικνύοντας την αναμενόμενη κόσμια συμπεριφορά, παρ’ όλη την βιασύνη του. Από την άλλη, εκείνο το δευτεριάτικο πρωινό, ήταν τόση η εγκαρδιότητα απέναντι στον Ζήσιμο Σπίντζα, τόσο συγκινητικές οι αντιδράσεις των καταστηματαρχών, των υπαλλήλων, των περαστικών προς το πρόσωπό του, ώστε η διάθεσή του να βελτιωθεί σημαντικά και να σταματήσει σε μια φουντωτή γλάστρα, για να στολίσει το πέτο του με ένα κλαδάκι αρμπαρόριζας. Αμέσως μετά, προσπερνώντας το ταχυδρομικό γραφείο, ανέβηκε την κάθετη σκάλα ενός κτηρίου και, φθάνοντας στον δεύτερο όροφο, χτύπησε το κουδούνι της ΚΑΛΤΕΤΖΗΣ & ΣΙΑ- ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΝ ΓΡΑΦΕΙΟΝ.
Ο πολύς γέρο Καλτετζής τον δέχτηκε αυτοπροσώπως και χωρίς ραντεβού, αν και δήλωσε κάπως βιαστικός λόγω μιας υπόθεση ζωοκλοπής, η οποία απαιτούσε εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς εκ μέρους του. Όμως, ουδόλως ενδιαφερόταν ο Ζήσιμος για τις δικονομικές μανούβρες του Καλτετζή έναντι των ζωοκλεφτών, πράγμα το οποίο φρόντισε να κάνει σαφές από τις πρώτες στιγμές της συνάντησης, στρέφοντας την κουβέντα στην υπόθεσή του. «Κοίταξε… κοίταξε αγαπητέ,» είπε, «θα πρέπει να προχωρήσουμε τις συζητήσεις μας το συντομότερο, αφού ο χρόνος πιέζει. Γιατί, καθυστερείς φίλτατε χαρακτηριστικά να πάρεις την οριστική σου απόφασή και να εμπλακείς ενεργά στην ανέγερση του εργαστηρίου επεξεργασίας opuntia ficus indica και, στο μεταξύ, τι περιμένεις από εμένα να κάνω; Να παραμείνω απαθής, αντί να συνεχίσω την έρευνά μου προς αναζήτηση επενδυτών, ενώ τα περιθώρια στενεύουν και οι υποχρεώσεις καθίστανται ασφυκτικές;». Σε αυτό το σημείο ο Ζήσιμος ξερόβηξε και σκούπισε το μέτωπό του, κοιτώντας τις βαριές βιβλιοθήκες και τα βελούδινα παραπετάσματα του δωματίου, σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά. Συνήλθε όμως πολύ γρήγορα, ανακάθησε στην πολυθρόνα του και με καλά διαλεγμένες λέξεις ενημέρωσε τον δικηγόρο ότι θα μπορούσε να τον περιμένει λίγο ακόμα, αν εκείνος δεχόταν να του κάνει μια μικρή εξυπηρέτηση. Γιατί τι θα πάθαινε, ας πούμε, η ΚΑΛΤΕΤΖΗΣ & ΣΙΑ- ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΝ ΓΡΑΦΕΙΟΝ αν, ενόψει του εορτασμού των γενεθλίων της Δόμνας Σπίντζα, αποχωριζόταν για μια μέρα το ρολόι και τα μανικετόκουμπα του Ζήσιμου; Θα γκρεμιζόταν κανένας φούρνος αν έλειπαν από το χρηματοκιβώτιο του δικηγόρου, για μια μόλις μέρα, το ενέχυρο περιδέραιο και τα σκουλαρίκια της εορτάζουσας;
Πιθανότατα, εκείνες τις στιγμές, να υπήρχε «κάτι» στις εκφράσεις και τις χειρονομίες του επισκέπτη. Κάτι ικανό να αποσπάσει τον Καλτετζή από τις σκοτούρες της υπόθεσης ζωοκλοπής και να τον αναγκάσει να ασχοληθεί με τον συνομιλητή του, που επέμενε ότι αν εμφανιζόταν σε μια τέτοια περίσταση χωρίς τα απολύτως αναγνωρίσιμα προαναφερθέντα τιμαλφή, θα γινόταν αντικείμενο συζητήσεων και, την επόμενη μέρα, φήμες περί χρεωκοπίας του θα διαδίδονταν αστραπιαία σε όλον τον νομό. Εν ολίγοις, ο Ζήσιμος επέμενε ότι, ή θα έπαιρνε τα ενέχυρα, έστω για μια μέρα, ή θα οδηγείτο στη δυσάρεστη απόφαση να αναβάλει τη γιορτή, «πράγμα φρικώδες, πράγμα εντελώς φρικώδες». Στο μεταξύ, ο δικηγόρος ξάπλωνε αναπαυτικά στην πλάτη της πολυθρόνας του και άκουγε αμίλητος, ώσπου έγειρε προς το μέρος του επισκέπτη και είπε χαμηλόφωνα, «Ώστε θέλεις τα ενέχυρα; Πώς; Χωρίς τίποτα;».
«Τίποτα;», του απάντησε εμβρόντητος ο άλλος. «Τίποτα αποκαλείς εσύ την προοπτική της συνεργασίας μας και την τεχνογνωσία που θα συνεισφέρω σε αυτή; Ξεχνάς τις επαφές μου; Ξεχνάς το πλεονέκτημα με το οποίο με εφοδίασε η μακροχρόνια αλληλογραφία μου με τους ειδικούς;» Και τότε ο Καλτετζής, «ο άθλιος Καλτετζής», για τον οποίο ο Ζήσιμος Σπίντζας αισθανόταν πλέον ότι είχε κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιεί παρόμοια επίθετα, έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο και ψιθύρισε ειρωνικά, «Ποιους ειδικούς; Ωχ, καημένε Ζήσιμε με τις ονειροφαντασίες σου!».
«Ονειροφαντασίες», λοιπόν, οι επαφές; «Ωχ καημένε», στον άνθρωπο ο οποίος άφησε τον δρόμο να περάσει μέσα από το σπίτι του για το καλό της κωμόπολης Πολλά Δέντρα; Ο Ζήσιμος ήταν τώρα κάτι παραπάνω από θυμωμένος, τόσο ώστε να σηκωθεί και να φύγει, αδιαφορώντας για τις παρακλήσεις του δικηγόρου, που τον ακολούθησε μέχρι την έξοδο, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
Γυρίζοντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν στο γραφείο του, για να μαζέψει μερικά πράγματα και, ύστερα, διέσχισε αποφασιστικά τον δρόμο, μπήκε έξαλλος στην απέναντι αυλή κι άρχισε να μεταφέρει τούβλα και λάσπη από την αποθήκη. Αργά το βράδυ, επιστρέφοντας από μια επίσκεψη, η Δόμνα Σπίντζα βρήκε τον άντρα της κλεισμένο σε ένα δωμάτιο με χτισμένη πόρτα και παράθυρο, και διαπίστωσε ότι δεχόταν να επικοινωνήσει μόνο μέσω του κώδικα κουδουνισμάτων, που είχε καταρτίσει ο ίδιος με τη βοήθεια των αλληλογράφων του. Σε γενικές γραμμές, ο Ζήσιμος Σπίντζας δήλωνε αποφασισμένος να λύσει το ζήτημα «χωρίς να δεχτεί την παραμικρή διευκόλυνση εκ μέρους ενός άθλιου», ή να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σαν φυλακισμένος.
Οι διαπραγματεύσεις με τον θορυβημένο δικηγόρο άρχισαν αρκετές μέρες αργότερα, όταν ο έγκλειστος ολοκλήρωσε την κοστολόγηση σειράς τεχνικών επιστολών με θέμα την κατασκευή και τον εξοπλισμό μιας υπερσύγχρονης μονάδας επεξεργασίας opuntia ficus indica. Στις τακτικές και μακρόσυρτες απογευματινές συσκέψεις των δυο μερών, μεταφράζοντας τα κουδουνίσματα του συζύγου της, η κυρία Δόμνα ενημέρωνε τον Καλτετζή ότι ορισμένες επιστολές, οι οποίες περιείχαν λεπτομερή σκίτσα μηχανημάτων αποφλοίωσης, πολτοποίησης και συσκευασίας, κοστολογούνταν ακριβότερα από κάποιες άλλες, με θέμα τον εσωτερικό διάκοσμο των γραφείων διοίκησης και την οργανωτική δομή του λογιστηρίου. Όσες, όμως, φορές ο δικηγόρος αποδεχόταν με ευκολία τους προτεινόμενους όρους, τα κουδουνίσματα από την άλλη μεριά διακόπτονταν και ο Ζήσιμος αποσυρόταν για μέρες μέχρι την επόμενη σύσκεψη, την οποία η κυρία Δόμνα κατόρθωνε να κανονίζει ύστερα από διαρκή παρακάλια. Ο Καλτετζής επανερχόταν, τότε, διατεθειμένος να διαπραγματευτεί σκληρά την αξία των τεχνικών επιστολών και το κουδούνι από την απέναντι μεριά έπαιρνε φωτιά, προκειμένου να διευθετηθούν οι λεπτομέρειες. Στην τελική φάση των συζητήσεων και αναφορικά με τη συμφωνημένη πια ανταλλαγή, ο Ζήσιμος δεσμεύτηκε ότι, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, αφού πρώτα γκρέμιζε τα τούβλα από την πόρτα της φυλακής του, θα πλενόταν και θα ξυριζόταν με την ησυχία του, προκειμένου να επιστρέψει στα συζυγικά καθήκοντα, χωρίς να αναστατώσει περισσότερο τη Δομνίτσα του.
Την προκαθορισμένη ημερομηνία αρκετοί κάτοικοι της κωμόπολης Πολλά Δέντρα είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τον δικηγόρο, παρά την ηλικία του, να σκαρφαλώνει με σκάλα στη στέγη του Ζήσιμου Σπίντζα, να πλησιάζει με κόπο τον φεγγίτη και να χρησιμοποιεί ένα καλάθι δεμένο με σκοινί, προκειμένου να ανταλλάξει τα ενέχυρα με ένα δέμα γεμάτο φακέλους. Κατεβαίνοντας, ξεφύσησε ανακουφισμένος κι ενώ το τρέμουλο των ποδιών του εξακολουθούσε, ενημέρωσε την κυρία Σπίντζα ότι ο σύζυγός της θα τελείωνε τις δουλειές του και θα εμφανιζόταν στο μεσημεριανό τραπέζι, έτοιμος να διοργανώσει τον εορτασμό των πεντηκοστών γενεθλίων της με την αρμόζουσα λαμπρότητα.
Λίγη ώρα αργότερα, στην ησυχία του γραφείου του, εξοντωμένος από διαπραγματεύσεις και ακροβατικά, ο γέρο δικηγόρος άνοιξε το δέμα του Ζήσιμου Σπίντζα και διαπίστωσε ότι περιείχε φακέλους, γεμάτους διαφημιστικά φυλλάδια ειδών καθαρισμού, ταξινομημένους ανά προϊόν και εταιρεία.