Τα απόβλητα των γεμιστών
Μισά παράθυρα τα μάτια της σε ημιυπόγεια γκαρσονιέρα της Αισώπου. Κατακλύζονται από δεκάδες ναυάγια παπούτσια που βαδίζουν μπροστά της στο λερό πεζοδρόμιο, ξεσηκώνοντας τη μαύρη σκόνη να βαραίνει το δωμάτιο. Η μύτη της δίοδος, διοχετεύει ατόφια μέσα της τη μπόχα των υπονόμων που κείτονται στο επίπεδό της. Εκείνα τα αφανή απόβλητα, τα ρέοντα από κάθε λογής σώμα που μπουκώνουν τον ζωτικό ορίζοντα. Τα ρουφάει με βουλιμία. Και τ’ αυτιά της; Τ’ αυτιά της χοάνες περισυλλογής κάθε ανείπωτης κολασμένης σκέψης, κάθε ανέκφραστης επιθυμίας που λαχταράει εκτόνωση.
Η ανάσα της ρόχθος.
Να χτίσει θέλει ετούτο το παράθυρο, να το σφραγίσει. Να το αποκλείσει στο σκοτάδι δίχως εικόνες, ήχους κι οσμές, μακριά από τα πρέποντα τα δικά της.
Καταφέρνει και κλειδώνει την άλλη στο δωμάτιο. Χώνει το κλειδί κάτω απ’ τη γλώσσα της. Εξέρχεται στον συμπαγώς δομημένο ρόλο της, από βρεφικής ηλικίας, εκείνον της ευπρεπούς με χριστιανικές αρχές κι αξιοπρέπεια κάτω από κάθε περίσταση, της σεμνής κυρίας, μητέρας και συζύγου που οφείλει να ασχοληθεί σήμερα με το μαγείρεμα των γεμιστών για το μεσημεριανό γεύμα της οικογένειας.
Πριν ξεκινήσει ελέγχει στον ολόσωμο βενετσιάνικο καθρέφτη του χολ, αν δείχνει ακριβώς όπως την βλέπουν. Αποδιώχνει τα μυγάκια γύρω της που την ακολούθησαν ξεδιάντροπα. Κατευθύνεται στην κουζίνα. Περνάει στο λαιμό τη λευκή ποδιά, τη δένει στη μέση της. Αρχίζει να κόβει το κρεμμύδι πάνω στον πάγκο με το μεγάλο μαχαίρι. Το κόβει σε διάφανες φέτες, γρήγορα κι επιδέξια, προσηλωμένη στη δουλειά της. Σκέφτεται ένα-ένα τα υλικά που χρειάζονται να προσθέσει. Μια μαχαιριά ξεφεύγει, μπήγεται βαθιά στον αντίχειρα. Το αίμα την πιτσιλάει στο πρόσωπο. Το σκουπίζει, πάραυτα, με χαρτί κουζίνας. Τυλίγει το δάχτυλο με μια πετσέτα. Ρίχνει το κρεμμύδι στο καυτό λάδι, προσθέτει και σκόρδο. Ξετυλίγει το πακέτο με τον κιμά. Η μυρωδιά νωπού κρέατος της φράζει τα ρουθούνια. Το στόμα της πλημμυρίζει σάλια καθώς τον αισθάνεται πίσω της να μπαίνει με βία μέσα της, να σπρώχνει τα σωθικά της. Φτύνει στο νεροχύτη τον πόθο. Πετάει τον κιμά στο λάδι, τον γυρίζει, πασπαλίζει με μπαχαρικά, τρίβει από πάνω φρέσκες ντομάτες. Τα χέρια της στάζουν κατακόκκινα ζουμιά, ενώ τις σχίζει τα ρούχα βογκώντας, την εκθέτει γυμνή στα μάτια της. Αρπάζει την κουτάλα με ορμή, λιώνει πάνω στον πάγκο τη χοντρή μύγα που εισέβαλλε στην κουζίνα. «Εδώ δεν θα βρωμίσει κανείς!» φωνάζει κι ελέγχει γύρω της μην και ακούστηκε. Οι παλάμες την σφίγγουν παντού, την λεηλατούν, τα δόντια την οργώνουν. Τα πόδια της τρέμουν, το κορμί σπαρταρά. Συνεχίζει το μαγείρεμα ασθμαίνοντας. Γεμίζει τις πιπεριές, τις αλφαδιάζει στο ταψί, τις φουρνίζει. Καθώς σκύβει στον φούρνο, «Πουτάνα μου, εσύ!» αναπνέει στο αυτί της λάγνα η φωνή πριν σβήσει.
Σαπουνίζει με ξύδι τα κουζινικά. Σαπουνίζει μανιωδώς ό,τι λέρωσε να το ξεπλύνει στην εντέλεια.
Το σπίτι μοσχοβολάει φαγητό που ψήνεται.
Την ώρα του δείπνου, η οικογένεια καταβροχθίζει λαίμαργα τα γεμιστά της. Πολύ πετυχημένα σήμερα.
Η εικόνα της τους παρατηρεί, ενώ μασάει προσεκτικά, μην και πνιγεί με το κλειδί κάτω απ’ τη γλώσσα. Στο νου της η λευκή ποδιά. Να ξασπρίσει τις κόκκινες πιτσιλιές με σόδα, να τη σιδερώσει, να την κολλαρίσει, να την έχει άσπιλη για το επόμενο μαγείρεμα.