Στην πόλη του Αμίν

Στην πόλη του Αμίν


Στην πό­λη του Αμίν τα παι­διά περ­πα­τά­νε μες στη ζέ­στη, δί­πλα σε δρό­μους χω­ρίς πε­ζο­δρό­μια, πλάι σε οι­κό­πε­δα γε­μά­τα σκου­πί­δια. Κα­τά μή­κος των με­γά­λων δρό­μων, τα κτή­ρια εί­ναι ετε­ρό­κλη­τα, γε­μά­τα βου­ε­ρά μα­γα­ζιά και χρώ­μα. Ωστό­σο τα παι­διά κου­βα­λούν στη ζέ­στη ένα ακορ­ντε­όν, ένα κα­σε­λά­κι για λού­στρο. «Το αγα­πη­μέ­νο μου μά­θη­μα ήταν η βεγ­γα­λι­κή γλώσ­σα» — αλ­λοί­μο­νο, ο Αμίν στα­μά­τη­σε να πη­γαί­νει σχο­λείο όταν έχα­σε τον πα­τέ­ρα του.
Στην οι­κο­δο­μή, στην πρω­τεύ­ου­σα, ένα χα­ντά­κι με βρώ­μι­κο νε­ρό, στοί­βες με κόκ­κι­να τού­βλα, μπαί­νουν σε με­γά­λα κα­λά­θια και οι ερ­γά­τες τα κου­βα­λούν στο κε­φά­λι. Στο βά­θος, σχε­δόν κά­θε μέ­ρα, τα δέ­ντρα αχνο­φαί­νο­νται μέ­σα σε μια μό­νι­μη υγρα­σία, ξε­χω­ρί­ζουν σαν σκιές φοί­νι­κες στο βά­θος. Θυ­μά­ται ένα πρωί, έπαι­ζε πο­δό­σφαι­ρο με τους φί­λους σε μια λα­σπω­μέ­νη αλά­να και με­τά ο πα­τέ­ρας του τον εί­χε ση­κώ­σει στους ώμους.
Τώ­ρα κά­θε μέ­ρα, κου­ρα­σμέ­νος και με φό­βο κα­τε­βαί­νει από την Κυ­ψέ­λη στον σταθ­μό Ατ­τι­κή. Tον συ­νά­ντη­σα τυ­χαία στη δια­δρο­μή. Το πρό­σω­πό κλει­στό, με αγω­νία που στην απευ­θύ­νει σαν αί­τη­μα. Μοιά­ζει να λέ­ει δεν ξέ­ρω ποιος εί­μαι, θέ­λω να με ανα­λά­βεις. Η ζωή μου ήταν πά­ντα σκλη­ρή, θέ­λω να με ανα­λά­βεις. Να με ση­κώ­σεις στους ώμους…
Κα­τέ­βαι­νε στο εστια­τό­ριο και κα­θά­ρι­ζε θα­λασ­σι­νά, ατέ­λειω­τες πο­σό­τη­τες, κο­βό­ταν και πρό­σθε­τε κα­θη­με­ρι­νές στε­ρή­σεις. Δυ­νά­μω­νε τη φω­νή της απεύ­θυν­σης. Γυρ­νά­ει στο σπί­τι, ένα δια­μέ­ρι­σμα μό­νο με κρε­βά­τια μέ­σα, χω­ρίς σα­λό­νι. Με με­γά­λες κα­τσα­ρό­λες στο πα­λιό μά­τι της κου­ζί­νας, μία με ρύ­ζι και μία με κρέ­ας μέ­σα σε καυ­τε­ρή σάλ­τσα. Γυρ­νά κά­νει μπά­νιο και προ­σπα­θεί να βγά­λει από πά­νω του τη μυ­ρω­διά της δου­λειάς.
Στο δω­μά­τιο του ο συ­γκά­τοι­κός του στο δι­πλα­νό κρε­βά­τι. Πιο ψη­λός από εκεί­νον, τρώ­νε μα­ζί, αστειεύ­ο­νται. Εκεί­νος αντί­θε­τα με το Αμίν, βγαί­νει τις Κυ­ρια­κές με φί­λους, λέ­ει φω­να­χτά αστεία, πί­νει μπί­ρες στο Μο­να­στη­ρά­κι και σχο­λιά­ζει το πα­ρά­ξε­νο αθη­ναϊ­κό πλή­θος, τα κο­ρί­τσια. Και κα­μιά φο­ρά, κά­νει στον Αμίν μα­σάζ στα πό­δια, πρη­σμέ­να από την ορ­θο­στα­σία, και τό­τε αυ­τός, σχε­δόν ερή­μην του, νιώ­θει μια ζέ­στη να δια­χέ­ε­ται στη ρα­χο­κο­κα­λιά του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: