Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων

Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων

Άσπρο μαντίλι

Γάλ­λος φω­το­ρε­πόρ­τερ μό­λις βγαί­νει από το βομ­βαρ­δι­σμέ­νο θέ­α­τρο στη Μα­ριού­πο­λη. Βγά­ζει το κρά­νος του. Σκου­πί­ζει το τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο πρό­σω­πό του μ’ ένα άσπρο μα­ντί­λι.

«Ωραί­ος και­ρός σή­με­ρα. Ό,τι πρέ­πει για να κρε­μα­στεί κα­νείς».*



* Θεί­ος Βά­νιας, Τσέ­χοφ.

Μοβ άμφια

Ένας κα­θο­λι­κός ιε­ρέ­ας βγαί­νει από τη Βα­σι­λι­κή του Αγί­ου Πέ­τρου. Φλο­γι­σμέ­νο πρό­σω­πο. Δεν μπο­ρεί να ανα­πνεύ­σει. Τρα­βά­ει και ανοί­γει τα μοβ άμ­φια στο στή­θος του. Τρέ­μει σύ­γκορ­μος. Γο­να­τί­ζει. Πα­ρα­λη­ρεί.

Μί­λα! Δεν αντέ­χε­ται άλ­λο αυ­τή η κα­τά­στα­ση. Αυ­τή η σιω­πή και η απου­σία σου δεν εν­δια­φέ­ρει πλέ­ον κα­νέ­ναν. Όλοι έχουν κου­ρα­στεί. Από τον θε­ο­λό­γο και τον με­τα­νά­στη ως τον πι­στό και τον καρ­κι­νο­πα­θή. Μό­νο τα κα­θάρ­μα­τα βο­λεύ­ει πλέ­ον η απά­θειά σου. Από το μη­δέν τού εν­θά­δε, στο μη­δέν τού επέ­κει­να. Μί­λα! Θα πά­ρεις πο­τέ κα­μία ευ­θύ­νη για τί­πο­τα; Για όλα τα μα­ζι­κά εγκλή­μα­τα, από κα­τα­βο­λής του κό­σμου, ευ­θύ­νε­ται η ανία και η αδια­φο­ρία σου. Μί­λα! Εί­σαι ο πιο σκλη­ρός μά­να­τζερ του αν­θρώ­πι­νου πό­νου. Credere quia absurdum.* Δεν βα­ρέ­θη­κες; Credere quia absurdum. Credere quia absurdum. Μί­λα! Άνοι­ξε τα γα­μο-άμω­μα χεί­λη σου, κρο­τά­λι­σε τα γα­μο-άσπι­λα δό­ντια σου. Μί­λα! Πες μια λέ­ξη. Κά­τι. Ψέλ­λι­σε το όνο­μά σου. Το οτι­δή­πο­τε.

*Να πι­στεύ­εις επει­δή εί­ναι πα­ρά­λο­γο.

Σ’ ένα παγκάκι

Κα­λο­καί­ρι. Ένας Ιά­πω­νας (γύ­ρω στα σα­ρά­ντα) κοι­μά­ται σε ύπτια θέ­ση, σ’ ένα πα­γκά­κι στο Δά­σος της Βου­λό­νης στο Πα­ρί­σι. Για μα­ξι­λά­ρι έχει το σα­κί­διό του. Στο στέρ­νο του έχει ανοι­χτά Τα Ημε­ρο­λό­για του Κάφ­κα σε γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση.

Μπή­κα στο λε­ω­φο­ρείο. Ήταν γε­μά­το πρη­σμέ­να πρό­σω­πα. Από φάρ­μα­κα; Από μπου­νιές; Από κά­ποια δερ­μα­τι­κή νό­σο; Όσο κι αν τα πε­ριερ­γα­ζό­μουν, συ­μπέ­ρα­σμα δεν έβγα­ζα. Ανα­στα­τω­μέ­νος κα­τέ­βη­κα πολ­λές στά­σεις νω­ρί­τε­ρα από τον προ­ο­ρι­σμό μου. Στον δρό­μο συ­να­ντού­σα αν­θρώ­πους που κού­τσαι­ναν. Άλ­λοι από το αρι­στε­ρό πό­δι, άλ­λοι από το δε­ξί. Σε μια πρό­χει­ρη στα­τι­στι­κή κα­τα­μέ­τρη­σα πε­ρισ­σό­τε­ρους αρι­στε­ρο­πό­δα­ρους χω­λούς. Άν­θρω­ποι όλων των ηλι­κιών, φύ­λων, χρω­μά­των, θρη­σκειών και τά­ξε­ων. Ακό­μη και τα σκυ­λιά, οι γά­τες και τα που­λιά που συ­να­ντού­σα κού­τσαι­ναν κι αυ­τά. Ήταν μια ακρι­βής χο­ρο­γρα­φία. Τρο­μα­κτι­κά ακρι­βής. Ελέγ­χο­ντας συ­νε­χώς το βά­δι­σμά μου, μή­πως αρ­χί­σω κι εγώ να γέρ­νω από τη μια ή την άλ­λη πλευ­ρά, κα­τέ­βη­κα στον πρώ­το σταθ­μό του με­τρό και μπή­κα σ’ έναν ασφυ­κτι­κά γε­μά­το συρ­μό. Αι­σθάν­θη­κα ότι έμπαι­να σ’ ένα υπνω­τή­ριο ορ­θί­ων. Άντρες, γυ­ναί­κες και παι­διά ήταν βυ­θι­σμέ­νοι σ’ έναν κοι­νό ύπνο. Άλ­λοι κρα­τιό­ντου­σαν από τις χει­ρο­λα­βές, άλ­λοι ακου­μπού­σαν δια­κρι­τι­κά στον ώμο, στην πλά­τη ή, οι κο­ντύ­τε­ροι, στη μέ­ση των άλ­λων. Από­ρη­σα με την υπο­μο­νή μου μέ­χρι να φτά­σω στο τέρ­μα. Ανε­ξή­γη­το ήταν πως όσοι έμπαι­ναν χα­σμου­ριό­ντου­σαν κι αμέ­σως βά­ραι­ναν τα βλέ­φα­ρά τους και κοι­μό­ντου­σαν σαν βρέ­φη. Εν­νο­εί­ται πως κα­νέ­νας δεν κα­τέ­βαι­νε στη στά­ση που ήθε­λε να κα­τέ­βει. Προς στιγ­μή σκέ­φτη­κα μή­πως κοι­μά­ται και ο οδη­γός του με­τρό. Τέ­λος πά­ντων, κρα­τώ­ντας τα μά­τια μου πιε­στι­κά τε­ντω­μέ­να, μη βυ­θι­στώ κι εγώ σ’ αυ­τόν τον ανε­ξή­γη­το ομα­δι­κό ύπνο, έφτα­σα έξω από την πό­λη.

Εί­χα ρα­ντε­βού σε μια εται­ρεία παι­χνι­διών, που εί­χε την έδρα της στα προ­ά­στια, για τη θέ­ση του λο­γι­στή. Με το που πά­τη­σα το πό­δι μου στην απο­βά­θρα, με τύ­λι­ξε μια τρο­με­ρή ησυ­χία, μια τρο­με­ρή σιω­πή. Δεν ακου­γό­ταν τί­πο­τα. Λες και βρι­σκό­μουν σ’ έναν χώ­ρο ηχο­μο­νω­μέ­νο. Λες και εί­χε τε­λειώ­σει ο κό­σμος. Περ­πά­τη­σα ως την εται­ρεία. Δεν συ­νά­ντη­σα κα­νέ­ναν. Ού­τε άν­θρω­πο, ού­τε ζώο, ού­τε αυ­το­κί­νη­το. Τό­τε θυ­μή­θη­κα πως κά­πο­τε εί­χα ξυ­πνή­σει σ’ ένα πα­ρό­μοιο όνει­ρο ενός πε­θα­μέ­νου φί­λου μου. Και τα­ρά­χτη­κα. Τα­ρά­χτη­κα που θυ­μή­θη­κα τον αδό­κη­το θά­να­το ενός πο­λύ τα­λα­ντού­χου αν­θρώ­που πριν πα­τή­σει καν τα πε­νή­ντα; Ή, μή­πως, επει­δή σ’ εκεί­νο το όνει­ρο ο ζω­ντα­νός στον ύπνο μου φί­λος μου ζη­τού­σε να τον διευ­κο­λύ­νω να ξε­φύ­γει από τον εφιάλ­τη που λί­γο πριν πε­ριέ­γρα­ψα; Πέ­ραν αυ­τών των ανώ­φε­λων ερω­τη­μά­των προ­σπα­θού­σα, ατε­λέ­σφο­ρα μάλ­λον, να θυ­μη­θώ την ακρι­βή αι­τία του θα­νά­του του φί­λου μου. Κά­ποιοι έλε­γαν ότι τον οδή­γη­σε στον μα­ρα­σμό ένας αδιέ­ξο­δος έρω­τας με μια ξα­δέλ­φη του. Κά­ποιοι άλ­λοι επει­δή προ­σβλή­θη­κε από κά­ποιο αχαρ­το­γρά­φη­το αυ­το­ά­νο­σο. Κά­ποιοι, λι­γό­τε­ροι αυ­τοί, ότι έχα­σε τα μυα­λά του δια­βά­ζο­ντας μα­νιω­δώς Γορ­γία και Βιτ­γκεν­στάιν.

Βίγκαν σάντουιτς

Δυο χρη­μα­τι­στές μπρο­στά στους υπο­λο­γι­στές τους. Ο ένας εί­ναι πυρ­ρό­ξαν­θος κι ο άλ­λος με­λα­χρι­νός. Ο πυρ­ρό­ξαν­θος τρώ­ει βί­γκαν σά­ντουιτς. Πρώ­τος μι­λά­ει ο με­λα­χρι­νός.

Εντέ­λει η ζωή χω­ρί­ζε­ται σε δυο στρα­τό­πε­δα…

Στρα­τό­πε­δα;

Ναι, στρα­τό­πε­δα.

Κα­λά, δεν τε­λειώ­σα­με μ’ αυ­τές τις μα­λα­κί­ες;

Εμείς μπο­ρεί, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όχι.

Μι­λάς για κομ­μου­νι­σμό και κα­πι­τα­λι­σμό;

Κά­τι χει­ρό­τε­ρο!

Ανα­δυό­με­νες οι­κο­νο­μί­ες, στα­θε­ρές ή πτω­τι­κές;

Συ­νέ­χι­σε…

Υπε­ρα­νά­πτυ­ξη και κα­τά­θλι­ψη;

Κά­τι άλ­λο!

Ενερ­γεια­κός σει­σμός και εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα;

Κά­τι, κά­τι, κά­τι άλ­λο…

Μα­κά­ριοι, πα­νι­κό­βλη­τοι ή κα­τα­πτοη­μέ­νοι κα­τα­να­λω­τές;

Τσου!

Πλού­σιοι στα κόλ­πα, φτω­χοί στα όπλα;

Για συ­νέ­χι­σε…

Πού σκα­τά το πας;…

Συ­νέ­χι­σε…

Δεί­κτες ανερ­γί­ας και αγά­μη­τες γκό­με­νες;

Πλη­σιά­ζεις…

Βα­ρέ­θη­κα, πες…

Τό­σο γρή­γο­ρα τα πα­ρα­τάς;

Έχου­με και δου­λειές…

Πε­ρί αυ­τού πρό­κει­ται…

Έχεις κα­μία εσω­τε­ρι­κή ενη­μέ­ρω­ση;

Η κα­τά­στα­ση εί­ναι σο­βα­ρή, αλ­λά όχι κα­τα­στρο­φι­κή.

Έμα­θες κά­τι και μου το κρύ­βεις; Μί­λα!

Αυ­τό εί­ναι το ένα στρα­τό­πε­δο!

Μά­λι­στα! Και το άλ­λο;

Το ανά­πο­δο…

Δη­λα­δή, η κα­τά­στα­ση εί­ναι κα­τα­στρο­φι­κή, αλ­λά όχι σο­βα­ρή;

Ακρι­βώς! Όπως τα λες…

Κι εμείς πού βρι­σκό­μα­στε;

Θα δεί­ξει…

Τι θα δεί­ξει; Έχου­με κά­που πό­λε­μο; Τρο­μο­κρα­τι­κό χτύ­πη­μα; Μί­λα! Νέα πα­ραλ­λα­γή της παν­δη­μί­ας; Θα μι­λή­σεις; Κα­τέρ­ρευ­σε η Wall Street, το Nasdaq, το χρη­μα­τι­στή­ριο στη Σαν­γκάη, στο Χονγκ Κονγκ, το Tawadul, η Deutsche Boerse AG―

Η γυ­ναί­κα σου τα ’φτια­ξε με τη γυ­ναί­κα μου, ηλί­θιε!

Ο πυρ­ρό­ξαν­θος φτύ­νει αυ­τό που τρώ­ει.

Αυ­τό που άκου­σες!

Τι μα­λα­κία εί­ναι πά­λι αυ­τή!

Κι άκου­σε κι αυ­τό, πα­νη­λί­θιε. Βρή­καν έναν Ιν­δό χά­κερ, δεν ξέ­ρω πού, τον πλή­ρω­σαν κα­λά κι ού­τε ξέ­ρω πό­σα σή­κω­σαν από τις κάρ­τες μου.

Υπάρ­χουν Ιν­δοί χά­κερ;

Αυ­τό σε καί­ει τώ­ρα;

Λες να σή­κω­σαν κι απ’ τις δι­κές μου;

Σι­γου­ρά­κι!

Μου δί­νεις την άδεια να πλα­κώ­σω και τη δι­κιά σου στο ξύ­λο εκτός από τη δι­κιά μου;

Κρά­τη­σε δυ­νά­μεις…

Τώ­ρα που εί­μαι ζε­στός…

Βρί­σκο­νται ήδη στην Ασουν­σιόν…

Πού;

Ασουν­σιόν!

Πού σκα­τά βρί­σκε­ται αυ­τό;

Στην Πα­ρα­γουάη…

Και τι κά­νου­με;

Περ­πα­τά­με σε τε­ντω­μέ­νο σχοι­νί.

Όχι άλ­λους γρί­φους. Λυ­πή­σου με…

Η κα­τά­στα­ση εί­ναι σο­βα­ρή, αλ­λά όχι κα­τα­στρο­φι­κή, ή η κα­τά­στα­ση εί­ναι κα­τα­στρο­φι­κή, αλ­λά όχι σο­βα­ρή. Απο­φά­σι­σε!

Απο­φά­σι­σα!

Έτσι σε θέ­λω. Για πες…

Ο πυρ­ρό­ξαν­θος πε­τά­ει το σά­ντουιτς στην οθό­νη του υπο­λο­γι­στή. Ρί­χνει κά­τω τα χαρ­τιά του και το πλη­κτρο­λό­γιο και φεύ­γει από το γρα­φείο, σαν να έχουν πά­ρει τα ρού­χα του φω­τιά. Σχε­δόν ωρύ­ε­ται.

Αρ­κε­τά! Θα κα­τε­βά­σω μια χού­φτα υπνω­τι­κά και θα κοι­μη­θώ σαν νε­κρός. Αρ­κε­τά! Να γα­μη­θεί το σύ­μπαν.

Μπλε φως

Ξε­νο­δο­χείο. Κρε­βά­τι ανά­στα­το. Στο κο­μο­δί­νο, φω­τι­στι­κό με μπλε φως. Άντρας και γυ­ναί­κα γυ­μνοί. Ο άντρας γύ­ρω στα σα­ρά­ντα, η γυ­ναί­κα γύ­ρω στα πε­νή­ντα. Πρώ­τος μι­λά­ει ο άντρας.

Πώς ήταν;

Πώς θες να ήταν;

Πά­ντα απα­ντάς με ερώ­τη­ση ;

Εξαρ­τά­ται.

Από τι;

Από την ερώ­τη­ση.

Δεν έπρε­πε να ρω­τή­σω;

Δεν ανά­ψα­με ακό­μη τσι­γά­ρο και με ρω­τάς πώς ήταν;

Συγ­γνώ­μη…

Πα­ρα­κα­λώ!

Επει­δή σε νιώ­θω από­μα­κρη τε­λευ­ταία…

Έχω τα δι­κά μου…

Με τον άντρα σου;

Με όλα.

Στο γρα­φείο μού εί­χες πει πως κά­πως ηρέ­μη­σε η κα­τά­στα­ση…

Με όλα.

Το παι­δί κα­λά με τη λο­γο­θε­ρα­πεία;

Άκου, αν θέ­λω να μι­λή­σω, θα μι­λή­σω.

Δη­λα­δή, εσύ μπο­ρείς να με ρω­τάς για τη γυ­ναί­κα μου, τα παι­διά μου και τη δου­λειά μου;

Δεν θα ξα­να­ρω­τή­σω!

Έχεις τις μαύ­ρες σου…

Άκου, ο κα­θέ­νας έχει τους λό­γους του που κά­νει ό,τι κά­νει.

Δη­λα­δή;

Εσύ μπο­ρεί να ξε­νο­πη­δάς για­τί πνί­γε­σαι στο σπί­τι σου. Για­τί δεν αντέ­χεις άλ­λο τη γυ­ναί­κα σου. Σι­χαί­νε­σαι τον εαυ­τό σου. Δεν ξέ­ρω τι.

Ενώ εσύ;

Ο κα­θέ­νας έχει τους λό­γους του. Άλ­λος για να αντέ­ξει το κε­νό, άλ­λος για να πά­ρει ώθη­ση και να χω­ρί­σει, άλ­λος για να έρ­θει κο­ντύ­τε­ρα σε κά­τι που πι­στεύ­ει πως ακό­μη δεν έχει πε­θά­νει μέ­σα του…

Αυ­τό τώ­ρα εί­ναι απά­ντη­ση;

Δεν μπο­ρώ να γί­νω πιο συ­γκε­κρι­μέ­νη.

Δεν ξέ­ρω αν θυ­μά­σαι, αλ­λά εσύ με φλέρ­τα­ρες…

Ναι, για­τί ήσουν ανώ­δυ­νος.

Με το να γί­νε­σαι προ­σβλη­τι­κή κερ­δί­ζεις τί­πο­τα;

Δεν ήθε­λα να πω ακρι­βώς αυ­τό. Και ναι, σή­με­ρα ήταν κα­λά. Το αι­σθάν­θη­κες, νο­μί­ζω.

Δεν θέ­λω να σε πα­ρα­βιά­ζω. Αν και σε ξέ­ρω λί­γο, θα ήθε­λα να ξέ­ρεις πως δεν σε βλέ­πω μό­νο ερω­τι­κά.

Η γυ­ναί­κα πε­τά­γε­ται πά­νω. Ντύ­νε­ται σαν κυ­νη­γη­μέ­νη.

Έχω αρ­γή­σει. Πρέ­πει να φύ­γω.

Πό­τε θα τα ξα­να­πού­με;

Θα δού­με. Θα σου στεί­λω μή­νυ­μα.

Κομμένες φλέβες

Άντρας και γυ­ναί­κα, απροσ­διό­ρι­στης ηλι­κί­ας, σε ερη­μι­κή πα­ρα­λία. Εί­ναι χω­μέ­νοι ως τον λαι­μό στην άμ­μο. Ένα κί­τρι­νο, σκε­λε­τω­μέ­νο σκυ­λί κι­νεί­ται ανά­με­σά τους. Ανά στιγ­μές κα­του­ρά­ει στο πρό­σω­πό τους. Πρώ­τη μι­λά­ει η γυ­ναί­κα.

Δεν πρέ­πει να μ’ αφή­σεις…

Πώς σου ήρ­θε τώ­ρα αυ­τό;

Δεν θέ­λω να μ’ αφή­σεις…

Μό­νη σου μι­λάς;

Δεν μπο­ρείς να μ’ αφή­σεις…

Ακούς τι λες;

Αν μ’ αφή­σεις, θα συμ­βούν τρο­μα­κτι­κά πράγ­μα­τα…

Σε ποιον;

Πρώ­τα σ’ αυ­τήν που θα πας, με­τά σε όσους αυ­τή αγα­πά­ει και με­τά…

Και με­τά…

Θα μ’ ανα­γκά­σεις να κά­νω τρο­μα­κτι­κά πράγ­μα­τα…

Και με­τά…

Με­τά στα παι­διά μας!

Δεν έχου­με παι­διά! Χώ­νε­ψέ το…

Τα παι­διά σου εί­ναι παι­διά μου…

Τα παι­διά μου δεν θέ­λουν να σε δουν ού­τε ζω­γρα­φι­στή. Πέ­ραν αυ­τού, τα παι­διά μου ζουν με τη μη­τέ­ρα τους.

Βρά­ζω νε­ρό για σού­πα και την ώρα που κοι­μού­νται αδειά­ζω την κα­τσα­ρό­λα πά­νω τους…

Αφού δεν ξέ­ρεις να μα­γει­ρεύ­εις. Ένα τσάι δεν ξέ­ρεις να φτιά­ξεις. Τι σού­πες μού λες…

Σι­δε­ρώ­νω τα που­κά­μι­σά σου και με­τά τα καίω στο πρό­σω­πο και στο σώ­μα…

Εσύ δεν έχεις κα­μία σχέ­ση με το νοι­κο­κυ­ριό. Εξάλ­λου τα που­κά­μι­σά μου τα δί­νω στο κα­θα­ρι­στή­ριο…

Εί­μαι απο­φα­σι­σμέ­νη…

Επι­τέ­λους, κό­ψε τις ανοη­σί­ες…

Τη σκέ­φτε­σαι ακό­μη την πρώ­ην γυ­ναί­κα σου;

Η πρώ­ην γυ­ναί­κα μου εί­σαι εσύ. Παι­διά δεν κά­να­με. Όσο κι αν προ­σπα­θή­σα­με. Πα­ντρεύ­τη­κα την αδελ­φή σου και απο­κτή­σα­με δυο παι­διά. Τη μι­κρή αδελ­φή σου που ήσα­σταν στα μα­χαί­ρια. Δεν συμ­βι­βά­στη­κες πο­τέ μ’ αυ­τό κι αυ­το­κτό­νη­σες.

Αυ­τή εί­ναι η εκ­δο­χή της αστυ­νο­μί­ας.

Τα βαρ­βι­του­ρι­κά στο στο­μά­χι σου και οι κομ­μέ­νες φλέ­βες στην μπα­νιέ­ρα εί­ναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η γυ­μνή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ποιος ακού­ει πλέ­ον τους μπά­τσους…

Τον ια­τρο­δι­κα­στή; Τον νε­κρο­θά­φτη; Τους γο­νείς σου;

Τα ίδια σκα­τά!

Δεν βα­ρέ­θη­κες; Για πό­σο και­ρό θα λες τις ίδιες ηλι­θιό­τη­τες;

Και με­τά, εσύ έπε­σες με­θυ­σμέ­νος στη θά­λασ­σα με το αυ­το­κί­νη­το.

Αυ­τή εί­ναι η εκ­δο­χή της αδελ­φής σου!

Τό­σο αβά­στα­χτη ήταν η λύ­πη σου, αγά­πη μου…

Αυ­τά βγή­κε και τα εί­πε η πα­λα­βιά­ρα η αδελ­φή σου στα κα­νά­λια…

Μη μι­λάς έτσι για την αδελ­φή μου…

Τρε­λό­σο­γο, ε, τρε­λό­σο­γο!

Το σόι μου μην το ξα­να­πιά­σεις στο στό­μα σου. Ακούς;

Μι­λά­ει και η αδελ­φή σου που άφη­σε δε­μέ­νο το σκυ­λί μας χω­ρίς νε­ρό και φαΐ στο εξο­χι­κό και πέ­θα­νε το ζω­ντα­νό. Η σκα­τό­ψυ­χη μι­λά­ει;

Με τη σκα­τό­ψυ­χη δεν έκα­νες παι­διά;

Πού έμπλε­ξα… Δεν έβγα­ζα κα­λύ­τε­ρα τα μά­τια μου…

Έλα, αγά­πη μου. Ας τα ξε­χά­σου­με όλα. Ας τ’ αφή­σου­με όλα πί­σω μας.

Μα­κριά μου! Δεν θέ­λω να ξε­χά­σω τί­πο­τα!

Θα ξε­χά­σεις…έλα…

Δεν πρό­κει­ται! Μα­κριά!

Ο χρό­νος εί­ναι μα­ζί μου.

Βλαμ­μέ­νη, εδώ που εί­μα­στε δεν υπάρ­χει τί­πο­τα.

Συμ­φω­νώ! Μό­νο η αγά­πη μας…

Μα­κριά μου, δεν ακούς;



[ Από τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Εξου­θέ­νω­ση. Ντο­κι­μα­ντέρ ονεί­ρων που θα κυ­κλο­φο­ρή­σει από τις Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη το φθι­νό­πω­ρο ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: