Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων

Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων

Άσπρο μαντίλι

Γάλλος φωτορεπόρτερ μόλις βγαίνει από το βομβαρδισμένο θέατρο στη Μαριούπολη. Βγάζει το κράνος του. Σκουπίζει το ταλαιπωρημένο πρόσωπό του μ’ ένα άσπρο μαντίλι.

«Ωραίος καιρός σήμερα. Ό,τι πρέπει για να κρεμαστεί κανείς».*



* Θείος Βάνιας, Τσέχοφ.

Μοβ άμφια

Ένας καθολικός ιερέας βγαίνει από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Φλογισμένο πρόσωπο. Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Τραβάει και ανοίγει τα μοβ άμφια στο στήθος του. Τρέμει σύγκορμος. Γονατίζει. Παραληρεί.

Μίλα! Δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση. Αυτή η σιωπή και η απουσία σου δεν ενδιαφέρει πλέον κανέναν. Όλοι έχουν κουραστεί. Από τον θεολόγο και τον μετανάστη ως τον πιστό και τον καρκινοπαθή. Μόνο τα καθάρματα βολεύει πλέον η απάθειά σου. Από το μηδέν τού ενθάδε, στο μηδέν τού επέκεινα. Μίλα! Θα πάρεις ποτέ καμία ευθύνη για τίποτα; Για όλα τα μαζικά εγκλήματα, από καταβολής του κόσμου, ευθύνεται η ανία και η αδιαφορία σου. Μίλα! Είσαι ο πιο σκληρός μάνατζερ του ανθρώπινου πόνου. Credere quia absurdum.* Δεν βαρέθηκες; Credere quia absurdum. Credere quia absurdum. Μίλα! Άνοιξε τα γαμο-άμωμα χείλη σου, κροτάλισε τα γαμο-άσπιλα δόντια σου. Μίλα! Πες μια λέξη. Κάτι. Ψέλλισε το όνομά σου. Το οτιδήποτε.

*Να πιστεύεις επειδή είναι παράλογο.

Σ’ ένα παγκάκι

Καλοκαίρι. Ένας Ιάπωνας (γύρω στα σαράντα) κοιμάται σε ύπτια θέση, σ’ ένα παγκάκι στο Δάσος της Βουλόνης στο Παρίσι. Για μαξιλάρι έχει το σακίδιό του. Στο στέρνο του έχει ανοιχτά Τα Ημερολόγια του Κάφκα σε γαλλική μετάφραση.

Μπήκα στο λεωφορείο. Ήταν γεμάτο πρησμένα πρόσωπα. Από φάρμακα; Από μπουνιές; Από κάποια δερματική νόσο; Όσο κι αν τα περιεργαζόμουν, συμπέρασμα δεν έβγαζα. Αναστατωμένος κατέβηκα πολλές στάσεις νωρίτερα από τον προορισμό μου. Στον δρόμο συναντούσα ανθρώπους που κούτσαιναν. Άλλοι από το αριστερό πόδι, άλλοι από το δεξί. Σε μια πρόχειρη στατιστική καταμέτρησα περισσότερους αριστεροπόδαρους χωλούς. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, φύλων, χρωμάτων, θρησκειών και τάξεων. Ακόμη και τα σκυλιά, οι γάτες και τα πουλιά που συναντούσα κούτσαιναν κι αυτά. Ήταν μια ακριβής χορογραφία. Τρομακτικά ακριβής. Ελέγχοντας συνεχώς το βάδισμά μου, μήπως αρχίσω κι εγώ να γέρνω από τη μια ή την άλλη πλευρά, κατέβηκα στον πρώτο σταθμό του μετρό και μπήκα σ’ έναν ασφυκτικά γεμάτο συρμό. Αισθάνθηκα ότι έμπαινα σ’ ένα υπνωτήριο ορθίων. Άντρες, γυναίκες και παιδιά ήταν βυθισμένοι σ’ έναν κοινό ύπνο. Άλλοι κρατιόντουσαν από τις χειρολαβές, άλλοι ακουμπούσαν διακριτικά στον ώμο, στην πλάτη ή, οι κοντύτεροι, στη μέση των άλλων. Απόρησα με την υπομονή μου μέχρι να φτάσω στο τέρμα. Ανεξήγητο ήταν πως όσοι έμπαιναν χασμουριόντουσαν κι αμέσως βάραιναν τα βλέφαρά τους και κοιμόντουσαν σαν βρέφη. Εννοείται πως κανένας δεν κατέβαινε στη στάση που ήθελε να κατέβει. Προς στιγμή σκέφτηκα μήπως κοιμάται και ο οδηγός του μετρό. Τέλος πάντων, κρατώντας τα μάτια μου πιεστικά τεντωμένα, μη βυθιστώ κι εγώ σ’ αυτόν τον ανεξήγητο ομαδικό ύπνο, έφτασα έξω από την πόλη.

Είχα ραντεβού σε μια εταιρεία παιχνιδιών, που είχε την έδρα της στα προάστια, για τη θέση του λογιστή. Με το που πάτησα το πόδι μου στην αποβάθρα, με τύλιξε μια τρομερή ησυχία, μια τρομερή σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα. Λες και βρισκόμουν σ’ έναν χώρο ηχομονωμένο. Λες και είχε τελειώσει ο κόσμος. Περπάτησα ως την εταιρεία. Δεν συνάντησα κανέναν. Ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο, ούτε αυτοκίνητο. Τότε θυμήθηκα πως κάποτε είχα ξυπνήσει σ’ ένα παρόμοιο όνειρο ενός πεθαμένου φίλου μου. Και ταράχτηκα. Ταράχτηκα που θυμήθηκα τον αδόκητο θάνατο ενός πολύ ταλαντούχου ανθρώπου πριν πατήσει καν τα πενήντα; Ή, μήπως, επειδή σ’ εκείνο το όνειρο ο ζωντανός στον ύπνο μου φίλος μου ζητούσε να τον διευκολύνω να ξεφύγει από τον εφιάλτη που λίγο πριν περιέγραψα; Πέραν αυτών των ανώφελων ερωτημάτων προσπαθούσα, ατελέσφορα μάλλον, να θυμηθώ την ακριβή αιτία του θανάτου του φίλου μου. Κάποιοι έλεγαν ότι τον οδήγησε στον μαρασμό ένας αδιέξοδος έρωτας με μια ξαδέλφη του. Κάποιοι άλλοι επειδή προσβλήθηκε από κάποιο αχαρτογράφητο αυτοάνοσο. Κάποιοι, λιγότεροι αυτοί, ότι έχασε τα μυαλά του διαβάζοντας μανιωδώς Γοργία και Βιτγκενστάιν.

Βίγκαν σάντουιτς

Δυο χρηματιστές μπροστά στους υπολογιστές τους. Ο ένας είναι πυρρόξανθος κι ο άλλος μελαχρινός. Ο πυρρόξανθος τρώει βίγκαν σάντουιτς. Πρώτος μιλάει ο μελαχρινός.

Εντέλει η ζωή χωρίζεται σε δυο στρατόπεδα…

Στρατόπεδα;

Ναι, στρατόπεδα.

Καλά, δεν τελειώσαμε μ’ αυτές τις μαλακίες;

Εμείς μπορεί, η πραγματικότητα όχι.

Μιλάς για κομμουνισμό και καπιταλισμό;

Κάτι χειρότερο!

Αναδυόμενες οικονομίες, σταθερές ή πτωτικές;

Συνέχισε…

Υπερανάπτυξη και κατάθλιψη;

Κάτι άλλο!

Ενεργειακός σεισμός και εγκληματικότητα;

Κάτι, κάτι, κάτι άλλο…

Μακάριοι, πανικόβλητοι ή καταπτοημένοι καταναλωτές;

Τσου!

Πλούσιοι στα κόλπα, φτωχοί στα όπλα;

Για συνέχισε…

Πού σκατά το πας;…

Συνέχισε…

Δείκτες ανεργίας και αγάμητες γκόμενες;

Πλησιάζεις…

Βαρέθηκα, πες…

Τόσο γρήγορα τα παρατάς;

Έχουμε και δουλειές…

Περί αυτού πρόκειται…

Έχεις καμία εσωτερική ενημέρωση;

Η κατάσταση είναι σοβαρή, αλλά όχι καταστροφική.

Έμαθες κάτι και μου το κρύβεις; Μίλα!

Αυτό είναι το ένα στρατόπεδο!

Μάλιστα! Και το άλλο;

Το ανάποδο…

Δηλαδή, η κατάσταση είναι καταστροφική, αλλά όχι σοβαρή;

Ακριβώς! Όπως τα λες…

Κι εμείς πού βρισκόμαστε;

Θα δείξει…

Τι θα δείξει; Έχουμε κάπου πόλεμο; Τρομοκρατικό χτύπημα; Μίλα! Νέα παραλλαγή της πανδημίας; Θα μιλήσεις; Κατέρρευσε η Wall Street, το Nasdaq, το χρηματιστήριο στη Σανγκάη, στο Χονγκ Κονγκ, το Tawadul, η Deutsche Boerse AG―

Η γυναίκα σου τα ’φτιαξε με τη γυναίκα μου, ηλίθιε!

Ο πυρρόξανθος φτύνει αυτό που τρώει.

Αυτό που άκουσες!

Τι μαλακία είναι πάλι αυτή!

Κι άκουσε κι αυτό, πανηλίθιε. Βρήκαν έναν Ινδό χάκερ, δεν ξέρω πού, τον πλήρωσαν καλά κι ούτε ξέρω πόσα σήκωσαν από τις κάρτες μου.

Υπάρχουν Ινδοί χάκερ;

Αυτό σε καίει τώρα;

Λες να σήκωσαν κι απ’ τις δικές μου;

Σιγουράκι!

Μου δίνεις την άδεια να πλακώσω και τη δικιά σου στο ξύλο εκτός από τη δικιά μου;

Κράτησε δυνάμεις…

Τώρα που είμαι ζεστός…

Βρίσκονται ήδη στην Ασουνσιόν…

Πού;

Ασουνσιόν!

Πού σκατά βρίσκεται αυτό;

Στην Παραγουάη…

Και τι κάνουμε;

Περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί.

Όχι άλλους γρίφους. Λυπήσου με…

Η κατάσταση είναι σοβαρή, αλλά όχι καταστροφική, ή η κατάσταση είναι καταστροφική, αλλά όχι σοβαρή. Αποφάσισε!

Αποφάσισα!

Έτσι σε θέλω. Για πες…

Ο πυρρόξανθος πετάει το σάντουιτς στην οθόνη του υπολογιστή. Ρίχνει κάτω τα χαρτιά του και το πληκτρολόγιο και φεύγει από το γραφείο, σαν να έχουν πάρει τα ρούχα του φωτιά. Σχεδόν ωρύεται.

Αρκετά! Θα κατεβάσω μια χούφτα υπνωτικά και θα κοιμηθώ σαν νεκρός. Αρκετά! Να γαμηθεί το σύμπαν.

Μπλε φως

Ξενοδοχείο. Κρεβάτι ανάστατο. Στο κομοδίνο, φωτιστικό με μπλε φως. Άντρας και γυναίκα γυμνοί. Ο άντρας γύρω στα σαράντα, η γυναίκα γύρω στα πενήντα. Πρώτος μιλάει ο άντρας.

Πώς ήταν;

Πώς θες να ήταν;

Πάντα απαντάς με ερώτηση ;

Εξαρτάται.

Από τι;

Από την ερώτηση.

Δεν έπρεπε να ρωτήσω;

Δεν ανάψαμε ακόμη τσιγάρο και με ρωτάς πώς ήταν;

Συγγνώμη…

Παρακαλώ!

Επειδή σε νιώθω απόμακρη τελευταία…

Έχω τα δικά μου…

Με τον άντρα σου;

Με όλα.

Στο γραφείο μού είχες πει πως κάπως ηρέμησε η κατάσταση…

Με όλα.

Το παιδί καλά με τη λογοθεραπεία;

Άκου, αν θέλω να μιλήσω, θα μιλήσω.

Δηλαδή, εσύ μπορείς να με ρωτάς για τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τη δουλειά μου;

Δεν θα ξαναρωτήσω!

Έχεις τις μαύρες σου…

Άκου, ο καθένας έχει τους λόγους του που κάνει ό,τι κάνει.

Δηλαδή;

Εσύ μπορεί να ξενοπηδάς γιατί πνίγεσαι στο σπίτι σου. Γιατί δεν αντέχεις άλλο τη γυναίκα σου. Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Δεν ξέρω τι.

Ενώ εσύ;

Ο καθένας έχει τους λόγους του. Άλλος για να αντέξει το κενό, άλλος για να πάρει ώθηση και να χωρίσει, άλλος για να έρθει κοντύτερα σε κάτι που πιστεύει πως ακόμη δεν έχει πεθάνει μέσα του…

Αυτό τώρα είναι απάντηση;

Δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένη.

Δεν ξέρω αν θυμάσαι, αλλά εσύ με φλέρταρες…

Ναι, γιατί ήσουν ανώδυνος.

Με το να γίνεσαι προσβλητική κερδίζεις τίποτα;

Δεν ήθελα να πω ακριβώς αυτό. Και ναι, σήμερα ήταν καλά. Το αισθάνθηκες, νομίζω.

Δεν θέλω να σε παραβιάζω. Αν και σε ξέρω λίγο, θα ήθελα να ξέρεις πως δεν σε βλέπω μόνο ερωτικά.

Η γυναίκα πετάγεται πάνω. Ντύνεται σαν κυνηγημένη.

Έχω αργήσει. Πρέπει να φύγω.

Πότε θα τα ξαναπούμε;

Θα δούμε. Θα σου στείλω μήνυμα.

Κομμένες φλέβες

Άντρας και γυναίκα, απροσδιόριστης ηλικίας, σε ερημική παραλία. Είναι χωμένοι ως τον λαιμό στην άμμο. Ένα κίτρινο, σκελετωμένο σκυλί κινείται ανάμεσά τους. Ανά στιγμές κατουράει στο πρόσωπό τους. Πρώτη μιλάει η γυναίκα.

Δεν πρέπει να μ’ αφήσεις…

Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;

Δεν θέλω να μ’ αφήσεις…

Μόνη σου μιλάς;

Δεν μπορείς να μ’ αφήσεις…

Ακούς τι λες;

Αν μ’ αφήσεις, θα συμβούν τρομακτικά πράγματα…

Σε ποιον;

Πρώτα σ’ αυτήν που θα πας, μετά σε όσους αυτή αγαπάει και μετά…

Και μετά…

Θα μ’ αναγκάσεις να κάνω τρομακτικά πράγματα…

Και μετά…

Μετά στα παιδιά μας!

Δεν έχουμε παιδιά! Χώνεψέ το…

Τα παιδιά σου είναι παιδιά μου…

Τα παιδιά μου δεν θέλουν να σε δουν ούτε ζωγραφιστή. Πέραν αυτού, τα παιδιά μου ζουν με τη μητέρα τους.

Βράζω νερό για σούπα και την ώρα που κοιμούνται αδειάζω την κατσαρόλα πάνω τους…

Αφού δεν ξέρεις να μαγειρεύεις. Ένα τσάι δεν ξέρεις να φτιάξεις. Τι σούπες μού λες…

Σιδερώνω τα πουκάμισά σου και μετά τα καίω στο πρόσωπο και στο σώμα…

Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με το νοικοκυριό. Εξάλλου τα πουκάμισά μου τα δίνω στο καθαριστήριο…

Είμαι αποφασισμένη…

Επιτέλους, κόψε τις ανοησίες…

Τη σκέφτεσαι ακόμη την πρώην γυναίκα σου;

Η πρώην γυναίκα μου είσαι εσύ. Παιδιά δεν κάναμε. Όσο κι αν προσπαθήσαμε. Παντρεύτηκα την αδελφή σου και αποκτήσαμε δυο παιδιά. Τη μικρή αδελφή σου που ήσασταν στα μαχαίρια. Δεν συμβιβάστηκες ποτέ μ’ αυτό κι αυτοκτόνησες.

Αυτή είναι η εκδοχή της αστυνομίας.

Τα βαρβιτουρικά στο στομάχι σου και οι κομμένες φλέβες στην μπανιέρα είναι η πραγματικότητα. Η γυμνή πραγματικότητα.

Ποιος ακούει πλέον τους μπάτσους…

Τον ιατροδικαστή; Τον νεκροθάφτη; Τους γονείς σου;

Τα ίδια σκατά!

Δεν βαρέθηκες; Για πόσο καιρό θα λες τις ίδιες ηλιθιότητες;

Και μετά, εσύ έπεσες μεθυσμένος στη θάλασσα με το αυτοκίνητο.

Αυτή είναι η εκδοχή της αδελφής σου!

Τόσο αβάσταχτη ήταν η λύπη σου, αγάπη μου…

Αυτά βγήκε και τα είπε η παλαβιάρα η αδελφή σου στα κανάλια…

Μη μιλάς έτσι για την αδελφή μου…

Τρελόσογο, ε, τρελόσογο!

Το σόι μου μην το ξαναπιάσεις στο στόμα σου. Ακούς;

Μιλάει και η αδελφή σου που άφησε δεμένο το σκυλί μας χωρίς νερό και φαΐ στο εξοχικό και πέθανε το ζωντανό. Η σκατόψυχη μιλάει;

Με τη σκατόψυχη δεν έκανες παιδιά;

Πού έμπλεξα… Δεν έβγαζα καλύτερα τα μάτια μου…

Έλα, αγάπη μου. Ας τα ξεχάσουμε όλα. Ας τ’ αφήσουμε όλα πίσω μας.

Μακριά μου! Δεν θέλω να ξεχάσω τίποτα!

Θα ξεχάσεις…έλα…

Δεν πρόκειται! Μακριά!

Ο χρόνος είναι μαζί μου.

Βλαμμένη, εδώ που είμαστε δεν υπάρχει τίποτα.

Συμφωνώ! Μόνο η αγάπη μας…

Μακριά μου, δεν ακούς;



[ Από τη συλλογή διηγημάτων Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη το φθινόπωρο ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: