Νεκρολογία: Ελληνικό Ωδείο

Νεκρολογία: Ελληνικό Ωδείο


Ήμουν παι­δί του πιά­νου. Ήμουν παι­δί του Ελ­λη­νι­κού Ωδεί­ου. Από το σπί­τι μου στην οδό Εμ­μα­νου­ήλ Μπε­νά­κη 51, ανέ­βαι­να την οδό Αν­δρέα Με­τα­ξά, έστρι­βα δε­ξιά, ακο­λου­θού­σα την οδό Ζω­ο­δό­χου Πη­γής. Στη δε­ξιά γω­νία Ζω­ο­δό­χου Πη­γής και Σό­λω­νος στα­μα­τού­σα στο πε­ρί­πτε­ρο και αγό­ρα­ζα τα «Κλασ­σι­κά Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να». Τα έβα­ζα στην τσά­ντα μου, μα­ζί με το Hanon και τις ασκή­σεις Czerny, μα­ζί αρ­γό­τε­ρα με τις ασκή­σεις Moschelles. Στη αρι­στε­ρή γω­νία Ζω­ο­δό­χου Πη­γής και Ακα­δη­μί­ας ήταν η Ιό­νιος Σχο­λή των θυ­γα­τέ­ρων Κα­βα­λιε­ρά­του. Απέ­να­ντι σχε­δόν, η εκ­κλη­σία της Ζω­ο­δό­χου Πη­γής, όπου εί­χε γί­νει λό­γος ότι στα πα­ρά­θυ­ρά της εί­χε εμ­φα­νι­στεί η Πα­να­γία δα­κρυρ­ρο­ού­σα. Το Ελ­λη­νι­κό Ωδείο στο βά­θος της στε­νής οδού Γεν­να­δί­ου. Η πρό­σο­ψη στην Φει­δί­ου. Η επι­γρα­φή στον πρώ­το όρο­φο —ΕΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚΟ ΩΔΕΙΟ— καρ­φω­μέ­νη κά­τω από το μπαλ­κό­νι, στο κέ­ντρο της πρό­σο­ψης. Ανέ­βαι­να με­ρι­κά σκα­λιά, άνοι­γα την πόρ­τα, πα­λιά, ξύ­λι­νη. Πί­σω από την πόρ­τα έστε­κε η κυ­ρία Καλ­λιό­πη, ήταν η θυ­ρω­ρός, έλεγ­χε τις ει­σό­δους και εξό­δους μα­θη­τών, κα­θη­γη­τών, επι­σκε­πτών. Δε­ξιά η ελα­φρώς στρι­φτή σκά­λα που οδη­γού­σε στον πρώ­το όρο­φο. Διά­χυ­τη μυ­ρου­διά πα­λαιό­τη­τας, κά­πως γλυ­κιά. Διά­δρο­μος αρι­στε­ρά στον πρώ­το όρο­φο και σει­ρά από πόρ­τες μα­κρό­στε­νων δω­μα­τί­ων όπου πα­ρα­δί­νο­νταν μα­θή­μα­τα πιά­νου, κι­θά­ρας, βιο­λιού, ακού­γο­νταν λα­ρυγ­γι­σμοί κυ­ρί­ων και κυ­ριών, ακού­γο­νταν άριες με συ­νο­δεία πιά­νου. Στο δω­μά­τιο που έβλε­πε στο μπαλ­κό­νι και από εκεί η θέα στην οδό Ζω­ο­δό­χου Πη­γής, πα­ρέ­δι­δε μα­θή­μα­τα πιά­νου και ορ­θο­φω­νί­ας ο Αντί­ο­χος Ευαγ­γε­λά­τος, εκεί ήταν πά­ντα ο γιος του Σπύ­ρος και η κό­ρη του Δάφ­νη. Στο βά­θος του δια­δρό­μου έστρι­βα δε­ξιά, άλ­λος διά­δρο­μος, άλ­λα δω­μά­τια, πά­ντα ήχοι πιά­νου, κι­θά­ρας, βιο­λιού, λα­ρυγ­γι­σμοί, άριες. Στο αρι­στε­ρό μου χέ­ρι, στη μέ­ση πε­ρί­που του δια­δρό­μου, το δω­μά­τιο όπου πα­ρέ­δι­δε μα­θή­μα­τα πιά­νου η κυ­ρία Έφη Μα­τα­ρά­γκα, ήμουν ένας από τους μα­θη­τές της, εκεί συ­να­ντού­σα και την Ελέ­νη Κα­ραϊν­δρου. Συ­χνά πα­ρα­μέ­ρι­ζα μπαί­νο­ντας σε εκεί­νο τον διά­δρο­μο, όταν άκου­γα το μπα­στού­νι του τυ­φλού εκ γε­νε­τής πια­νί­στα Γιώρ­γου Θέ­με­λη. Περ­νού­σε δί­πλα μου, άνοι­γε μια πόρ­τα, την έκλει­νε αρ­γά, δεν έχα­νε ού­τε ένα λε­πτό, άρ­χι­ζε να παί­ζει. Για ώρες: ασκή­σεις, βαλς του Σο­πέν, ασκή­σεις πά­λι, κά­ποια σο­νά­τα του Μπε­τό­βεν, ξα­νά ασκή­σεις. Η κυ­ρία Έφη Μπα­τα­ρά­γκα έμε­νε στην οδό Πρα­ξι­τέ­λους 3 στον δεύ­τε­ρο ή τρί­το όρο­φο. Έκα­νε δω­ρε­άν μα­θή­μα­τα σε παι­διά που δεν εί­χαν πά­ντα χρή­μα­τα για να πλη­ρώ­νουν δί­δα­κτρα. Η κυ­ρία Έφη Μα­τα­ρά­γκα, ευ­τρα­φής θα έλε­γα, στρογ­γυ­λο­πρό­σω­πη, πα­ντρε­μέ­νη με τον κύ­ριο Νί­κο, δι­κη­γό­ρο το επάγ­γελ­μα, για τον οποίο έλε­γε πως όταν την συ­νό­δευε στις συ­ναυ­λί­ες, πά­ντα μουρ­μού­ρι­ζε κά­ποια με­λω­δία, πο­τέ δεν θυ­μό­ταν το όνο­μα του συν­θέ­τη. Η κυ­ρία Έφη Μα­τα­ρά­γκα πο­τέ δεν έφτα­νε στην ώρα της, πά­ντα κα­θυ­στε­ρού­σε μέ­χρι δέ­κα λε­πτά, πά­ντα ο κύ­ριος Νί­κος έλε­γε ότι αρ­γού­σε και ίσα-ίσα προ­λά­βαι­ναν να πά­νε στη συ­ναυ­λία. Ερ­χό­ταν με τα­ξί η κυ­ρία Έφη Μα­τα­ρά­γκα και πα­ρα­πο­νιό­ταν πως η κί­νη­ση στους δρό­μους ήταν πά­ντα πυ­κνή, πά­ντα ήταν ιδρω­μέ­νη ή του­λά­χι­στον αυ­τό υπαι­νι­σό­ταν, κρα­τώ­ντας ένα μπα­τι­στέ­νιο μα­ντι­λά­κι στο αρι­στε­ρό χέ­ρι και σκου­πί­ζο­ντας το πρό­σω­πό της, όπου το μα­κι­γιάζ πε­ρίσ­σευε. Με το δε­ξί χέ­ρι χά­ρα­ζε με ένα μο­λύ­βι κύ­κλους και υπο­γραμ­μί­σεις στις παρ­τι­τού­ρες, λέ­γο­ντας «όχι έτσι, κα­λό μου παι­δί, έτσι!»

Το κτή­ριο ήταν πα­λιό. Οι σα­νί­δες του πα­τώ­μα­τος στον πρώ­το όρο­φο γκρί­ζες, έτρι­ζαν. Έτρι­ζαν και οι με­ντε­σέ­δες στις πόρ­τες. Οι τοί­χοι ει­χαν ένα γκρί­ζο χρώ­μα. Πο­τέ δεν ανέ­βη­κα στον δεύ­τε­ρο όρο­φο, ού­τε στον τρί­το. Συ­χνά κα­τέ­βαι­να στο υπό­γειο που τα πα­ρά­θυ­ρά του έβλε­παν, από τη μέ­ση και πά­νω, στον δρό­μο και σε έναν κε­νό χώ­ρο αρι­στε­ρά που έμοια­ζε με υπό­λειμ­μα κή­που. Στο υπό­γειο, σε μια μο­νο­κόμ­μα­τη και σχε­τι­κά με­γά­λη αί­θου­σα γί­νο­νταν τα μα­θή­μα­τα αρ­μο­νί­ας και θε­ω­ρί­ας της μου­σι­κής: κα­ρέ­κλες σε δύο-τρεις σει­ρές, ένα τρα­πέ­ζι μπρο­στά από τις κα­ρέ­κλες. Σε αυ­τή την αί­θου­σα έρ­χο­νταν κα­θη­γη­τές λί­γο πριν ή με­τά τα μα­θή­μα­τα, κά­θο­νταν σε πα­λιές κα­ρέ­κλες αφη­μέ­νες στην γω­νία κά­τω από τα πα­ρά­θυ­ρα, κά­πνι­ζαν, ξε­φύλ­λι­ζαν ένα πε­ριο­δι­κό μι­κρού σχή­μα­τος και λί­γων σε­λί­δων, έκ­δο­ση του Ωδεί­ου, όπου άρ­θρα πε­ρί μου­σι­κών θε­μά­των και πλη­ρο­φο­ρί­ες για συ­ναυ­λί­ες, σπου­δαί­ους εκτε­λε­στές και μα­έ­στρους και νέα έρ­γα στην Ευ­ρώ­πη και Αμε­ρι­κή. Η κυ­ρία Καλ­λιό­πη εί­χε την ευ­θύ­νη να προ­σέ­χει ότι κά­θε μα­θη­τής θα έπαιρ­νε ένα μό­νο αντί­τυ­πο. Θυ­μά­μαι τον κα­θη­γη­τή κι­θά­ρας κύ­ριο Χα­ρά­λα­μπο Εκ­με­κτσό­γλου, πά­ντα «κύ­ριος», κο­ντός, με λί­γα μαλ­λιά, πά­ντα φο­ρού­σε κο­στού­μι, πά­ντα φο­ρού­σε γρα­βά­τα, συ­ζη­τή­σεις για κά­ποιον Μα­νώ­λη Κα­λο­μοί­ρη, σχό­λια για κά­ποιον Τουρ­νάι­σερ, αυ­τοί δί­δα­σκαν στο Ωδείο Αθη­νών της οδού Πει­ραιώς, πο­λύ κο­ντά στο ερ­γο­στά­σιο της Σο­κο­λα­το­ποι­ί­ας Παυ­λί­δου, το Ωδείο Αθη­νών, έλε­γαν, μύ­ρι­ζε σο­κο­λά­τα και γλεί­φο­νταν οι μα­θη­τές, γι' αυ­τό το Ελ­λη­νι­κό Ωδείο ήταν κα­λύ­τε­ρο: μύ­ρι­ζε μου­σι­κή και τί­πο­τε άλ­λο, οι από­φοι­τοί του ήταν οι σπου­δαιό­τε­ροι της χώ­ρας και του κό­σμου. Το ίδιο υπο­στή­ρι­ζε και ο Αντί­ο­χος Ευαγ­γε­λά­τος, διευ­θυ­ντής του Ωδεί­ου μας. Το υπο­στή­ρι­ζε θο­ρυ­βω­δώς, ως εκ­φρα­στής, όπως έλε­γαν, της κε­φα­λη­νια­κής κα­τα­γω­γής του.
Αγό­ρα­ζα τα βι­βλία του πιά­νου από το κα­τά­στη­μα του Φί­λιπ­που Νά­κα: έβγαι­να από το Ωδείο μας, στη γω­νία Φει­δί­ου και Χα­ρί­λα­ου Τρι­κού­πη η Γερ­μα­νι­κή Αρ­χαιο­λο­γι­κή Εται­ρεία, απέ­να­ντι η Κα­θο­λι­κή Σχο­λή Ουρ­σου­λί­νες, έφτα­να στην γω­νία Χα­ρι­λά­ου Τρι­κού­πη και Πα­νε­πι­στη­μί­ου, λί­γα βή­μα­τα αρι­στε­ρά, η πόρ­τα του κα­τα­στή­μα­τος μου­σι­κών ορ­γά­νων του κυ­ρί­ου Φί­λιπ­που Νά­κα, πά­ντα γε­λα­στός και εξυ­πη­ρε­τι­κός, ιδιαι­τέ­ρως όταν πή­γαι­να με την μη­τέ­ρα μου, την οποία υπο­δε­χό­ταν υπο­κλι­νό­με­νος ελα­φρώς, με­ρι­κές φο­ρές έπαιρ­να τα βι­βλία δω­ρε­άν στη μνή­μη του εκτε­λε­σμέ­νου πα­τέ­ρα μου. Έτσι πέ­ρα­σαν δέ­κα χρό­νια. Εί­χε φτά­σει το 1960.

Θα έδι­να δι­πλω­μα­τι­κές εξε­τά­σεις, με­λε­τού­σα το ένα­το βαλς του Σο­πέν, την «Πα­θη­τι­κή» του Μπε­τό­βεν, την Impromptu αριθ­μός 3 του Σού­μπερτ, κά­ποια σύν­θε­ση του Λιστ, την οποία ξε­χνάω, επει­δή δεν ήταν της αρε­σκεί­ας μου.

Δεν πρό­κα­να.

Δεν πρό­κα­νε το ΕΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚΟ ΩΔΕΙΟ. Δεν το πρό­κα­ναν. Αλ­λιώς, δεν θα υπήρ­χε λό­γος για αυ­τήν εδώ την νε­κρο­λο­γία. Ας εί­ναι ελα­φρύ το χώ­μα που το σκε­πά­ζει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: