Περί ελέους & άλλων ποιημάτων
Περί ελέους
Μεταξύ αυγής και περιπλάνησης μπορώ να νιώσω την επερχόμενη
απώλεια όσων χρειαζόμουν περισσότερο. Και ήξερες
ότι θα περνούσε πολύς καιρός πριν συμβεί αυτό,
ώσπου μια μέρα ήταν τόσο κοντά που σε συγκλόνισε,
για μια στιγμή, σαν φως κεριού πάνω σε τοίχο.
Στις δέκα η πόλη έχει κοιμηθεί. Οι σκοτεινές ώρες
είναι προσευχές προς το χιόνι πάνω στα δέντρα, η παιδική ηλικία
που πέρασα πηδηχτά, το ήρεμο σκοτάδι που λέει
δεν θα δουν το τέλος της ζωής σου, μπορούσαν μόνο
να σε φέρουν σ’ αυτό. Όπως κάποτε, καλοκαίρι,
έπεφταν φύλλα απαλά στο ποτάμι, σαν να ήταν η πρώτη φορά.
Ελεγεία
Σε είδα να πέφτεις στο χώμα.
Είδα τις βελανιδιές να πέφτουν. Τα σύννεφα κατέρρευσαν.
Είδα μια αγριότητα να διαπερνά στριφογυριστά τα άκρα σου
και να πετά μακριά. Το ποτάμι έπεσε, τα χόρτα έπεσαν.
Οι πλάτες έξι πνιγμένων βοοειδών
αναδύθηκαν στον πάγο της επιφάνειας – τα πάντα ακίνητα.
Ένας αέρας όμως άγγιξε τους αστράγαλούς μου όταν άρχισε να χιονίζει.
Εκείνο το βράδυ έφυγες κι εμείς μείναμε,
τα μπράτσα μας στεριωμένα με βάρος. Όποια δύναμη
υπήρχε είχε τελειώσει. Άναψα όμως το φως
στη βεράντα να δω αν κάτι έπεφτε –
και έπεφτε, μερικές λάμψεις στον αέρα
που μάζευαν ήλιο, αν και δεν υπήρχε ήλιος,
και η παρατεταμένη κατάβαση επί ώρες, όλη τη νύχτα,
φαινόταν σαν χρόνια, και θάψαμε τα πρόσωπά μας
σ’ αυτό που ήρθε κι έκατσε στο χώμα
ή μετατοπίσαμε τα πόδια μας πάνω του, αβίαστα,
καθώς δεν υπήρχε τίποτε στη ζωή μας, ούτε θα υπάρξει ποτέ.
Οι αφιερώσεις
Ήσουν πάντα εκεί,
η απαλότητα της σκιάς σε ταβέρνες,
ο σχεδόν ακίνητος αέρας γύρω από
αιωνόβια δέντρα. Δεν χρειάστηκε
ποτέ να κοιτάξω.
Τώρα ακόμη κι ένα πουλί
που μοχθεί να μείνει σε πτήση
δεν είναι ούτε βάρος ούτε
πόνος. Όταν έρχομαι προς εσένα
το κάνω μ’ όλα όσα έχω ζήσει,
αδειασμένη. Σαν τα ελάφια
που τα σώματά τους το βράδυ ελίσσονται
προσεχτικά στο χορτάρι που όλο και βαθαίνει.
Όταν βγαίνω
από τη δράση της ζωής μου,
κοιτώ άφωνα.
Ένα άγαλμα σ’ ένα πάρκο γίνεται
αθόρυβο σαν δέντρο.
Πρωινά φέρουν το σκοτάδι
υγρής γης, βράδια
λάμπουν – χιόνι λάμπει
καθώς πέφτει στη στέγη,
φράχτες εξαφανίζονται στα κύματα.
Μετά έρχονται τα όνειρα,
χωρίς να μιλούν.
Δεν υπάρχει αριστούργημα, ούτε
υπάρχει κάτι τόσο
απομακρυσμένο απ’ τη ζωή που να είναι
ασήμαντο. Μικρά αέρινα σφυρίγματα,
αιφνίδιες σκέψεις, η ραχοκοκαλιά
που πιέζει μέσ’ από ζεστό δέρμα.
Άνοιξε το παράθυρο –
ακούγονται μικρά χτυπήματα εντόμων από τα ξερά δέντρα.
Νιώθουμε το ρολόι
καθώς σαρώνει αργά το δωμάτιο,
ή το βράδυ που διαχέει μέσα
ο αέρας. Η ζέστη
τρεμοπαίζει σαν νεύρα στο σώμα μας
όταν αποσύρεται το φως.
Περπάτησα καμιά ώρα
καθώς το χιόνι διαπερνούσε το δάσος.
Όταν έφυγα, γελούσαν,
ό,τι ήταν μέσα τους έμεινε ήρεμο.
Οι σκέψεις μου στο χείλος
της εξάντλησης, ο νυχτερινός ουρανός
λευκός απ’ το χιόνι που μόλις έπεσε.
Τα τεράστια δέντρα
στην άκρη του λιβαδιού
παγωμένα, σαν κάτω από νερό,
σείοντας τα μέλη τους.
Κι αν αληθεύει
ότι ρίχνουμε μεγάλο σκοτάδι
πάνω σε ό,τι βλέπουμε,
δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι για σένα.
Απονέμουμε στη θάλασσα
το χρώμα πλούσιων διχτυών,
το επόμενο λεπτό τα χέρια μας
λυγίζουν από θλίψη.
Ποιος είναι το όνειρο που χάνεται
στο ξύπνημα. Δεν μπορώ να πω
τι είναι αφόρητο μέσα μου
από ό,τι ανοίγει.
Μόνο γι’ αυτό βέβαια
επιστρέφεις σε μας, τις κραυγές πείνας,
την επιτακτική μας ανάγκη.
Φωνές στο ραδιόφωνο
προειδοποιούν όλη μέρα. Τη νύχτα
ο χαμηλός βόμβος των εκχιονιστικών
που διανοίγουν το μονοπάτι.
Είναι τόσο εύκολο να μη ξέρεις πού πας,
να σκορπάς σύγχυση που ξεκίνησε
από μέσα σου μόνο. Έξω
το χιόνι δείχνει να
μη ξεχωρίζει απ’ τον αέρα.
Χωρίς καν να κουνηθώ
άγγιξα το παράθυρο.
Αυτό που δεν μπορούσα να ξέρω
ήρθε και με βρήκε.
[ Από τη συλλογή The Nightfields, Penguin 2020 ]