Ο Μανουέλ Γκουτιέρες Νάχερα (Manuel Gutiérrez Nájera), ποιητής, συγγραφέας και δοκιμιογράφος, γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1859 και πέθανε το 1895. Άρχισε την καριέρα του σε ηλικία δεκατριών ετών, έγραψε ποίηση, εντυπώσεις από το θέατρο, ταξιδιωτικές σημειώσεις, παραμύθια για παιδιά και λογοτεχνική και ασχολήθηκε με την λογοτεχνική και κοινωνική κριτική. Θεωρείται ο πατέρας του λογοτεχνικού μοντερνισμού του Μεξικού. Επηρεάστηκε πολύ από τα γαλλικά λογοτεχνικά ρεύματα και το κλασικό. Δεν βγήκε ποτέ από το Μεξικό, αλλά σημαντικές επιρροές του υπήρξαν ο Βερλέν, ο Μισέ, ο Γκοτιέ, ο Μποντλέρ, ο Φλομπέρ και ο Λεοπάρντι. Το 1894 ίδρυσε το περιοδικό Γαλάζιο («Azul»), σημαντικό όχημα του μεξικάνικου μοντερνισμού. Ο Νάχερα χαρακτηρίζεται σαν ένα «είδος χαμόγελου της ψυχής», λόγω της φίνας και κομψής χάρης με την οποία γράφει και των τρυφερών συναισθημάτων του. Στα ποιήματά του διακρίνεται καθαρά η επιθυμία του να συγχωνευτούν οι ισπανικές φόρμες με τις γαλλικές για να προκύψει μια ποίηση πιο πλήρης, ελεύθερη και αυθεντική. Το 1896 όλο του το ποιητικό έργο συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο με τίτλο Ποιήσεις («Poesías»). Από τα πεζά έργα του διακρίνονται τα Εύθραυστα διηγήματα (Cuentos frágiles), Διηγήματα χρώματος καπνού (Cuentos de color de humo), Χρονικά χρώματος τριανταφυλλί (Crónicas de color de rosa), Χρονικά χρώματος βροχής (Crónicas de color de lluvia), Χρονικά χρώματος χρυσαφί (Crónicas de color de oro) και Χρονικά χίλιων χρωμάτων (Crónicas de mil colores).
Θα αναστηθούν / Πεταλούδες
Θα αναστηθούν
Τα πουλιά που στις φωλιές τους
πεθαίνουν, πού πάνε;
Και σε ποια μεριά κρυμμένα
είναι, νεκρά ή κοιμισμένα,
τα φιλιά που δεν δίνονται;
Γεννιούνται και ανήσυχα αμέσως
να βρουν την έξοδο επιθυμούν˙
όμως καθώς δέσμια γεννιούνται,
γρήγορα αρρωσταίνουν τα φιλιά μου
και μόλις γεννιούνται, πεθαίνουν.
Μάταια με μια έκφραση στα γρήγορα
Μου ήρθε αυτό στα χείλη.
Αν μακριά τα δικά σου βλέπω…
ξέρεις τι είναι ένας στεναγμός;
Ένα φιλί που δεν δόθηκε!
Τι δεσμοφύλακες κι αυτά τα χείλη!
Με αλυσίδες και σύρτες
άτεγκτοι τα φυλακίζουν
και οι φυλακισμένοι μετά βίας
στα μάτια μου εμφανίζονται!
Γρήγορα σπάζουν την αλυσίδα
μιας φυλακής τόσο άδικης
και από θλίψη δεν πεθαίνουν πια,
μιας και από φιλιά γεμάτος είναι
ο τάφος της καρδιάς μου!
Τι είναι τα στόματα; Φωλιές είναι.
Και τα φιλιά; Τρελά πουλιά!
Γι’ αυτό, νιογέννητα,
από τις βαρετές φωλιές τους
βγαίνουν άλλα στόματα γυρεύοντας.
Γιατί σε φυλακή ταφική
μετατρέπεται του πουλιού η φωλιά ;
Γιατί τους φέρεσαι τόσο άσχημα,
αν τα κοραλλένια χείλη σου
είναι αυτά που έχουν το κλειδί;
Φιλιά που αγουροξυπνημένα,
να πετάξετε απ’ την φωλιά ποθείτε
στα μισάνοιχτα χείλη της,
στον τάφο σας, οι νεκροί μου,
λένε; Θα αναστηθούν!
Πεταλούδες
Άλλοτε λευκές σαν νιφάδες χιονιού,
άλλοτε μαύρες, γαλάζιες ή κόκκινες,
σε μυριάδες σμαλτώνουν τον αέρα
και στα δροσερά πέταλα ερωτοτροπούν.
Ανάλαφρες πηδούν απ’ το ανοιχτό λουλούδι
σαν τριαντάφυλλων ψυχές φυγόδικες
και όλο ευγένεια λικνίζονται με χάρη
στις πράσινες αιώρες τους από φύλλα.
Μια σπίθα φως τις ζωντανεύει
και μια σταγόνα πέφτοντας τις πνίγει,
στην καθαρότητα της μέρας εμφανίζονται
και πια νεκρές τις βρίσκει το σκοτάδι.
Ποιος ξέρει τις κρυμμένες φωλιές τους;
Σε ποιο μέρος τη νύχτα αναπαύονται;
Οι κοκέτες δεν έχουν σπίτι…
Οι άστατες δεν έχουν κάμαρα…
Γεννιούνται, αγαπούν και λάμπουν και πεθαίνουν
στον αέρα, καθώς πεθαίνουν μεταμορφώνονται
και φεύγουν, δίχως να μας αφήσουν το ίχνος τους,
όπως ελαφριάς βροχούλας οι σταγόνες.
Ίσως κάποιες μεταμορφώνονται σε άνθη
και στον ουρανό οι άλλες καλεσμένες
με εκατομμύρια συμπαγείς φτερουγίτσες
το εξαίσιο ουράνιο τόξο σχηματίζουν.
Διαβατάρες, πού είναι η φωλιά;
Μικρή σουλτάνα, ποιο χαρέμι σε εγκλωβίζει;
Ποιόν εραστή προτιμάς, κοκέτα;
Σε ποιον τάφο κοιμάστε, πεταλούδες;
Έτσι πετούν και περνούν και τελειώνουν
οι χίμαιρες αγάπης και δόξας,
αυτά τα λαμπερά φτερά της ψυχής,
λευκά, γαλάζια ή κόκκινα!
Ποιος ξέρει σε ποιο μέρος χαθήκατε,
παραισθήσεις που είστε πεταλούδες;
Πόσο ελαφρύ πέταξε το σμήνος σας
πέφτοντας στην ψυχή η σκιά!
Εσύ, η λευκή, γιατί πια δεν έρχεσαι;
Δεν ήσουν δροσερός λεμονανθός της αγαπημένης μου;
Σε έπλασα με ένα σβόλο από το κερί
που παιδί πήρα από την εκκλησία˙
είσαι αγνή, πιστή, απλή
και σαν καθόσουν τρέμοντας στο στόμα μου
μουρμούριζες, προάγγελος απολαύσεων,
κοντοζυγώνει η νύχτα των γάμων!
Δεν έρχεται πια η λευκή η καλή.
Ούτε πια έρχεται η κόκκινη,
αυτή που με αίμα έβαψα, φιλί ζωντανό,
σαν δάγκωσα κάποια ρόδινα χείλη.
Ούτε η γαλάζια που με είπε: Ποιητή!
Ούτε η χρυσαφένια, υπόσχεση δόξας .
Έχει πέσει η νύχτα στην ψυχή!
Είναι νύχτα…δεν υπάρχουν πια πεταλούδες!
Ανάψτε αυτό το κίτρινο κερί…
Θα έρθουν πια με οχλοβοή οι άλλες,
αυτές που έχουν τα φτερά κατάμαυρα
και σε πένθιμη περιπολία πλησιάζουν.
Φίλες, το δωμάτιο είναι μόνο:
αν για την ψυχή μου εσείς πενθείτε,
ελάτε γρήγορα, ελάτε, πεταλούδες!