Έχουμε 2059 και κουμάντο κάνουν ακόμα τα πλουσιόπαιδα

Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός
Έχουμε 2059 και κουμάντο κάνουν ακόμα τα πλουσιόπαιδα

Ο Αμερικανός συγγραφέας Τεντ Τσιάνγκ (1967) έχει πετύχει κάτι ομολογουμένως σπάνιο: με μόλις δεκαοκτώ δημοσιευμένα διηγήματα, συγκεντρωμένα –πλην ενός– σε δύο συλλογές που απέχουν δεκαεπτά χρόνια μεταξύ τους [Ιστορίες της ζωής σου και άλλες ιστορίες (2002) και Εκπνοή (2019)], αναγνωρίζεται ομόθυμα ως ένας από τους ικανότερους πεζογράφους της γενιάς του. Κι ακόμα: παρότι γράφει καθαρόαιμη επιστημονική φαντασία, τα διηγήματά του διαβάζονται με τον ίδιο ενθουσιασμό από αναγνώστες επιστημονικής φαντασίας κι ένα ευρύτερο κοινό. Τα διηγήματά του, τα περισσότερα εκτενή –χωρίς να λείπουν και συντομότερα κείμενα–, εκτυλίσσονται συνήθως στο κοντινό μέλλον και χρησιμοποιούν την επιστημονική φαντασία ως όχημα για την εξέταση ηθικών διλημμάτων που γεννά η επαφή μιας τεχνολογικής καινοτομίας με την καθημερινή ζωή. Για παράδειγμα: αν η τεχνολογία ψηφιακής αποθήκευσης δεδομένων μάς έδινε τη δυνατότητα να καταγράφουμε κάθε στιγμή μας, θα την αξιοποιούσαμε για να αναμετρηθούμε με ειλικρίνεια με το παρελθόν ή θα τη χρησιμοποιούσαμε επιλεκτικά, όπως τη βιολογική μνήμη; Ή: αν η τεχνητή νοημοσύνη αναπτυσσόταν σε βαθμό ώστε να δημιουργηθούν νοήμονα λογισμικά όντα ικανά να αισθάνονται και να υποφέρουν, θα τους φερόμασταν με σεβασμό;. Παράλληλα, παρότι αρκετά διηγήματά του ακολουθούν κλασικές αφηγηματικές γραμμές, ο Τσιάνγκ πειραματίζεται με τη φόρμα, δίνοντας στις ιστορίες του άλλοτε τη μορφή δοκιμίου, άλλοτε ακαδημαϊκής ανακοίνωσης κι άλλοτε ακόμα και προσευχής. Αν όμως τα παραπάνω –τα θέματα και οι τρόποι– δημιουργούν την εντύπωση πως τα διηγήματά του δεν είναι παρά διανοητικές ασκήσεις, σημειώνεται ότι δεν είναι έτσι: οι σύνθετοι χαρακτήρες, η ελκυστική πλοκή και η συγκίνηση είναι βασικά γνωρίσματά τους – κάτι που, άλλωστε, πέρα από τα ερεθιστικά ερωτήματα που θέτουν, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την πλατιά αποδοχή τους.
Το διήγημα «Έχουμε 2059 και κουμάντο κάνουν ακόμα τα πλουσιόπαιδα» («It’s 2059, and the Rich Kids Are Still Winning») είναι το δέκατο όγδοο και πιο πρόσφατα δημοσιευμένο διήγημά του, το πρώτο μετά την έκδοση της Εκπνοής. Ανήκει στα συντομότερα κείμενά του και δημοσιεύτηκε στις 27 Μαΐου 2019 στους New York Times, ως η εναρκτήρια συνεργασία της στήλης «Απόψεις από το μέλλον» («Op-eds from the Future»), για την οποία η εφημερίδα ζήτησε από διακεκριμένους συγγραφείς και επιστήμονες άρθρα γνώμης που, υποτίθεται, γράφονται κάποια στιγμή στο μέλλον και πραγματεύονται ζητήματα που, σύμφωνα με τους συνεργάτες της στήλης, θα απασχολούν την ανθρωπότητα εκείνη την εποχή. Υπό μορφή άρθρου γνώμης δημοσιευμένου το 2059, το διήγημα σχολιάζει τα συμπεράσματα ενός προγράμματος γενετικής αύξησης του IQ ατόμων με χαμηλό εισόδημα, για να καταλήξει σε μια γνώριμη θέση του συγγραφέα: ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, όσο δυνητικά χειραφετητικές κι αν είναι και με όσο καλές προθέσεις κι αν ενίοτε σχεδιάζονται, θα αναπαράγουν πάντα τις κοινωνικές στρεβλώσεις που γνωρίζουμε σήμερα, καθώς και ό,τι φαύλο ενυπάρχει στον άνθρωπο, εφόσον αναπτύσσονται σε συνθήκες ακραίου καπιταλισμού, όπως αυτός που κυριαρχεί στην εποχή μας.

Γ. Π.


Έχουμε 2059 και κουμάντο κάνουν ακόμα τα πλουσιόπαιδα


Την περασμένη εβδομάδα, οι Times δημοσίευσαν ένα άρθρο γύρω από τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του Προγράμματος Γονιδιακής Ισότητας, της φιλανθρωπικής πρωτοβουλίας που είχε στόχο τη διάχυση της τεχνολογίας γενετικής γνωστικής βελτίωσης σε κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος. Τα αποτελέσματα ήταν ως επί το πλείστον απογοητευτικά: παρότι η πλειονότητα των παιδιών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα πραγματοποίησε τετραετείς πανεπιστημιακές σπουδές, λίγα μόνο παιδιά φοίτησαν σε κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα και ακόμα λιγότερα απασχολούνται σήμερα σε θέσεις με ικανοποιητικές απολαβές ή με δυνατότητες για περαιτέρω ανέλιξη. Έχοντας πλέον στη διάθεσή μας τα πορίσματα, είναι ώρα να επανεξετάσουμε την αποτελεσματικότητα της γενετικής μηχανικής και κατά πόσον εφεξής επιθυμούμε τη χρήση της.
Οι προθέσεις που οδήγησαν στην ανάπτυξη του Προγράμματος Γονιδιακής Ισότητας ήταν αγαθές. Ορισμένες θεραπευτικές γενετικές παρεμβάσεις, όπως η τροποποίηση των γονιδίων που προκαλούν κυστική ίνωση και νόσο του Χάντιγκτον, έχουν εγκριθεί από τον Εθνικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων και καλύπτονται από το Ομοσπονδιακό Πρόγραμμα Ασφάλισης Υγείας, γεγονός που επιτρέπει την πρόσβαση στις βελτιωτικές αυτές παρεμβάσεις παιδιών που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Ωστόσο, παρεμβάσεις όπως η γνωστική βελτίωση δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο ασφαλιστικής κάλυψης –ούτε καν από μέρους των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών–, με αποτέλεσμα να έχουν πρόσβαση σ’ αυτές αποκλειστικά παιδιά εύπορων οικογενειών. Εν μέσω φόβων ότι η κοινωνία μας βρισκόταν ενώπιον ενός ιεραρχικού συστήματος με κριτήριο τις γενετικές διαφορές, ετέθη προ εικοσιπενταετίας σε εφαρμογή το Πρόγραμμα Γονιδιακής Ισότητας, δίνοντας σε πεντακόσια ζεύγη γονέων με χαμηλό εισόδημα την ευκαιρία να αυξήσουν τη νοημοσύνη των παιδιών τους.
Το πρόγραμμα πρόσφερε ένα πρωτόκολλο γνωστικής βελτίωσης που επέφερε τροποποιήσεις σε ογδόντα γονίδια σχετιζόμενα με τη νοημοσύνη. Κάθε τροποποίηση ξεχωριστά είχε μικρό μόνο αντίκτυπο στη νοημοσύνη του παιδιού, συνδυαστικά όμως οι τροποποιήσεις αύξαναν τον δείκτη ευφυΐας του περί το 130, με αποτέλεσμα το παιδί να συγκαταλέγεται ως προς τη νοημοσύνη του στο κορυφαίο 5% του πληθυσμού. Το πρωτόκολλο αυτό έχει αναδειχθεί σε μια από τις δημοφιλέστερες βελτιώσεις που αγοράζονται από εύπορους γονείς για τα παιδιά τους, συχνά δε γίνεται μνεία του από τα ΜΜΕ όταν αναφέρονται σε μέλη της «Νέας Ελίτ», δηλαδή τους νέους που έχουν τύχει γενετικής τροποποίησης και των οποίων η άνοδος σε υψηλόβαθμες θέσεις μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων είναι ολοένα συχνότερη. Ωστόσο, η επαγγελματική σταδιοδρομία των πεντακοσίων ωφελουμένων του Προγράμματος Γονιδιακής Ισότητας είναι μακράν λιγότερο επιτυχής και δεν μπορεί να συγκριθεί καν με την επιτυχία που απολαμβάνουν τα μέλη της Νέας Ελίτ, μολονότι τους χορηγήθηκε το ίδιο πρωτόκολλο.
Για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων αυτών έχουν προταθεί διάφορες υποθέσεις. Ομάδες-υπέρμαχοι της ανωτερότητας της λευκής φυλής ισχυρίστηκαν πως η αποτυχία του προγράμματος αποδεικνύει ότι ορισμένες φυλές είναι ανεπίδεκτες βελτίωσης, δεδομένου ότι πολλοί –αν και οπωσδήποτε όχι όλοι– ωφελούμενοι ήταν έγχρωμοι. Υποστηρικτές θεωριών συνωμοσίας διατύπωσαν κατηγορίες εναντίον των γενετιστών για παρατυπίες, ισχυριζόμενοι ότι κρυφός τους στόχος ήταν να αποτρέψουν την πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων στις τεχνολογίες γενετικής βελτίωσης. Οι υποθέσεις αυτές, ωστόσο, είναι περιττές από τη στιγμή που αντιληφθεί κανείς το θεμελιώδες σφάλμα στη σύλληψη του Προγράμματος Γονιδιακής Ισότητας: οι γνωστικές βελτιώσεις είναι χρήσιμες μόνο όταν ζει κανείς σε μια κοινωνία που επιβραβεύει την ικανότητα· και οι ΗΠΑ δεν είναι τέτοια κοινωνία.
Είναι εδώ και καιρό γνωστό ότι ο ταχυδρομικός κώδικας ενός ατόμου αποτελεί εξαιρετικό δείκτη πρόβλεψης του εισοδήματος που αναμένεται να αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του, της επαγγελματικής του επιτυχίας και της υγείας του. Κι ωστόσο εξακολουθούμε να παραβλέπουμε αυτή την πραγματικότητα, καθώς αντιβαίνει σε έναν από τους ιδρυτικούς μύθους του έθνους μας: ότι κάθε έξυπνος και εργατικός άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να προοδεύσει. Το γεγονός ότι το κοινωνικό μας σύστημα δεν αποδέχεται κληρονομικά αξιώματα έχει οδηγήσει πολλούς συμπολίτες μας να αρνούνται τη σημασία του οικογενειακού πλούτου και να ισχυρίζονται ότι όποιος κατέχει πλούτο τον κατέχει επειδή πέτυχε κοινωνικά. Η πεποίθηση των εύπορων γονέων ότι οι γενετικές βελτιώσεις θα ενισχύσουν τις προοπτικές των παιδιών τους αποτελεί ένδειξη της αντίληψης αυτής: οι γονείς αυτοί θεωρούν ότι οι ικανότητες θα οδηγήσουν τα παιδιά τους στην επιτυχία, καθώς θεωρούν ότι η δική τους επιτυχία υπήρξε αποτέλεσμα των ατομικών τους ικανοτήτων.
Όσοι εικάζουν ότι τα μέλη της Νέας Ελίτ ανέρχονται σε υψηλόβαθμες θέσεις αποκλειστικά χάρη στην αξία τους, ας λάβουν υπόψη τους ότι πολλοί μεν εξ αυτών κατέχουν ηγετικές θέσεις, ωστόσο, διαχρονικά, ο δείκτης ευφυΐας ενός ατόμου έχει μικρή σχέση με τις ηγετικές του ικανότητες. Ας λάβουν, επιπλέον, υπόψη ότι η γενετική βελτίωση ύψους αγοράζεται επίσης συχνά από εύπορους γονείς για τα παιδιά τους, και η τάση να θεωρούνται τα ψηλότερα άτομα καταλληλότερα για ηγέτες είναι καλά τεκμηριωμένη. Σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ολοένα μεγαλύτερη εμμονή με τα προσόντα και τα κάθε λογής διαπιστευτήρια, το να έχει τύχει κανείς γενετικής τροποποίησης είναι σαν να κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο Διοίκησης Επιχειρήσεων από επίλεκτο, αριστοκρατικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο: αποτελεί περισσότερο σύμβολο κύρους που εξασφαλίζει εργασιακή αποκατάσταση παρά ένδειξη ουσιαστικών ικανοτήτων.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν ισχυρισμό ότι τα σχετιζόμενα με τη νοημοσύνη γονίδια δεν παίζουν ρόλο στη διάπλαση ατόμων με επιτυχή κοινωνική και επαγγελματική πορεία – κάθε άλλο. Απεναντίας, συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα ενός ενάρετου κύκλου: όταν τα παιδιά επιδεικνύουν έφεση σε κάποια δραστηριότητα, τα επιβραβεύουμε με περισσότερους πόρους –υποδομές, ιδιαίτερα μαθήματα, συναισθηματική υποστήριξη– προκειμένου να καλλιεργήσουν την έφεσή τους. Τα γονίδιά τους τους επιτρέπουν να μετασχηματίσουν τους πόρους αυτούς σε βελτιωμένες επιδόσεις, τις οποίες στη συνέχεια επιβραβεύουμε με επιπλέον πόρους, και ο κύκλος επαναλαμβάνεται ώσπου, ως ενήλικες πια, διαγράφουν εξαιρετική επαγγελματική σταδιοδρομία. Όμως συχνά οι οικογένειες που ζουν σε περιοχές όπου λειτουργούν υποχρηματοδοτούμενα δημόσια σχολεία δεν έχουν τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν τον ενάρετο αυτό κύκλο· το Πρόγραμμα Γονιδιακής Ισότητας δεν πρόσφερε άλλους πόρους πέραν των βελτιωμένων γονιδίων και συνεπώς, χωρίς τους πρόσθετους πόρους, οι πλήρεις δυνατότητες των γονιδίων αυτών δεν αξιοποιήθηκαν ποτέ.
Πράγματι, λοιπόν, βρισκόμαστε ενώπιον ενός ιεραρχικού συστήματος, όχι όμως βασισμένου στις βιολογικές διαφορές ως προς τις ικανότητες των ατόμων, αλλά ενός συστήματος που μεταχειρίζεται τη βιολογία ως πρόφαση για την παγίωση υφιστάμενων ταξικών διακρίσεων. Είναι επιτακτικό να τεθεί τέλος στη συνθήκη αυτή, αλλά για να πετύχουμε τον στόχο μας απαιτείται κάτι περισσότερο από την παροχή δωρεάν γενετικών γνωστικών βελτιώσεων εκ μέρους ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος. Απαιτείται να καταπολεμήσουμε τις δομικές ανισότητες που διαποτίζουν κάθε πτυχή της κοινωνίας μας, από τη στέγαση έως την εκπαίδευση και την απασχόληση. Δεν θα επιλύσουμε το πρόβλημα επιχειρώντας να βελτιώσουμε τα άτομα· θα το επιλύσουμε επιχειρώντας να βελτιώσουμε το πώς τα αντιμετωπίζουμε.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι το Πρόγραμμα Γονιδιακής Ισότητας είναι μάταιο να επαναληφθεί. Αντί να το αντιλαμβανόμαστε ως τρόπο θεραπείας μιας ασθένειας, μπορούμε να το δούμε ως διαγνωστικό τεστ, ως μέθοδο που θα εφαρμόζουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να ελέγχουμε πόσο κοντά βρισκόμαστε στην επίτευξη του στόχου μας. Όταν οι ωφελούμενοι των δωρεάν γενετικών γνωστικών βελτιώσεων φτάσουν να απολαμβάνουν την ίδια κοινωνική και επαγγελματική επιτυχία με όσους οι γονείς τους τους αγόρασαν τις ίδιες βελτιώσεις, τότε μόνο θα δικαιούμαστε να πιστεύουμε πως ζούμε σε μια δίκαιη κοινωνία.
Τέλος, ας θυμηθούμε ένα από τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν όταν τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της νομιμοποίησης των γενετικών γνωστικών βελτιώσεων. Ορισμένοι υπέρμαχοι της νομιμοποίησης ισχυρίστηκαν ότι η υιοθέτηση γνωστικών βελτιώσεων αποτελούσε ηθική μας υποχρέωση λόγω του οφέλους που θα απέφερε στην ανθρωπότητα. Κι ωστόσο, αναμφίβολα υπήρξαν πολλές ιδιοφυΐες των οποίων η συμβολή στην ανθρωπότητα, συμβολή που ενδεχομένως θα άλλαζε τον κόσμο, χάθηκε επειδή οι δυνατότητές τους περιορίστηκαν δραστικά λόγω της ανέχειας στην οποία μεγάλωσαν.

Στόχος μας πρέπει να είναι να διασφαλίσουμε ότι κάθε άτομο θα διαθέτει τη δυνατότητα να αποδώσει το μέγιστο των ικανοτήτων του ανεξάρτητα από το περιβάλλον όπου γεννήθηκε. Μια τέτοια πολιτική θα είναι για την ανθρωπότητα εξίσου επωφελής με την υιοθέτηση γενετικών γνωστικών βελτιώσεων και, επιπλέον, θα μας επιτρέψει να εκπληρώσουμε πολύ καλύτερα τις ηθικές μας υποχρεώσεις.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: