Μέσα της δεκαετίας του ’60 ο εφοπλιστής Λάτσης διαφημίζει τη δρομολόγηση ενός μεγάλου για την εποχή επιβατηγού στον Αργοσαρωνικό. Με το ιδιαίτερο όνομα «Πορτοκαλής Ήλιος» το πρώην πλοίο-καζίνο μετατρέπεται σε επιβατηγό και αναλαμβάνει καθημερινά τη γραμμή Αίγινα, Μέθανα, Πόρο, Ύδρα, Ερμιόνη και Σπέτσες.. Τα ταξίδια στο Σαρωνικό χρωματίστηκαν με αυτόν τον Ήλιο. Μετά το 1980 ο «Πορτοκαλής Ήλιος» περιδιαβάζει σε όλο το Αιγαίο, από την Κρήτη και την Σαντορίνη μέχρι την Ουρανούπολη και τον περίπλου του Άθω, για να επανέλθει στον Αργοσαρωνικό το 2000 με νέα πλοιοκτησία και όνομα, εκτελώντας κρουαζιέρες σε Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, μέχρις ότου πέφτει σε ύφαλο έξω απ’ την Αίγινα με ανεπανόρθωτες βλάβες. Η θαλπωρή αυτού του ήλιου σημάδεψε μια εποχή που οι ταξιδιώτες τον περίμεναν με γέλια, με τραγούδια, μ’ εκείνη τη γλυκόπικρη αδημονία για το ταξίδι και την επιστροφή...
Ο Πορτοκαλής Ήλιος
Όταν είσαι νέος ταυτίζεσαι περισσότερο με πρωτόγνωρες στιγμές, με πρόσωπα και τόπους, με γεγονότα. Η μνήμη έχει ακόμα ελεύθερο χώρο και τα αποθηκεύει στον σκληρό της δίσκο. Όπως τότε, το ’70 και το ’73 στον Πόρο. Δυο καλοκαίρια αξέχαστα, φιλοξενούμενοι της Λένας και του Γιώργου. Στο σπίτι τους αλλά και στη «Γαλήνη»...
Στον Πόρο με το Λεμονόδασος, στο καϊκι του Χρήστου, με χταπόδια, ουζάκι κι ατέλειωτες συζητήσεις προς την.. άφαντη θεά της Αίγινας. Στον μώλο όταν ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεφόρτωνε φίλους. Την Εύα, το Δημήτρη, την Μαίρη και την Μέμη. Στον Πόρο που ο Σεφέρης δεν μπόρεσε «τη θάλασσα να εξαντλήσει» παρά να βρει ένα ναυάγιό της και να το καταγράψει.
Εκεί που ο Χένρι Μίλερ είπε «αφήστε τον κόσμο να έχει το λουτρό αίματος που θέλει. Εγώ θα γαντζωθώ εδώ. Να γίνω ένας καλοσυνάτος γλάρος και να πετώ πάν’ απ’ τις στέγες και τα δρομάκια του».
Και ο Ρίτσος έγραψε: «…εδώ πήρε το δηλητήριο ο Δημοσθένης αυτός τραυλός, που πάσκισε ως να γίνει ο πρώτος ρήτωρ των Ελλήνων. Κι ύστερα, καταδικασμένος από Μακεδόνες και Αθηναίους, μέσα σε μια νύχτα έμαθε την πιο δύσκολη, την πιο μεγάλη τέχνη. Να σωπαίνει».
Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» βυθίστηκε στη Δύση του. Άφησε πίσω του τη Βίργκω, τη Μαρώ και τόσες άλλες μούσες.
Και τον αξέχαστο Γιώργο. Που μ’ έμαθε πολλά.
Πώς να βγάζω χταπόδια.
Πως ένα βιβλίο συνεχίζεις να το διαβάζεις μόνο αν σ’ έχει «αρπάξει απ’ τα μαλλιά».
Και πάνω απ’ όλα τη λευτεριά και την μεγαλοσύνη της γενναιοδωρίας.