Ηλιοτρόπια / το Σημείωμα

Ηλιοτρόπια του Βικέντιου
Ηλιοτρόπια του Βικέντιου

Συμβαίνει κάποτε, με το που στρίβεις στη γωνία, να αντικρίζεις, απρόσμενα και δια παντός —όπως πιστεύουμε για τα περισσότερα απρόσμενα—, το σκηνικό που στο εξής θα δεσπόζει στο μέλλον σου. Μια αποκάλυψη, έναν αναντίρρητα νέο τρόπο να κοιτάζεις γύρω. Μιλάω για αυτό που στην καθημερινότητα λέμε καταστροφή, ατύχημα, αρρώστια, όμως είναι πολύ νωρίς για να καταλάβουμε την πραγματική του φύση. Κάποτε το σκηνικό φιλοξενεί υπόγειες κρύπτες, που μέσα τους —και με το δέος που αρμόζει στην περίσταση— θα καταδυθείς, για να σου συστηθούν οι νεόδμητοι λαβύρινθοι. Τότε θα ‘ρθουν οι φίλοι. Κι εσύ θα ανασκουμπωθείς, θα αναμετρήσεις συμμαχίες που ακόμα φαντάζουν κραταιές μετά την σύνθλιψη του κόσμου κάτω απ’ τους οδοστρωτήρες του ψηφιακού βίου. Κάποιες θα έχουν ίσως απομείνει, κάποιες θα περιμένουνε πεισματικά όπως κι εσύ κάποια Δευτέρα Παρουσία, εκείνη τη στιγμή που το σύμπαν του Instagram θα καταρρεύσει, για να αποκαλυφθεί στα μάτια και των πιο αφελών το αδιανόητο τίποτα κάτω απ’ το επιχρυσωμένο φελιζόλ.
Μια φίλη περνούσε πρόσφατα αυτήν την μοναχική στιγμή της. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω τους μάχιμούς μου κληρωτούς, να ανασυστήσω τις ταξιαρχίες των Σωτήρων, και μάλιστα στην εκλαϊκευμένη τους εκείνη εκδοχή που οι συνθήκες απαιτούσαν —εδώ δε μιλάμε για θεωρίες μα για πράξη αιμάτινη— να προσκαλέσω τον φύλακα Άγγελο που κερδίζει για λογαριασμό μας τις δύσκολες μάχες, αλλά που κυρίως μας μαθαίνει, σαν πρωτόπειρα της ζωής, πώς οι μεγάλοι πόλεμοι κερδίζονται. Έτσι βρέθηκα με το παρακάτω σημείωμα στα χέρια μου, σημείωμα άλλης εποχής που τώρα ξαναγράφω με άλλες λέξεις:

Μες στα σκοτάδια των ημερών και μες στις ανεπίστρεπτες αποχωρήσεις των ανθρώπων μας, που πια δεν προλαβαίνουμε να αποχαιρετήσουμε, δεν γίνεται παρά να αναζητάς μια κάπως διαρκέστερη παρηγοριά, μια αγκαλιά που μόνος θα προσφέρεις στον εαυτό σου.

Ας φανταστούμε εδώ ένα πρωινό ξύπνημα, στη διάρκεια του οποίου, παρασυρμένοι από μια παρατεινόμενη απόσυρση των αντιστάσεων απέναντι στο πεσμένο μες στη μέρα μας Θαύμα-Θραύσμα, θα βρίσκαμε το σύστημα πρόσληψης της πραγματικότητας τόσο ανέλπιστα διαυγές και διεισδυτικό, ώστε για λίγο θα ‘μασταν ικανοί να χειριστούμε την ειδική φύση αυτής της πραγματικότητας, να θέσουμε φερ’ ειπείν σε λειτουργία ένα φίλτρο διήθησης βαρέων σκέψεων, τοποθετημένο σε εκείνο ακριβώς το σημείο που τα γεγονότα ακουμπούν την ψυχή μας, έναν πορτιέρη, έναν θυρωρό έτοιμο να τραβήξει απ’ το τσεπάκι του την κόκκινη κάρτα στη σωστή την ώρα:

«—Όχι, δεν θα περάσετε! Το ένδυμά σας είναι ανάρμοστο!»
[ «—Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα…» ]

Αυτή είναι —λέω με βεβαιότητα— μια ικανότητα σε ύπνωση, που σε καιρούς όπως οι σημερινοί ζητά να εγερθεί απ’ τον ιερό της ύπνο, να ανασκουμπωθεί, να μπει με διονυσιασμένο κέφι στον αγώνα.

Ονομάσαμε ήδη αυτό το φίλτρο, χάριν παιδιάς, φίλτρο διήθησης βαρέων σκέψεων. Και έμμεσα παραδεχτήκαμε την ανάγκη άμεσης ενεργοποίησης ετούτου του μηχανισμού, την ανάγκη πυροδότησης των τροχιοδεικτικών, και μάλιστα όχι απ’ την πλευρά της θετικής σκέψης των προτεσταντών, μα από εκείνη την πλευρά που ξεφυλλίζει τις ασπρισμένες αυλές των σπιτιών σαν σελίδες Ευαγγελίου.
Ό,τι σκοτεινιάζει το βλέμμα μας είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλότρια σκουπίδια [ δεν είναι αμαρτία ετούτη η απλοποίηση, τουναντίον, είναι η μέθοδος που βάζει τρικλοποδιά στην ήμερη βεβαιότητα των ισαποστάκηδων που δηλητηριάζουν κάθε υγιές φρόνημα, εκείνο που φωνάζει μες στα γήπεδα, μην ξεχαστεί η Μία καταγωγή του ], αλλότρια σκουπίδια που πάνω τους σκοντάφτουμε, αφηρημένοι περιπατητές της ανόητης βιοπάλης. Στους αντίποδες τού να οικτίρουμε την βαρβαρότητα των βαρβάρων που αφήνουν τις κοπριές τους έξω απ’ την πόρτα της καλοσύνης μας, ας σηκώσουμε τις σκούπες για να διώξουμε κι αυτές κι αυτούς.

[Να θυμίσω πως κάποιοι ακόμα λένε καλοσύνη τον καλό καιρό, εκείνον που φωτίζει τις ψυχές μας τον Χειμώνα, και να τι εννοούσε, με τα χίλια δίκια του, ο Ελύτης, σαν άρθρωνε το διαρκές του φυλαχτό: Όπου και να σας βρίσκει το Κακό, αδελφοί, / όπου και να θολώνει ο νους σας,νημονεύετε Διονύσιο Σολωμό /και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παδιαμάντη!]

Βγαίνοντας έξω απ’ τα βαθιά των αγκυλών και των πιο τρυφερών παρενθέσεων (που είναι πάντα κάποια επικουρικά φυλαχτά, κάτι σαν έργα φίλων που κρέμονται στους τοίχους του σπιτιού μας και που καθημερινά τα κοιτάμε, αλλά τα βλέπουμε στ’ αλήθεια μονάχα τότε που τα έχουμε ανάγκη), θα θυμηθώ εκείνο που σε μια διδασκαλική εφηβεία έλεγα “διαδοχικές σχάσεις μιας μικρής ευτυχίας μέσα στη ζωή, μια χειροβομβίδα βαθιάς συναίσθησης, ένα Εν τούτω Νίκα που περπατά αθόρυβα πίσω από κάθε μας αναπνοή, και είναι έτοιμο στα δύσκολα.
Έτσι λοιπόν που το χαμόγελο είναι κολλητικό, η ομορφιά μοιάζει κολλητική επίσης — καθώς και η ανοησία άλλωστε, δίπλα σ’ όλες τις ικανές να καταμετρηθούνε αμαρτίες. Στο μικροσκόπιο μιας ψύχραιμης θεώρησης όλα φαντάζουν μεταδοτικά, όπως ιός που απαιτεί τη μάσκα του και το ατομικό μας αχειροποίητο εμβόλιο.

[ Να θυμηθώ εδώ, μέσα σε μια άλλη νόστιμη αγκύλη, ότι ο μουσικός φτιάχνει —υποτίθεται με τα χέρια του— αυτό ακριβώς το πράγμα, μια αχειροποίητη χειροβομβίδα που την απασφαλίζει με χαμόγελο μπροστά στα μάτια των ακροατών, με απρόσμενες —και για τον ίδιον, κατά πώς αρμόζει— συνέπειες. ] 

Αντίστοιχα, μου αρέσει να σκέφτομαι πως αν ήταν δυνατόν ένα δοξαστικό reset στο μηχάνημα της αντίληψης, ίσως ανακαλύπταμε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις μια ψυχική κατασκευή έτσι προγραμματισμένη απ’ τον μεγάλο Εφευρέτη, ώστε να προσανατολίζεται αυτόματα προς το φως, έτσι που ξέρουν και τα ηλιοτρόπια. Και τώρα θα φανεί το άλλο Θαύμα-Θραύσμα, το Αυτεξούσιο και θα μας προσκαλέσει να διαλέξουμε, αν το επιθυμούμε, και να ξαναγευτούμε, σαν νεογέννητα, εκείνη την πρωταρχική μας χάρη. [ Εν προκειμένω, ήλιος και ηλιοτρόπιο θα κατοικήσουν μες στο ίδιο Πρόσωπο. ]

Και άντε, πες πως μες σε τούτη τη χαριτωμένη ώρα μας ανακαλύψαμε τη μέθοδο, δούλεψε το μηχάνημα, τρίξανε τα γρανάζια και κινήθηκε το πρόσωπό μας προς το φως, που καίει πάνω από τα μάτια όλων των τυφλών. Πώς να κρατήσεις μες στα χέρια σου εκείνη τη συνειδητότητα, και να την εκλεπτύνεις έτι περεταίρω κατά πώς το ‘χεις ανάγκη, να τηνε βάλεις στο παγούρι σου για τότε που θα διανύεις τις ερήμους πεζή;

Σκεφτόμουν κάποτε αυτό το πρώτο βήμα με μια γεύση μετακυλιόμενης ανάτασης, μια λάμπουσα χαρά βαθιά στο στήθος, ένα πετάρισμα σαν πρώτου έρωτα καρδιοχτύπι, ένα πουλί που δεν πεθαίνει μέσα στην παλάμη σου απ’ τον τρόμο του, σκέψη αγαπημένου μες στο όνειρό μας που μας ονειρεύεται να το ονειρευόμαστε, χορτάτοι και ανίδεοι, μια ιδανική στιγμή. Μετά θα μείνεις αγκαλιά στη ζεστασιά ετούτης της εικόνας. Κι εκεί θα θυμηθείς πως όλη σου η ζωή είναι κι αυτή μία στιγμή μέσα στο σύμπαν, ελάχιστη και μέγιστη, γιατί έχουνε κι οι κλίμακες τον δικό τους Ιανό, άρα η ζωή δικαιούται -και μπορεί- να είναι όλη κι όλη αυτό το δευτερόλεπτο που συγκρατιέσαι από την ευτυχία, ναυαγός γαντζωμένος απ’ το μοναδικό σωσίβιο που σου απέμεινε. Κι ύστερα λέει θα αφήσεις ετούτη τη μικρή Χαρά, να ποτίσει με τη σταγόνα της τα άνυδρα χωράφια, χωράφια όλων των ανθρώπων, κι αυτή η σταγόνα θα ‘ναι η άλλη όψη του Ευφράτη, που θα κυλά στις φλέβες του άξιου ονείρου και θα βρέχει όπως ποταμός την έρημο και όπως θεραπευτικό δηλητήριο την άρρωστη φλέβα, πράκτορας φίλιων δυνάμεων στο διοικητήριο του εχθρού. Αυτό είναι όλο.

[ Κι εδώ μάλλον θυμάσαι ότι κι ο παράδεισος δεν είναι για να παραχωρηθεί στους άκαπνους, μα αυτό είναι άλλης ώρας σκέψη. Προλαβαίνεις μόνο να σημειώσεις ότι δωρεάν λαχνοί δεν δωρίζονται, στο ουράνιο οικόπεδο εξέλιπε η λοταρία των υπερτυχερών, κι αυτή η χάρις δεν χαρίζεται αμαχητί, μόνο φιλότιμοι πολεμιστές θα κάτσουν στο τραπέζι με τα κόκκινα κρασιά, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημεράκι στην καρδιά κάποιου Αιγαίου. ]

Αλλά ας επιστρέψω στη διάχυση του ωραίου δηλητήριου μέσα στα πατρογονικά μας χώματα, εκείνη τη διαδοχική σχάση του πυρήνα μιας ευτυχίας μέσα στο σώμα της ζωής. Μπορούμε ήδη να υποθέσουμε την αλυσίδα των αντιδράσεων μέσα στο κλειστό κύκλωμα της ανάγκης, και στη συνέχεια να δούμε την όντως σχάση μιας βόμβας μεγατόνων Άνοιξης, αν είναι επιτρεπτό να συλλαβίζεις με αντίστροφο τρόπο τους παραδείσους, εφόσον πεθάναν οι κουβέντες που κάποτε τους προσκαλούσαν, φωνάζοντάς τους κατάμουτρα όπως ο Μακρυγιάννης στον Άγιο.
Κι αφού όλα λοιπόν έχουν σε άγνωστο χρόνο εφευρεθεί, ας θεωρήσουμε κι αυτή τη μπακαλίστικη μέθοδο μια ακόμα αναπαλαίωση των αισθημάτων, στην ανάγκη της οποίας μας έσπρωξε, για μια ακόμα φορά, η προϊούσα και αποκαρδιωτική απώλεια της ικανότητας να πενθούμε υγιώς, όχι μονάχα ενθυμούμενοι, μα ανασαίνοντας κάθε στιγμή με τον ίδιο τον πνεύμονα των νεκρών μας, με το ίδιο το άρωμα του τρόπου τους, με το φυλαχτό εκείνο που, ιδανικοί χειρώνακτες, την στιγμή του αποχωρισμού, μάς έβαζαν κρυφά μες στην παλάμη μας, δώρο.

[ — Αυτό είναι όλο!;
— Ναι! Έτσι είπε το σημείωμα. Μονάχα να ‘μπαινε μπροστά η σκουριασμένη μηχανή, ν’ άκουγα το γουργουρητό της κάτω από τα πόδια μου καθώς θα καταπίνει τα χιλιόμετρα, να ήμουν ήδη άλλος. ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: