2002 με 2015. Προσωρινή διαμονή Ιθάκης 24 (μήνες τρεις), μετά Κονδυλάκη 36, Πλατεία Παπαδιαμάντη (έτη πέντε). Γνωρίζω την Έλσα Μαρκάκη, ύστερα από απανωτές λίαν εφήμερες περιπέτειες. Η Έλσα Μαρκάκη, η μεγαλύτερη μη-σχέση στη ζωή μου. Πάμε στο Παρίσι, επισκεπτόμαστε το θρυλικό Shakespeare and Company, φλυαρούμε εξαίσια με τον George Whitman, διαμένουμε στο Hôtel Le Chat Noir (κόκκινες βελούδινες κουρτίνες, μαύρο γραφειάκι, πολύ Pernod), γράφω ποιήματα εκεί ύστερα από χρόνια αποχής, επιστρέφουμε, γελάμε, καβγαδίζουμε, ανταλλλασσουμε δώρα, πάμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για να παρουσιάσω το Σπιρτόκουτο, επιστρέφουμε, γελάμε, καβγαδίζουμε, ανταλλάσσουμε δώρα, μεταφράζω τη Λολίτα, γράφω μανιωδώς το Harmolypi’s Blues, γνωρίζω τη Λουκία Παπαδάκη-Θεοδώρου, μπαινοβγαίνουμε στον παράφορο έρωτα για μια πενταετία, εμπλέκομαι στην πιο επικίνδυνη κατάσταση της ζωής μου, έχει πανίσχυρο σύζυγο, πεθαίνει ο Λάγιος, είμαι ράκος, εργάζομαι για εκτόνωση με ρυθμούς σταχανοβίτικους, μετάφραση / Ελευθεροτυπία / ραδιόφωνο: Εν Λευκώ και μετά Κανάλι 1 / εφημερίδα City Press, ταυτοχρόνως, επίσης στο Φεστιβάλ Αθηνών, άγρια υπερεργασία, κάνω τρελή παρέα με τον Νίκο Φατούρο, τον Περικλή Κοροβέση, τον Θάνο Ανεστόπουλο, κόβω ποτό / τσιγάρο / καφέ για έξι μήνες, βγάζω την ποιητική συλλογή Paris/Παρίσι, είμαι «έκτακτος διδάσκων» στο Μεταπτυχιακό Εικαστικών της ΑΣΚΤ, απαλλάσσομαι βιαίως (εκ μέρους μου) από τη Λουκία, συνάπτω σχέση με τη μαθήτριά μου Βανέσα Νικολάου, έχει μαλλιά μακριά σαν τις παραγράφους του David Foster Wallace, και εξίσου στιλπνά, ετοιμάζω μια ταινία, τίτλος: Η Λεγεώνα των Φίλων, βρίσκω παραγωγό, μηδέν εις το πηλίκον κατόπιν, λόγω χρεωκοπίας του παραγωγού, πλακώνει η γελοία αλλά οδυνηρή κρίση του 2008, χάνω φίλους, ακούω τζαζ & κλασική μόνο, αδυνατώ να ακούσω ροκ, εγκαθίσταμαι στην Πεύκη με τη Νικολάου, γράφω τον Διασυρμό, γράφω το Αγάπη/Love, είμαι ευτυχής που εκδίδω στην Εστία, φέρνω στην Ελλάδα τη γυναίκα του Debord, την Alice Becker-Ho, οργανώνω βραδιές στο Poems & Crimes που αφήνουν εποχή, διδάσκω στο Μεταπτυχιακό των Ψηφιακών Μορφών Τέχνης στην ΑΣΚΤ, η Βανέσα γίνεται στρυφνή, αρχίζει η ασυνεννοησία, ζηλεύει για πράγματα που κάνω τώρα και που έκανα το 1980, πριν γεννηθεί, ένα βράδυ, έξαλλος, της λέω «Αν δεν σέβεσαι εμένα, σεβάσου τουλάχιστον το ουίσκι που πίνω, είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερό σου», παγωμάρα, ανήκει σε μια γενιά φιλοτομαριστική, της λέω ότι φοράει μονίμως σκάφανδρο, το ρίχνω εκ νέου στην εργασιομανία, «επιστημονικός σύμβουλος» στα Στέκια του Νικόλα Τριανταφυλλίδη, του λατρεμένου μου «Τρίδη», στήνω τη σειρά Αιφνίδια Ντοκιμαντέρ, στήνω το Εγχείρημα Κορέκτ, στήνω δύο εκθέσεις της Βανέσας μπας και ηρεμήσει, από το 2009 έως το 2015 δεν καπνίζω, από το 2012 δεν πίνω, μόνο εργάζομαι σταχανοβίτικα, ο γελοίος καμπούρης με το δρεπάνι μού στερεί αγαπημένους ανθρώπους, πεθαίνει το υπέροχο κορίτσι, η Λουκία Ρικάκη, αισθάνομαι μόνος, δεν μου αρέσει να αισθάνομαι μόνος, ιδίως το να αισθάνομαι μόνος στην Πεύκη μού είναι απεχθές, τηλεφωνώ στον φίλο Νίκο Μολφέση, τον καλό της αδελφής μου, έλα, πάρε με από εδώ, του λέω, έρχεται, φορτώνουμε στο αμάξι του τον Mac μου, πέντε βιβλία, δύο αλλαξιές, κι ένα τρανζιστοράκι, καταφεύγω στο σπίτι της αδελφής μου στον Πειραιά. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
2015 με 2020. Γνωρίζω τη φωτογράφο Μαριλένα Ζήση, συνθήκες μυθιστορηματικές. Αποφασίζουμε, σε χρόνο dt, να μείνουμε μαζί. Περιπλανιόμαστε στην άδεια Αθήνα, Αύγουστος του 2015. Της γνωρίζω το σύμπαν. Τον Τζούμα, τον Τριανταφυλλίδη, την Στεφανή, την Κοκκίνου, τον Κυριακίδη, τον Γαβριηλίδη, τον Μπέλα Ταρ, τον Λάσλο Κρασναχορκάι, τον Μιχάλι Βιγκ, της στήνω την έκθεση Hidden Tracks — Οι Κόγχες της Πόλης, της στήνω την έκθεση Η Γραμματική της Πόλης, κανονίζω να κάνει εξώφυλλα σε βιβλία, μένουμε τρία χρόνια σε μια μονοκατοικία της δεκαετίας του 1930, στην Πλατεία Αττικής, γράφω το Πάρκο, γράφω το σενάριο για την ταινία Η Αλίκη στο Καφέ, πεθαίνει ο Νικόλας, πεθαίνει ο Θάνος, αρνούμαι πεισματικά να κάνω διακοπές, δένομαι ολοένα και πιο πολύ με τους φίλους μου, κάθε Τετάρτη στον Καπετάν Μιχάλη, βράδυ παρά βράδυ στο Au Revoir, συχνά στην Πλατεία Γεωργίου στην Κυψέλη, μεταφράζω την Κοινωνία του Θεάματος (όνειρο ζωής), αισθάνομαι πλήρης παρ'όλες τις αντιξοότητες της εποχής, παίρνει ο Dylan το Νόμπελ, γράφω το βιβλίο μου, έχω μεταφράσει όλον τον Jonathan Franzen, μεταφράζω David Foster Wallace, ουάου!, δεν με πιάνει τίποτα, Η Ζωή Δεν Έχει Πώμα, συνθέτω την ποιητική συλλογή Ίχνη και Χνότα, κάνω πάλι ραδιόφωνο, στο 24/7, γράφω σε συνέχειες και δημοσιεύω το Μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης, κάθε Κυριακή, στο Έθνος, είμαι και πάλι ο από γραφομηχανής θεός, πλακώνει αίφνης η λαίλαπα των Ερμπιενμπί, πώς τα λένε, το ζεύγος των τέως φίλων μου που μου νοικιάζουν τη μονοκατοικία στην Αριστομένους, στην Πλατεία Αττικής, μας λένε να φύγουμε, τηλεφωνώ στον Μενέλαο Καραμαγγιώλη, θέλω σπίτι στην Κυψέλη, του λέω, σε πέντε λεπτά μού δίνει το τηλέφωνο μιας σούπερ μεσίτριας, την επαύριο νοικιάζω το σπίτι που μένω τώρα, πάλι στην οδό Σύρου όπου έμενα το 1993, πουλάω σφαίρα το αγαπημένο μου Rolex (3000 ευρώ), πληρώνω μεσίτρια & εγγύηση & το πρώτο νοίκι, πληρώνω τη μετακόμιση, αγοράζω κουζίνα & πλυντήριο, στήνω νέο σπιτικό, περνάμε δύο μήνες ευδαιμονίας με τη Μαριλένα, μετά αλλάζει, πλησιάζει τα τριάντα, είναι τίγκα στη νεύρωση, μου ζητάει αδιανόητα πράγματα, μια είναι άγγελος και μια ημιηλίθιο κακομαθημένο των Βορείων Προαστίων, γίνομαι μπαμπάς / αδελφός / lover /ψυχαναλυτής / μάνατζερ / μπάτλερ, της βρίσκω δουλειές, τίποτα, το διαλύουμε, no problemo, what the fuck, ας βρει το δρόμο της, αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα, που έλεγε και μια αριστουργηματική ταινία με τον Τζιν Γουάιλντερ και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, γράφω & εκδίδω τα Συλλαλητήρια στο Δωμάτιό μου, αφιερωμένα στην Εύα Στεφανή, συναντιέμαι καθημερινώς με τον Τάσο Παυλόπουλο, καλώ εκλεκτές φίλες & φίλους στο σπίτι, άλλες φορές νιώθω 18 κι άλλες 100 ετών, έχω εντωμεταξύ στήσει το Κορέκτ στις Πλατφόρμες, έχω δει τα Καΐκια, έχω πάει να μιλήσω αλλά μιλάει ένα ιδιαίτερο ον, πριν έρθει η σειρά μου, μια πορφυρομάλλα ντυμένη άψογα που διακατέχεται από συγκροτημένο μένος & με εντυπωσιάζει, και κυλούν οι μήνες & και η πόλη πάλι πάλλεται & τώρα της ιστορώ, έστω πλημμελώς, νυχτιάτικα, το από πού κρατάει η σκούφια μου, & θέλω να της αφιερώσω όλα τα τραγούδια που τάραξαν λυτρωτικά το ψυχονοητικό μου σύστημα & να της ανοίξω τον εγκέφαλό μου στα δύο για να δει η Πορφυρομάλλα τι έχει μέσα & να κάνω βίντεο τη ζωή μου να τη δει & να πιω μαζί της τον Δούναβη, τον Δνείπερο και τα Δαρδανέλια & να της φιλήσω απολύτως σιωπηλά επί 4´33, ξανά και ξανά, λούπα, τον αστράγαλο του αριστερού ποδιού & να δω μαζί της τα Άπαντα του Mekas και του Cassavetes & να μασουλήσω μαζί της ψητό καλαμπόκι στη Φωκίωνος Νέγρη & να διαβάσω μαζί της το IJ του DFW & να γελάω μαζί της όπως δε γέλασε ποτέ ούτε ο Φάλσταφ & να παίζω αενάως/αιωνίως μαζί της το Πόκερ της Σαγήνης & να μυρίζω μαζί της τις νεραντζιές της οδού Σύρου & να ζήσω μαζί της διακόσιους μήνες στην Ύδρα & να κοροϊδεύω μαζί της ό,τι είναι άξιο κοροϊδίας & μοιραστώ μαζί́ της ό,τι δεν μοιράστηκε ποτέ ο Dashiell Hammett με τη Lillian Hellman & να διακτινιστώ μαζί της στο Υπερπέραν των Υπερηδύτατων Υπεραγαπημένων & να πω / να γράψω / να διαλαλήσω / να ουρλιάξω κι εγώ μαζί με τον Henry Miller μες στις βροντώδεις τις κραυγαλέες τις φαιδρές αντιφάσεις (των άλλων): Κάθε Μυθιστόρημα είναι η Ταφόπλακα ενός Έρωτα, κι έτσι αρχίζει η αρχή της αρχής μιας εξαρχής αρχής.