Παραμύθια για παιδιά που κοιμούνται αμέσως

 

Παραμύθια για παιδιά που κοιμούνται αμέσως

 


——————


Η συλλογική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία, μετάφραση ισπανικής λογοτεχνίας στα ελληνικά» που διδάσκει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Τα παρόντα κείμενα δουλεύτηκαν σε τρεις περιόδους από το 2013 έως το 2016. Συμμετείχαν οι φοιτήτριες και οι φοιτητές: Πρώτη Περίοδος: Χριστέλεν Ανδρέογλου, Γεωργία Θεοδωρίδη, Ιωάννης Ίσερης, Αλεξάνδρα Κοκκίνη, Ελένη Κονδυλίδου, Κωνσταντίνα Κοροξένου, Σταματία Λουτράρη, Γεώργιος Μανιώτης, Χριστίνα Μαυρουδή, Μαργαρίτα Μπαστρογιάννη, Ελισάβετ Παμλίδου, Κατερίνα Πιπίδου, Γεωργία Σαββίδου, Βαλεντίνα Σαντόρο, Ερμιόνη Σαρηκεχαγιά, Αθανάσιος Τρίπκος, Τάσος Τσουμάνης, Έλενα Χατζηκυριάκου. Δεύτερη Περίοδος: Δημήτρης Δεληγιάννης, Μαρία Ζαφειράκη, Βικτωρία Ιωαννίδου, Δημήτρης Ιωάννου, Κορνηλία Κολύβα, Παναγιώτα Κουβέλη, Έλενα Κουνατίδου, Νόρα Μαλαματίδου, Κριστίνα Οθέτε Μοντόρο, Βερόνικα Πετρόνε, Νάνσυ Ρηγοπούλου, Σοφία Τερλιάμη, Κυριάκος Τσαχουρίδης, Γωγώ Χατζάκη. Τρίτη Περίοδος: Ευγενία Αγοραστού, Παναγιώτης Αδαμίδης, Αγαθή Βερονίκη, Βαρβάρα Βλησσάρη, Μαρία Γεϊτσίδου, Στεργιανή Γιαννακοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη, Γεωργία Θεοδωρίδη, Τατιάνα Καραγιώργη, Δέσποινα Καρτσιούνα, Ελευθέριος Κατσαγώνης, Αντωνία Κόζα, Αθηνά Κόλα, Κατερίνα Κομινάτου, Δανάη Κοτζαμάνογλου, Αλεξάνδρα Λελούδη, Κλεονίκη Μαυρίδου, Ελόνα Μετολλάρι, Αλεξάνδρα Μπουγιούκα, Χρύσα Ουρμάνη, Κατερίνα Παντελίδου, Κωνσταντίνα Πατσιά, Ντενίσα Ράντου, Χριστόφορος Σουγανίδης, Ρεβέκκα Ταγκάλου-Ψιλογιαννοπούλου, Κατερίνα Τρομπούκη, Χριστίνα Τσαβδάρη, Αντωνία Τσακνάκη, Θεότη Χριστοδουλίδου.


Οι δράστες Πίντο & Τσίντο
Οι δράστες Πίντο & Τσίντο

 

Ο πειρατής Πολυγένης

Το πειρατικό καράβι του πειρατή Πολυγένη βυθίστηκε στη μέση του ωκεανού. Ο πειρατής Πολυγένης βρισκόταν τρεις ώρες στο νερό κι εκεί που νόμιζε ότι θα πνιγόταν, είδε στεριά από μακριά. Κολύμπησε, κολύμπησε, κολύμπησε κι έφτασε σ’ ένα νησάκι. Το νησάκι ήταν τόσο μικρό που χωρούσε μόνο ένα άτομο! Σ’ εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Ήταν ένας σκέτος βράχος και γύρω γύρω θάλασσα!
Περνούσαν οι μέρες και ο πειρατής Πολυγένης πεινούσε και διψούσε πολύ, αφού σ’ εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Πέρασαν ακόμα περισσότερες μέρες κι ο πειρατής πεινούσε και διψούσε ακόμα πιο πολύ. Κάθισε απογοητευμένος, και τότε είδε το κλαδάκι που είχε φυτρώσει στο ξύλινο πόδι του. Θυμήθηκε ότι το ξύλινο πόδι τού το είχε φτιάξει ένας ξυλουργός από χλωρό ξύλο μηλιάς. Γι’ αυτό φύτρωσε το κλαδάκι πάνω στο ξύλινο πόδι.
Με τον καιρό, φύτρωσε κι άλλο κλαδάκι. Και αργότερα κι άλλο. Κι άλλο. Και έφτασε μια μέρα που το ξύλινο πόδι γέμισε μήλα και ο πειρατής Πολυγένης χόρτασε την πείνα του. Και ήταν μήλα τόσο ζουμερά που έσβησαν και τη δίψα του.
Όταν το ξύλινο πόδι έγινε ολόκληρη μηλιά, ο πειρατής Πολυγένης την έκοψε και έφτιαξε μ’ αυτήν ένα καράβι.
Κι έτσι, τελικά κατάφερε να φύγει από εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι στη μέση του ωκεανού.

Το πηγάδι των ευχών

Έφτασε κάποτε στο πηγάδι των ευχών ένας άντρας που επιθυμούσε να γίνει πλούσιος. Πριν ρίξει μέσα το νόμισμα, έσκυψε να δει αν ήταν κανονικό πηγάδι, με το νερό του και τα όλα του. Όμως εκεί κάτω όλα φαίνονταν πολύ σκοτεινά, γι’ αυτό έσκυψε ακόμα περισσότερο. Έσκυψε τόσο που έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στον πάτο του πηγαδιού.
Στον πάτο του πηγαδιού των ευχών δεν υπήρχε νερό, παρά μόνο όλα τα νομίσματα που είχαν ρίξει πριν από εκείνον χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά για να κάνουν μια ευχή. Έτσι λοιπόν πραγματοποιήθηκε η ευχή του να γίνει πλούσιος.
Αμέσως όμως αντιλήφθηκε ότι εκεί δεν υπήρχε τίποτα για να αγοράσει, άρα όλη εκείνη η περιουσία τού ήταν άχρηστη. Έτσι λοιπόν, έριξε το νόμισμά του πάνω στ’ άλλα και ευχήθηκε με όλες του τις δυνάμεις να τον βγάλει κάποιος από το πηγάδι.

Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα

Ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά ζούσαν στον πιο ψηλό πύργο του κάστρου. Όταν ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά φιλήθηκαν, ακούστηκε ένα «παφ!» και ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα μεταμορφώθηκαν σε βατράχια. Τότε άφησαν τον πύργο και πήγαν να ζήσουν στο νερό της τάφρου γύρω από το κάστρο. Και ζήσαμε εμείς καλά και τα βατράχια καλύτερα.

Η κυρία και οι πυροσβέστες

Η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά πετάχτηκε στο μπαλκόνι και ούρλιαξε:
«Τρέξτε! Βοήθεια! Πυροσβεστική! Πυροσβεστική!»
Κατέφθασαν οι πυροσβέστες με το κόκκινο όχημά τους, με τη σειρήνα στη διαπασών. Η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά συνέχιζε να ουρλιάζει:

«Βοήθεια! Πυροσβεστική!»

Ένας πυροσβέστης στήριξε τη σκάλα στην πρόσοψη του κτιρίου και ανέβηκε, με τη μάνικα στο χέρι, μέχρι το μπαλκόνι όπου φώναζε η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά.

«Τι συμβαίνει, κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά;»
«Τα γεράνια μου! Τα πανέμορφα γεράνια μου ξεραίνονται!»

Στο μπαλκόνι υπήρχαν διάφορες γλάστρες με μισοκιτρινισμένα γεράνια. Ο πυροσβέστης άνοιξε τη μάνικα και πότισε τα γεράνια, που μέσα σε λίγες μέρες πρασίνισαν και έβγαλαν μερικά λουλούδια.

Ο άνεμος

Ο άνεμος ξυπνάει πολύ νωρίς και πηγαίνει στη δουλειά. Ο άνεμος έχει μπροστά του μια κοπιαστική μέρα: κινεί τους ανεμόμυλους, στεγνώνει τα ρούχα των ανθρώπων, ρίχνει τα φύλλα από τα δέντρα, σπρώχνει τα ιστιοφόρα…

«Πάλι καλά που η θάλασσα δεν είναι ανηφορική!», λέει.

Ο άνεμος δουλεύει πολύ, αλλά έχει κι ελεύθερο χρόνο. Ο άνεμος, στον ελεύθερο χρόνο του, διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί: παίρνει τα καπέλα από τους κυρίους, χαλάει τα μαλλιά των κυριών, κλείνει απότομα τις πόρτες...
Ο άνεμος διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί. Μερικές φορές, ενώ σφυρίζει το αιώνιο τραγούδι του, εμφανίζεται ως ανεμοστρόβιλος, που συνεχώς στριφογυρίζει. Γιατί ένας ανεμοστρόβιλος δεν είναι παρά ο άνεμος που χορεύει.

Το ρολόι της Έμα

Η Έμα ήταν ακόμα πολύ μικρή, και οι γονείς της δεν της έπαιρναν ρολόι. Της Έμα τής άρεσε πολύ το ρολόι του πατέρα της, με το λευκό καντράν και τους χρυσούς του δείκτες, και το δείκτη δευτερολέπτων που κινούνταν κάθε δευτερόλεπτο. Τότε, η Έμα ζωγράφισε με μπλε στυλό ένα ρολόι στον αριστερό της καρπό. Πρώτα σχεδίασε το καντράν, έπειτα το λουράκι και, τέλος, τους δείκτες. Το ζωγραφισμένο ρολόι της Έμα έδειχνε δέκα και τέταρτο. Το ζωγραφισμένο ρολόι της Έμα ήταν πολύ ωραίο. Το ξανακοίταξε μετά από πέντε λεπτά κι έδειχνε δέκα και είκοσι.

Το βουνό

Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήταν ένα βουνό πολύ φιλόδοξο. Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήθελε να γίνει ακόμα πιο ψηλό απ’ ό,τι ήταν. Άρχισε να ψηλώνει, να ψηλώνει, να ψηλώνει και ψήλωσε τόσο πολύ που χτύπησε το κεφάλι του στο Φεγγάρι. Το βουνό έβγαλε ένα τεράστιο καρούμπαλο και για να ανακουφιστεί έβαλε πάγο.

Γι’ αυτό σήμερα τα πολύ ψηλά βουνά έχουν πάγο στην κορυφή.

[ Μικροπαραμύθια από  το βιβλίο Cuentos para niños que se duermen enseguida, εκδ. Kalandraka 2010 ]

[ Συνεχίζεται ]

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: