Να κοιμάσαι δεξιά

Γατόφωνο
Γατόφωνο

 


Είχα μόλις τελειώσει την Τετάρτη Δημοτικού. Ήταν ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι. Η άσφαλτος άχνιζε και τα τσιμέντα έβγαζαν μια θέρμη πηχτή που σου ‘κοβε την ανάσα. «Έτσι θα ‘ναι στην κόλαση», έλεγε η μάνα μου και κατάβρεχε μ’ ένα πράσινο λάστιχο τα μπαλκόνια. Ο πατέρας μου, γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, φορώντας ένα γαριασμένο σώβρακο, καλάμωνε την κληματαριά που ‘χε βάλει στην ταράτσα κι ύστερα της έλεγε γλυκόλογα, μπας και ψηλώσει, πλατύνει και κρύψει τον ήλιο. Εμείς, μετά τη θάλασσα, με τ’ αλάτια στα μαλλιά και τα χείλια ξεραμένα, πηγαίναμε από το παλιό λιμάνι στην Καλλονή, κι ύστερα απ’ την Αγριλιά μέχρι τα Ολλανδικά, και πάλι πίσω. Στον δρόμο, ξεφουσκώναμε λάστιχα, τρώγαμε αγριόσυκα απ’ το χωράφι του Γκανιάτσου, κάναμε τρικάβαλο, μαζεύαμε αδειανά χελωνοκαύκαλα και τα σπάγαμε στα πεζοδρόμια, γράφαμε με βυσσινί νυχτολούλουδα πάνω στα μνήματα. Καμιά φορά, μαζευόμασταν και στης Γατούς.
Ευαγγελία ήταν το κανονικό της όνομα, όμως κανένας δεν τη φώναζε έτσι. Έμενε μόνη της, παρέα με τριάντα γάτες, σ’ ένα ρημαγμένο διώροφο αρχοντικό απέναντι απ’ το σπίτι μου. Οι τοίχοι του ήταν αλλού γκρίζοι, αλλού αχνοί γαλάζιοι, αλλού χαλκοπράσινοι, αλλού μαύροι. Μια φορά θυμάμαι, περνούσα κάτω απ’ το μπαλκόνι της και μου ‘ρθε στο κούτελο ένας μεγάλος σοβάς που είχε το σχήμα της Αφρικής. Ακόμα το ‘χω εκείνο το σημάδι. Το σπίτι της Γατούς, όπως λέγανε στη γειτονιά, είχε σοφίτα, δέκα δωμάτια, δυο κελάρια κι ένα μεγάλο υπόγειο από ‘κεινα που οι άνθρωποι φύλαγαν παλιά τα κρασιά, τα λάδια και τα σιτάρια. Όλη η πίσω στέγη του είχε ξηλωθεί απ’ τους αέρηδες γι’ αυτό και η Γατού ζούσε στο μπροστινό σαλόνι. Η μάνα μου έλεγε, πως ήταν από πλούσια οικογένεια, πως έχασε άντρα και δυο χρονών κορίτσι σε τροχαίο και πως από τότε τρελάθηκε. Το μόνο καινούργιο σ’ εκείνο το σπίτι ήταν η εξώπορτα. Ήταν δίφυλλη, σιδερένια, είχε χρυσό πόμολο κι ένα ρόπτρο που έμοιαζε με κεφάλι αλόγου. Κάθε πρωί, έβλεπα τη Γατού με μια ξεχρωματισμένη μάλλινη ρόμπα με χρυσάνθεμα κι ένα τσιγάρο στα χείλη, να την καθαρίζει σχολαστικά.
Εκείνο το καλοκαίρι, με στείλανε να της πάω έναν φάκελο που ο ταχυδρόμος είχε αφήσει κατά λάθος στο σπίτι μας. Χτύπησα το κουδούνι κι ανέβηκα διστακτικά τις σκάλες. Με περίμενε στο κεφαλόσκαλο, περιτριγυρισμένη από καμιά δεκαριά γάτες, σε όλα τα χρώματα κι όλα τα μεγέθη. Μικρές, μεγάλες, μαύρες, άσπρες, γκρι, χαδιάρες, άγριες, με ουρά, δίχως ουρά. Πρώτη φορά την έβλεπα από τόσο κοντά. Θα ‘ταν στην ηλικία της μάνας μου, είχε μάτια σαν του αγριμιού και τα μαλλιά της, έτσι όπως στέκονταν πάνω στο κεφάλι, έμοιαζαν με τις παλιές αχυρένιες σκούπες. Φόραγε εκείνη τη χειμωνιάτικη ρόμπα. Στάλες ιδρώτα ξεκινούσαν απ’ την κορυφή του κεφαλιού της, γέμιζαν μια μεγάλη ρυτίδα στην άκρη της μύτης κι ύστερα έσταζαν αργά πάνω σ’ ένα ροζ χρυσάνθεμο. Η Γατού είχε και κάτι δάχτυλα μακριά, κάτασπρα, ραφινάτα. Σχεδόν διάφανα.
Μέσα στο σαλόνι της, όλα τα πράγματα ήταν σκεπασμένα με τσαλακωμένες εφημερίδες και χαρτιά περιοδικών. Γάτες κοιμόντουσαν πάνω στον καναπέ, στις καρέκλες, στο πάτωμα, κάτω από έναν μεγάλο θαμπωμένο καθρέφτη, δίπλα στο ψυγείο, ακόμα και μέσα σε μια τρίποδη ανθοστήλη. Άλλες έκοβαν βόλτες ανάμεσα σε πιατάκια με νερό κι αποφάγια, τρεις έπαιζαν με ένα πεθαμένο ποντίκι και μία στεκόταν μπροστά στο κλειστό παράθυρο. Φαινόταν λες και χάζευε τον δρόμο. Στην άκρη του σαλονιού, πήρε το μάτι μου ένα παιδικό στρώμα, ντυμένο με σκισμένο νάιλον. Στη δεξιά του μεριά, είχε μια μικρή λακκούβα. Η Γατού με κοίταξε αυστηρά, άρπαξε το φάκελο δίχως να πει λέξη και μου ‘κλεισε την πόρτα στα μούτρα. Ο αέρας μύριζε κάτουρο, κλεισούρα και απλυσιά.
Το δικό μου δωμάτιο βρισκόταν απέναντι απ’ το σαλόνι της. Κάποιες νύχτες, έσβηνα τα φώτα, πήγαινα στο παράθυρο και την παρατηρούσα. Φόραγε πάντα εκείνη τη χειμωνιάτικη ρόμπα κι είχε το ίδιο τσιγάρο στα χείλη. Την έβλεπα να γεμίζει τις ταΐστρες, να βάζει νερό στα κύπελα, να χτενίζει τα γατιά, να τους αλλάζει τις εφημερίδες και καμιά φορά να τα στολίζει με μεταλλικά κουδουνάκια.
Μια μέρα, μoυ έφυγε η μπάλα και προσγειώθηκε στο παράθυρό της. Ακούστηκαν τζάμια να σπάνε, δυο-τρία τρομαγμένα νιαουρίσματα κι ύστερα ησυχία. Λίγο μετά, είδα τη Γατού να χαμογελάει. Στο ένα χέρι κρατούσε τη μπάλα και στο άλλο ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο με καφετιά λάμα, ίδιο με ‘κεινα που σφάζουνε τα γουρούνια. Ακούμπησε τη μπάλα στο περβάζι, τη στερέωσε καλά, σήκωσε ψηλά το μαχαίρι κι έπειτα το βύθισε απότομα στο πλαστικό. Ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα, που σιγά-σιγά έφθινε, κι η μπάλα άρχισε να ξεφουσκώνει, να κουνιέται ακανόνιστα, να γίνεται μικρή κι ύστερα μικρότερη, ώσπου πήρε ένα παράξενο σχήμα, σαν σπασμένο κεφάλι. Η Γατού, με κοίταξε μ’ εκείνα τα μάτια του αγριμιού, χαμογέλασε πάλι κι έκλεισε με θόρυβο το παράθυρο. Τα θυμάμαι εκείνα τα μάτια. Καμιά φορά, ακόμα και σήμερα, τα βλέπω στον ύπνο μου.
Στη γειτονιά λέγανε πολλά για ‘κεινη. Λέγανε πως τις νύχτες έβαζε σπασμένα γυαλιά μέσα σε μπιφτέκια και τα σκορπούσε στη γειτονιά για να τα φάνε τα σκυλιά. Ή πως στη σοφίτα της είχε κάτι πανύψηλα σίδερα με ακονισμένες άκρες, σαν ξιφολόγχες, για να τρυπιούνται τα περιστέρια και να τα ταΐζει στις γάτες. Ή πως σκοτώνει τις αρσενικές με φολιασμένα κρέατα για να μην πνίξουν τα μωρά τους. Ο ξάδερφός μου έλεγε πως ένα μεσημέρι την είδε να βγάζει απ’ το υπόγειο μια σακούλα με πεθαμένα ποντίκια. «Είχαν λιωμένα κεφάλια και κομμένα αυτιά, σας ορκίζομαι», μας είπε τότε και για να μας πείσει φίλησε τον βαφτιστικό του σταυρό. Εκείνο το καλοκαίρι πέθανε και το σκυλί μας. Το βρήκε ο πατέρας μου να τινάζεται έξω απ’ τη σιδερόπορτα. Μπροστά του υπήρχε μια τσαλακωμένη εφημερίδα και μέσα ένα μισοφαγωμένο κομμάτι λουκάνικο που μύριζε ποντικοφάρμακο.
Ένα βράδυ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ζεσταινόμουν, στριφογύρναγα στο κρεβάτι, πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο, όμως δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Το σαλόνι της Γατούς είχε ακόμη φως. Όταν το ρολόι της εκκλησίας σήμανε μεσάνυχτα, την είδα να φέρνει στο κέντρο του σαλονιού το παιδικό στρώμα. Οι γάτες παραμέρισαν, έκαναν έναν κύκλο γύρω της και στάθηκαν ακούνητες στα πίσω πόδια. Εκείνη έβγαλε προσεκτικά το σκισμένο νάιλον, κάθισε στο πλάι, κούνησε λίγο το στόμα της, σαν κάτι να ‘λεγε, κι άρχισε να χαϊδεύει τη λακκούβα στη δεξιά μεριά. Τα δάχτυλά της ξεκίνησαν από το κέντρο, έκαναν δυο-τρεις κύκλους, ύστερα ανέβηκαν στην άκρη και γύρισαν πίσω. Κι αυτή όλο έλεγε, έλεγε, ποιος ξέρει τί. Έτρεξα στο σαλόνι για να βρω τα κιάλια του πατέρα μου, όμως όταν γύρισα, το φως ήταν σβηστό κι η Γατού είχε κλείσει τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια με κάτι που έμοιαζε με παιδική κορδέλα.
Λίγες μέρες μετά, έβγαλε το στρώμα στο μπαλκόνι, χωρίς το νάιλον, το ακούμπησε σε μια ξεραμένη γλάστρα και μπήκε πάλι μέσα. Σκέφτηκα πως έπρεπε να εκδικηθώ για τη σκασμένη μπάλα μου. Πήραμε με τα άλλα παιδιά κάτι σαπισμένα νεράντζια που ‘χαν μαζευτεί στη σχάρα του φρεατίου, βρήκαμε μερικές φέτες καρπούζι στα σκουπίδια, μαζέψαμε μούρα από ένα γειτονικό κήπο κι αρχίσαμε να σημαδεύουμε το κάτασπρο στρώμα, ουρλιάζοντας. Τα φρούτα έπεφταν πάνω του, το στάμπωναν, και μετά χτυπούσαν στους ξεφτισμένους τοίχους, τα βρόμικα τζάμια και τα σκουριασμένα κάγκελα. Η Γατού πετάχτηκε έξω με τη ρόμπα ριγμένη στους ώμους της και δίχως το τσιγάρο. Πήρε αγκαλιά το στρώμα, δεν είπε τίποτα κι έκλεισε με θόρυβο τη μπαλκονόπορτα. Πρόλαβα και την είδα να με κοιτάει πίσω απ’ το τζάμι. Με κάτι μάτια αλλιώτικα.
Εκείνο το βράδυ, στήθηκα πάλι στο παράθυρο. Η Γατού δεν γέμισε τις ταΐστρες, δεν έβαλε νερό στα κύπελα, δεν χτένισε τα γατιά, δεν τους άλλαξε τις εφημερίδες, δεν τα στόλισε με κουδουνάκια. Έβαλε το βρομισμένο στρώμα στο κέντρο του σαλονιού, πήρε μια μαύρη βούρτσα και μια λεκάνη, κι άρχισε να τρίβει με μανία. Έτριβε κι έτριβε, μέχρι που είδα τα δάχτυλά της να κοκκινίζουν. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Με πήρε ο ύπνος πάνω στο περβάζι. Όταν η μάνα μου έμαθε για το στρώμα, μου ‘πε πως θα μου κόψει τα πόδια αν με ξαναδεί έξω απ’ το σπίτι της Γατούς. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι, στο τελείωμά του, μας βρήκε να μπουγελωνόμαστε στον Κήπο των Ηρώων, να κάνουμε βουτιές απ’ τα κάγκελα του παλιού λιμεναρχείου και να στήνουμε παγίδες για γαρδέλια στους ξεραμένους βάλτους.
Μια μέρα πριν αρχίσουν τα σχολεία, μαζευτήκαμε και πάλι στη γειτονιά. Κρυφά απ’ τη μάνα μου. Αρχίσαμε να παίζουμε κρυφτό, τα φύλαγε ο ξάδερφός μου, κι εγώ έτρεξα να χωθώ ανάμεσα σε δυο αμάξια. Σε μια στιγμή, η πεντακάθαρη εξώπορτα της Γατούς άνοιξε κι εκείνη βγήκε κρατώντας το στρώμα με τη μικρή λακκούβα. Ήταν ακόμα βρόμικο. Έσκυψα το κεφάλι, σχεδόν ξάπλωσα στην άσφαλτο και περίμενα. Η Γατού πλησίασε τον κάδο με τα σκουπίδια, άφησε απ’ έξω το στρώμα και γύρισε σπίτι. Τέσσερις γκρίζες γάτες, η μία πίσω απ’ την άλλη, την ακολουθούσαν.
Η ώρα περνούσε κι αποφάσισα να βγω από την κρυψώνα μου. Σηκώθηκα πάνω, τίναξα την πίσσα απ’ τα γόνατα και τότε είδα μια μελαμψή γυναίκα κι ένα αδύνατο κορίτσι. Η γυναίκα έσερνε το στρώμα και το κορίτσι την τράβαγε απ’ το φουστάνι. Ήταν αχτένιστο, με βρώμικα μούτρα και σκουλαρίκια στα αυτιά. Θα ‘ταν περίπου δυο χρονών. Η Γατού κοιτούσε απ’ το παράθυρο. Πριν στρίψουν στη γωνία, την είδα να βγαίνει απ’ το σπίτι, με το σκισμένο νάιλον κάτω από τη μασχάλη. To ‘δωσε στη γυναίκα και γύρισε στο κορίτσι. «Να κοιμάσαι δεξιά», την άκουσα να λέει. Κι ύστερα την είδα να του χαϊδεύει τα μαλλιά με τα σχεδόν διάφανα χέρια της.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: