«Έρχεται ο γίγαντας»

«Έρχεται ο γίγαντας»

Μά­κης Τσί­τας, Έρ­χε­ται ο γί­γα­ντας, ει­κό­νες Νι­κό­λας Χα­τζη­στα­μού­λης, 
(σει­ρά Μι­κρές Κα­λη­νύ­χτες), Με­ταίχ­μιο 2022


––––––––––

Στο νέο του βι­βλίο για παι­διά ο Μά­κης Τσί­τας επα­νέρ­χε­ται στις προ­σφι­λείς του μι­κρές συν­θέ­σεις με επί­κε­ντρο σύγ­χρο­νους προ­βλη­μα­τι­σμούς κα­τά το πέ­ρα­σμα από την νη­πια­κή στη σχο­λι­κή ηλι­κία. Λι­τά, προ­ση­νή και πά­ντα κα­λαί­σθη­τα τα βι­βλία του, από­λυ­τα προ­σαρ­μο­σμέ­να στα εν­δια­φέ­ρο­ντα των μι­κρών ανα­γνω­στών, συ­νή­θως εστιά­ζουν στις παι­δι­κές ανα­σφά­λειες, τις ανα­δει­κνύ­ουν αρι­στο­τε­χνι­κά και με μα­στο­ριά τις εξου­δε­τε­ρώ­νουν. Έτσι και τώ­ρα. Επι­στρα­τεύ­ο­ντας την τε­χνι­κή της αλ­λη­γο­ρί­ας, πλά­θει ένα μο­ντέρ­νο πα­ρα­μύ­θι με αφορ­μή τη δια­σπο­ρά κα­τα­στρο­φο­λο­γι­κών σε­να­ρί­ων μέ­σω των fake news και των social media, μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που τε­λευ­ταία έχει πά­ρει δια­στά­σεις οι­κου­με­νι­κές προ­κα­λώ­ντας άγ­χος και ανα­στά­τω­ση σε ευά­λω­τες κοι­νω­νί­ες.
Ανα­πό­φευ­κτα, το άγ­χος των με­γά­λων δια­χέ­ε­ται στα παι­διά, τα οποία με τη σει­ρά τους τρο­μά­ζουν κα­θώς προ­σλαμ­βά­νουν την ανα­στά­τω­ση διο­γκω­μέ­νη. Κι εδώ δια­φαί­νε­ται ο ευ­ερ­γε­τι­κός ρό­λος του πα­ρα­μυ­θιού όπως τον πε­ρι­γρά­φει ο Μπρού­νο Μπε­τελ­χάιμ στο πε­ρί­φη­μο βι­βλίο του η Γοη­τεία των Πα­ρα­μυ­θιών. Τα παι­διά για να ξε­πε­ρά­σουν τους φό­βους και τις ανα­σφά­λειές τους χρειά­ζο­νται να ταυ­τι­στούν με κα­τα­στά­σεις πα­ρό­μοιες με τις δι­κές τους κι αυ­τό επι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σα από το ασφα­λές πε­ρι­βάλ­λον των πα­ρα­μυ­θιών όπου στο τέ­λος οι ήρω­ες ζουν κα­λά κι εμείς κα­λύ­τε­ρα.
Το πα­ρα­μύ­θι του Μά­κη Τσί­τα, ένα ηδύ­πο­το αντί­δο­το στην κιν­δυ­νο­λο­γία των και­ρών μας, πραγ­μα­τεύ­ε­ται την κα­τά­στα­ση πα­νι­κού στην οποία έχει πε­ριέλ­θει μια ολό­κλη­ρη πό­λη εξ αι­τί­ας μιας φη­μο­λο­γού­με­νης απει­λής. Για να την κα­τα­στή­σει χει­ρο­πια­στή, ο συγ­γρα­φέ­ας της δί­νει τη μυ­θι­κή υπό­στα­ση του γί­γα­ντα, Αγκου­γκα­ράν τον ονο­μά­ζει και βή­μα-βή­μα στή­νει το σκη­νι­κό της επι­κεί­με­νης άφι­ξής του. Οι φή­μες τον θέ­λουν τε­ρά­στιο, ικα­νό να «αφα­νί­ζει μι­κρούς και με­γά­λους, να κα­τα­σπα­ρά­ζει που­λιά και ζώα και να μην αφή­νει τί­πο­τα όρ­θιο στο πέ­ρα­σμά του». Έντρο­μοι και επί πο­δός πο­λέ­μου οι κά­τοι­κοι προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για το χει­ρό­τε­ρο. Θω­ρα­κί­ζουν τις πε­ριου­σί­ες τους με στι­βα­ρά υλι­κά, τρέ­χουν να αγο­ρά­σουν με­γά­λες πο­σό­τη­τες τρο­φί­μων, ακό­μη και όπλα προ­μη­θεύ­ο­νται σε πε­ρί­πτω­ση που τα χρεια­στούν. Κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα στα­μα­τά, οι δρό­μοι ερη­μώ­νουν και όλοι κλεί­νο­νται στα σπί­τια τους πε­ρι­μέ­νο­ντας τον εχθρό.
Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο δο­μεί­ται το πρώ­το μέ­ρος του πα­ρα­μυ­θιού, η δέ­ση της πλο­κής, με την ατμό­σφαι­ρα της κιν­δυ­νο­λο­γί­ας να δί­νε­ται χει­ρο­πια­στά: Διό­γκω­ση της φή­μης από στό­μα σε στό­μα, ανα­στά­τω­ση, πα­ρα­λο­γι­σμός, εγκλει­σμός, αλ­λά και πλου­τι­σμός όσων επω­φε­λή­θη­καν από την ανα­σφά­λεια του κό­σμου. Η υπερ­βο­λή –για­τί πε­ρί αυ­τής πρό­κει­ται—ανα­δύ­ε­ται με σα­φή­νεια από το συ­νταί­ρια­σμα κει­μέ­νου και ει­κο­νο­γρά­φη­σης, ενώ τα χρώ­μα­τα σε κά­θε σε­λί­δα δί­νουν τον τό­νο. Το γα­λά­ζιο της χα­λά­ρω­σης απέ­να­ντι στο άγ­χος, το λευ­κό της αθω­ό­τη­τας απέ­να­ντι στο ψέ­μα και την πο­νη­ριά της χει­ρα­γώ­γη­σης. Μό­νο στο ση­μείο της κο­ρύ­φω­σης το χρώ­μα ξαφ­νι­κά σκο­τει­νιά­ζει –κι αυ­τό σε ένα και μο­να­δι­κό σα­λό­νι σε σκο­τει­νό φό­ντο—το­νί­ζο­ντας την αγω­νία όταν όλοι πια έχουν πι­στέ­ψει ότι ο εχθρός βρί­σκε­ται ήδη εντός των πυ­λών. Το άκου­σμα ενός θο­ρύ­βου μέ­σα από τα θω­ρα­κι­σμέ­να πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα και το πέ­ρα­σμα μια σκιάς μέ­σα από τις χα­ρα­μά­δες, αρ­κούν για να βε­βαιώ­σουν την πα­ρου­σία του.

«Ξαφ­νι­κά έγι­νε από­λυ­τη ησυ­χία. Τα μω­ρά, τα που­λιά και τα ζώα σώ­πα­σαν. Μι­κροί και με­γά­λοι έμει­ναν ακί­νη­τοι μέ­σα στα σπί­τια τους και ανέ­πνε­αν με προ­σο­χή».

Όπως όμως συμ­βαί­νει σε όλα τα πα­ρα­μύ­θια, τη δέ­ση δια­δέ­χε­ται η λύ­ση, η ανα­τρο­πή και η κά­θαρ­ση. Έτσι κι εδώ. Γλυ­κά και κλι­μα­κω­τά η έντα­ση υπο­χω­ρεί και ο ορ­θο­λο­γι­σμός υπε­ρι­σχύ­ει κα­θώς τη θέ­ση του γί­γα­ντα παίρ­νει το ακρι­βώς αντί­θε­τό του. Ένας ευ­γε­νι­κός και κα­λο­κά­γα­θος νά­νος. Η επει­σο­δια­κή άφι­ξή του στην πό­λη με μια φα­σα­ριό­ζι­κη άμα­ξα εξου­δε­τε­ρώ­νει τον πα­ρα­λο­γι­σμό απο­δει­κνύ­ο­ντας πε­ρί­τρα­να ότι ο γί­γα­ντας δεν απο­τε­λεί απει­λή και ίσως πο­τέ δεν υπήρ­ξε πέ­ρα από τη ση­μειο­λο­γι­κή του κα­τα­σκευή.
Ο γί­γα­ντας του Μά­κη Τσί­τα λει­τουρ­γεί ως καυ­στι­κό σχό­λιο στην φη­μο­λο­γία, την ανε­ξέ­λεγ­κτη κιν­δυ­νο­λο­γία, την πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση και τις κα­τα­σκευα­σμέ­νες ει­δή­σεις. Τα παι­διά που θα το δια­βά­σουν, κοι­τά­ζο­ντας πα­ράλ­λη­λα και τις ει­κό­νες, θα μπο­ρέ­σουν ανά­λο­γα με την ηλι­κία τους να το κα­τα­νο­ή­σουν χά­ρη στον εύ­λη­πτο λό­γο του έμπει­ρου συγ­γρα­φέα. Ας τα συ­ντρο­φεύ­σουν όμως και οι γο­νείς στην ανά­γνω­ση βοη­θώ­ντας τα να εμ­βα­θύ­νουν στα νο­ή­μα­τα, να αντλή­σουν πα­ρα­δείγ­μα­τα από πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής και να χα­ρούν μα­ζί τους ένα κα­λό πα­ρα­μύ­θι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: