Η παιγνιώδης ομορφιά του παντούμ

Η παιγνιώδης ομορφιά του παντούμ

 

Μου αρέ­σει να φα­ντά­ζο­μαι το πα­ντούμ να συλ­λαμ­βά­νει τη στιγ­μή και τη δυ­να­μι­κή ενός γε­γο­νό­τος, ενός συ­ναι­σθή­μα­τος, μιας σκέ­ψης, μιας αντί­λη­ψης σ’ ένα παλ­μι­κό εδώ και τώ­ρα. Μου αρέ­σει ν’ ακο­λου­θώ τη συμ­με­τρι­κή του κί­νη­ση και τις κα­τευ­θύν­σεις που εί­ναι σε ανα­μο­νή, την επι­κεί­με­νη δια­σπο­ρά νοη­μά­των και συ­νειρ­μών, τις ανα­με­νό­με­νες ή απροσ­δό­κη­τες τρο­πές που μπο­ρεί να πά­ρει η ροή του, τις δυ­να­τό­τη­τες που προ­σφέ­ρει για ρη­τές, υπόρ­ρη­τες ή δια­κει­με­νι­κές συ­σχε­τί­σεις, για τη λε­κτι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή που προ­τεί­νει, για τις προ­κλή­σεις της δο­μής του. Και οπωσ­δή­πο­τε πρέ­πει ν’ ανα­φέ­ρω εδώ την έμ­φα­ση που δη­μιουρ­γεί η συμ­με­τρία του πα­ντούμ, τη μου­σι­κό­τη­τά της, ακό­μη και την αί­σθη­ση γιορ­τής, τις παι­γνιώ­δεις ει­ρω­νεί­ες των επα­να­λαμ­βα­νό­με­νων νοη­μά­των και τις εκ­πλή­ξεις που ξε­πε­τά­γο­νται από την απαι­τη­τι­κή στι­χο­δό­μη­ση. Και πέ­ρα ​​από τις λει­τουρ­γι­κές απο­λαύ­σεις του πα­ντούμ, γνω­στές από τις πα­λιές μα­λαι­σια­νές μορ­φές του, από τις γαλ­λι­κές εκ­δο­χές του Βί­κτω­ρα Ου­γκό, του Σαρλ Μπο­ντλέρ ή του ανα­τρε­πτι­κού και αιφ­νι­δια­στι­κού Τζον Άσμπε­ρι στην επο­χή μας, θα θέ­λω πά­ντα να επι­στρέ­φω στη δυ­να­τό­τη­τα χρή­σης της δο­μής του πα­ντούμ για μια ποί­η­ση που κα­τα­φά­σκει τον κό­σμο στον οποίο δια­δρα­μα­τί­ζε­ται και με τον οποίο συ­νο­μι­λεί. Αυ­τή η κα­τά­φα­ση δη­μιουρ­γεί και δη­μιουρ­γεί­ται από έναν λό­γο δί­χως λό­γο και από μια γλώσ­σα που απο­λαμ­βά­νει το παι­χνί­δι του πα­ντούμ με τις εστια­σμέ­νες ή απρό­βλε­πτες πι­θα­νό­τη­τες του εδώ και τώ­ρα, το οποίο έτσι δεί­χνει να ζει τη δι­κή του ζωή, όπως απο­λαμ­βά­νει και τη ρυθ­μι­κή ευ­χα­ρί­στη­ση που προ­έρ­χε­ται από τη στι­χο­ποι­ία του, προ­σφέ­ρο­ντας μια με­τα­κο­σμη­τι­κή ευ­φο­ρία που εί­ναι ξέ­νη προς τη βία την οποία η γλώσ­σα εί­ναι σε θέ­ση να εσω­κλεί­ει και να κα­τευ­θύ­νει προς τους χρή­στες της.

Με αυ­τή ακρι­βώς τη διά­θε­ση και από αυ­τή τη στά­ση προ­σπα­θώ να πολ­λα­πλα­σιά­σω τη στιγ­μή που μ’ ελ­κύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο στην ποί­η­ση, επι­στρέ­φο­ντας σ’ αυ­τό που στην ποί­η­ση βρί­σκω ότι μι­λά στην καρ­διά μου, στην ευ­φο­ρία που επη­ρε­ά­ζει και με­τα­βάλ­λει τους χτύ­πους της καρ­διάς μου: Η στιγ­μή ως ορ­μή που συ­μπυ­κνώ­νει ή διευ­ρύ­νει ρυθ­μι­κά ιδιόρ­ρυθ­μους ήχους, ει­κό­νες και έν­νοιες, που μα­ζί με την ελευ­θε­ρία να συ­σχε­τί­ζο­νται ελεύ­θε­ρα και εξί­σου ιδιο­συ­γκρα­σια­κά, συμ­βάλ­λουν στη μο­να­δι­κή, την ιδιαί­τε­ρη υφή του ποι­ή­μα­τος. Στο με­τα­ξύ το ίδιο το ποί­η­μα ως έρ­γο τέ­χνης επι­στρέ­φει στους επα­να­λαμ­βα­νό­με­νους στί­χους του και απαι­τεί από τον ποι­η­τή να το κά­νει ακό­μη κα­λύ­τε­ρο, ακό­μη πιο εύ­ροο. Προ­κα­λεί και επι­μέ­νει, και μά­λι­στα αντε­πι­τί­θε­ται: Εί­μαι δι­κό σου, φαί­νε­ται να λέ­ει, αλ­λά δεν εί­μαι δι­κό σου. Εί­σαι δι­κός μου, αλ­λά δεν εί­σαι δι­κός μου. Αυ­τός εί­ναι ο τρό­πος με τον οποίο μ’ αγ­γί­ζει το σώ­μα του ποι­ή­μα­τος (η υλι­κό­τη­τά του) με τις κι­νή­σεις (τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τά), το μυα­λό (τη νοη­τι­κό­τη­τα) και την καρ­διά του (τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κό­τη­τά του).

Οι στί­χοι επι­στρέ­φουν για να δώ­σουν έμ­φα­ση στην ατο­μι­κό­τη­τά τους. Με πλη­σιά­ζουν ξα­νά για να με πεί­σουν να πα­ρα­μεί­νω και να ευ­δο­κι­μή­σω στην ελευ­θε­ρία τους, στην άλε­κτη εμ­μέ­νειά τους, ενώ ταυ­τό­χρο­να θέ­λουν, και φυ­σι­κά πε­τυ­χαί­νουν, να προ­σεγ­γί­σουν άλ­λους, νέ­ους στί­χους, σ’ ένα πλαί­σιο που φαί­νε­ται να επι­διώ­κει κά­ποιο εί­δος υπέρ­βα­σης, που όμως πο­τέ ου­σια­στι­κά δεν ανα­ζη­τεί ή απο­δέ­χε­ται το ποί­η­μα, και η οποία πο­τέ βέ­βαια δεν υλο­ποιεί­ται. Αυ­τό που υλο­ποιεί­ται εί­ναι η ορ­μή που επη­ρε­ά­ζει τον καρ­δια­κό παλ­μό. Δεν πρό­κει­ται πα­ρά μό­νο για μια με­τα­κο­σμη­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, μια ανα­διά­τα­ξη στο σώ­μα του ποι­ή­μα­τος και στις αντι­δρά­σεις της καρ­διάς. Πά­νω απ’ όλα εί­ναι η με­τα­κο­σμη­τι­κή διά­στα­ση που προ­σπα­θώ να ενι­σχύ­σω και ν’ απο­λαύ­σω με τη μορ­φή του πα­ντούμ.

Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος που προ­τι­μώ να μην αλ­λά­ζω το νό­η­μα των επα­να­λαμ­βα­νό­με­νων στί­χων, ού­τε δια­κρι­τι­κά έστω, και ομοί­ως προ­σπα­θώ όσο μπο­ρώ να δια­τη­ρή­σω αναλ­λοί­ω­τη τη στί­ξη τους, δια­φέ­ρο­ντας εδώ από τον Άσμπε­ρι, για πα­ρά­δειγ­μα, που χρη­σι­μο­ποιεί την επα­νά­λη­ψη με τρό­πο που του επι­τρέ­πει να πα­ρεκ­κλί­νει από αυ­τή και, πι­στός στην ποι­η­τι­κή του, να απλώ­νει ή να σκορ­πά το ποί­η­μα ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Καλ­λιερ­γώ αυ­τή την ακρί­βεια ως πρό­κλη­ση για να κά­νω πιο δυ­να­τή την έμ­φα­ση που δη­μιουρ­γεί η επα­νά­λη­ψη. Αντί­θε­τα, αφή­νω το ποί­η­μα ανοι­χτό στο τέ­λος, μη επι­βάλ­λο­ντας κα­μία δο­μι­κή ισορ­ρο­πία, χω­ρίς δη­λα­δή, όπως κά­νει πά­λι ο Άσμπε­ρι, να επα­να­λαμ­βά­νω τους δύο στί­χους από την πρώ­τη στρο­φή στην τε­λευ­ταία του ποι­ή­μα­τος ή να χρη­σι­μο­ποιώ τον πρώ­το του στί­χο του πα­ντούμ ως τε­λευ­ταίο. Θέ­λω ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος της τε­λευ­ταί­ας στρο­φής να προ­σφέ­ρει την υπό­σχε­ση για πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Προς το πα­ρόν φτιά­χνω μό­νο πα­ντούμ που έχουν δια­φο­ρε­τι­κό αριθ­μό στρο­φών και δια­φο­ρε­τι­κό αριθ­μό λέ­ξε­ων στους στί­χους τους, και τολ­μώ μό­νο να ονει­ρεύ­ο­μαι πα­ντούμ με μό­νο μία λέ­ξη σε κά­θε στί­χο, ώστε να με­τα­τρέ­ψω αυ­τές τις στρο­φές σ’ ένα πιο ισχυ­ρό εί­δος επι­φά­νειας ή απο­κά­λυ­ψης, και τις λέ­ξεις σ’ ένα εί­δος σι­μπο­λέθ ή αι­νίγ­μα­τος ή δο­κι­μα­σί­ας.

Η αμε­σό­τη­τα και η εντο­νό­τε­ρη αί­σθη­ση πα­ρου­σί­ας που φαί­νε­ται να δη­μιουρ­γεί η τε­λε­τουρ­γι­κή και κά­πως υπνω­τι­κή επα­νά­λη­ψη, η στιγ­μή που επι­στρέ­φει και πα­ρα­τεί­νει την ίδια της την ορ­μή, επι­θυ­μεί να εί­ναι και μια γιορ­τή κά­ποιου εί­δους υπόρ­ρη­της λει­τουρ­γί­ας της αβε­βαιό­τη­τας, της λή­θης, την ανα­μο­νής, της επι­βρά­δυν­σης και της ανα­στο­λής, και ένας εξί­σου υπόρ­ρη­τος συν­δυα­σμός τύ­ψε­ων και ανη­μπό­ριας, και επο­μέ­νως ανά­γκης για εμ­βά­θυν­ση, για δια­σκορ­πι­στι­κή ει­ρω­νεία, για ν’ ακου­στεί το ίδιο πράγ­μα από δια­φο­ρε­τι­κές φω­νές ή από δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές γω­νί­ες και σε νέο πλαί­σιο, για τη δη­μιουρ­γία μιας απο­ρη­μέ­νης έκ­πλη­ξης, για με­τα­τρο­πή του ποι­ή­μα­τος σε απα­λή αφή­γη­ση ή σε δή­λω­ση που πι­στεύ­ει στον εαυ­τό της μό­νο με το να μη πι­στεύ­ει. Εί­ναι στη με­τα­κο­σμη­τι­κή ροή και στο παι­χνί­δι μ’ αυ­τή τη ροή που όλα πλέ­ουν στο εδώ και τώ­ρα του πα­ντούμ.

Αυ­τή η ροή που δη­μιουρ­γεί η επί­ση­μη και σα­γη­νευ­τι­κή συμ­με­τρία της επα­νά­λη­ψης, έστω και ανοι­χτή και γραμ­μέ­νη με τη βο­ή­θεια ενός λό­γου δί­χως λό­γο όπως την προ­τι­μώ, μου επι­τρέ­πει να εί­μαι πει­θαρ­χη­μέ­νος, μου δί­νει την ευ­και­ρία να εστιά­σω τη φω­νή μου σ’ έναν χώ­ρο, στον χώ­ρο όπου χτυ­πά η καρ­διά μου. Εί­ναι ο χώ­ρος όπου τα πά­ντα δεν εί­ναι ο κό­σμος, όπου τα πά­ντα εί­ναι αυ­τά που λέ­με γι’ αυ­τά και ο τρό­πος που τα λέ­με. Αυ­τό κα­θαυ­τό το παν τώ­ρα δεν λέ­γε­ται ού­τε μπο­ρεί να ει­πω­θεί. Αυ­τό που λέ­γε­ται αφή­νε­ται στη δι­κή του ποι­η­τι­κή και συλ­λο­γι­στι­κή ανοι­χτό­τη­τα, την οποία υπο­γραμ­μί­ζει η μορ­φή του πα­ντούμ σαν από ένα εκτός, σαν ένα φαι­νο­με­νι­κά αμε­ρό­λη­πτο όρ­γα­νο, αντί απλά να επι­τρέ­πει στην ανοι­χό­τη­τα να αυ­το­ε­πι­βε­βαιώ­νε­ται μέ­σ’ από ένα ανέ­με­λο εντός. Ταυ­τό­χρο­να η δο­μή του πα­ντούμ απο­κτά τη δι­κή της στιγ­μή και ορ­μή: ρυθ­μός και μου­σι­κό­τη­τα λει­τουρ­γούν για τη δι­κή τους ανε­ξαρ­τη­σία. Το σώ­μα κι­νεί­ται με ή δί­χως την καρ­διά και το μυα­λό του, ή μ’ ένα νέο μυα­λό και μια νέα καρ­διά. Και πά­ντα το σώ­μα του πα­ντούμ και ο δη­μιουρ­γός του λέ­νε σκέ­φτο­μαι, άρα ζού­με. Και αυ­τό το κά­νου­με στη γιορ­τή των πα­ραλ­λα­γών ενός αρ­χέ­γο­νου ναι, μέ­σα σ’ έναν λό­γο δί­χως λό­γο. Η επα­νά­λη­ψη των στί­χων εί­ναι πά­νω απ’ όλα η υπεν­θύ­μι­ση αυ­τού του συμ­βά­ντος, της κοι­νής ζω­ής.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: