Η θεατρικότητα του μαξιμαλισμού
Μαρία Κοπανίτσα, Έπεσα στα τέσσερα, εκδ. Πόλις 2022
Όποιος ασχολείται σήμερα με την κριτική της ποίησης διαπιστώνει ότι οι συλλογές οι οποίες προσφέρονται για προσέγγιση μειώνονται σταθερά. Αυτό οφείλεται σε αρκετές αιτίες, μία όμως βασική αποτελεί το γεγονός ότι οι ποιητές και οι ποιηματογράφοι, όπως θα χαρακτήριζε πολλούς ο Κώστας Βούλγαρης, δεν διαθέτουν προσωπικό ποιητικό πρόγραμμα. Η γραφή τους δεν ανταποκρίνεται σε μία ορισμένη αντίληψη για την ποιητική τέχνη. Πώς λοιπόν να προσεγγίσει αξιολογικά κάποιος ένα σώμα κειμένων των οποίων η σύνθεση δεν συνδέεται με διακριτές ή υπόρρητες αρχές; Ο Κώστας Κουτσουρέλης στο βιβλίο του Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση σημειώνει τα εξής: «… η κατάργηση κάθε τεχνοτροπικής νόρμας και μορφικού προαπαιτούμενου· η ταύτιση της ποίησης με τη στριφνότητα και τον ερμητισμό, αν όχι με την επίδειξη και τον εξυπνακισμό… έδωσαν και το ελεύθερο στους πάντες να παριστάνουν τον ποιητή.» (σ. 47-48). Η σύγχρονη νεοελληνική ποίηση ρέπει μάλλον προς τον δεύτερο τύπο ταύτισης από τους παραπάνω: Οι περισσότερες συλλογές συνιστούν εύκολες κατασκευές οι οποίες εξαντλούνται σε μία άλλοτε ήπια και άλλοτε αλαζονική εντυπωσιοθηρία. Εκλείπει η αγωνία για την εύρεση μίας μεθόδου γραφής η οποία να προκύπτει από τη χαρτογράφηση του γλωσσικού πεδίου του απόλυτα συναρτημένου με το πραγματολογικό περιβάλλον.
Ο συγκεκριμένος πρόλογος αποσκοπεί στην κατάδειξη μίας λογοτεχνικής παθολογίας, προκειμένου να εξαιρεθεί από αυτήν η περίπτωση του νέου ποιητικού βιβλίου της Μαρίας Κοπανίτσα. Μετά από μία πρώτη επιφανειακή ανάγνωση θα μπορούσε κάποιος να καταλήξει στην άποψη ότι πρόκειται εδώ για το δοκιμασμένο είδος της κραυγαλέας εξομολόγησης –στο ύφος του Ντίνου Χριστιανόπουλου– μέσω της οποίας διαφημίζονται προσωπικές και συνήθως κρυμμένες ιδιαιτερότητες, όπως ο αυτοερωτισμός και ο ομοερωτισμός. Όμως σε αυτή την ποίηση εντοπίζονται ουσιαστικότερα στοιχεία.
Τα ρούχα των νηπίων που βλέπουμε στους πολέμους
να φοράνε κάτι ανδρικά γιλέκα κλπ.
με παραπέμπουν στην ανημπόρια της μάνας μου όταν ήταν πλέον γριά.
Τα νήπια ούτε να ντυθούν ζεστά δεν μπορούν
ή να προστατευτούν από δεινά, και
είναι βέβαια και η αθωότητα που παίζει.
Τίνος; Δεν ξέρω αλλά θα μου έρθει.
Συσκέπτομαι ή κάνω συμβούλιο στα όνειρά μου με τον σκύλο που ενώ
κοιμάμαι μοιράζεται τα όνειρα που βλέπω για πολέμους και κατάλαβα πως
εδώ εγώ διατάζω και ότι δεν είμαι υποχείριον κανενός,
πόσο μάλλον ενός ζώου,
όπως θα έλεγε ίσως μια ανύπαντρη γυναίκα
για τον σύντροφό της.
Αυτά τα λέω ή μάλλον τα γράφω πρωί πρωί
με τον σκύλο μου τον αρσενικό να μου γλείφει το αυτί.
(«Ανύπαντρη»)
Η Μαρία Κοπανίτσα εφαρμόζει ένα μεταμοντέρνο πρόγραμμα. Το παρατιθέμενο ποίημα, για παράδειγμα, ξεδιπλώνεται μέσα στην ένταση την οποία προκαλεί η αντίθεση ανάμεσα στην τέχνη και τη μη τέχνη. Διεξάγεται ένα παιχνίδι προσποίησης, όπου υποτίθεται πως καταγράφονται απλά σκόρπιες σκέψεις. Όμως πρόκειται ακριβώς για προσποίηση και, το πιο σημαντικό, για παιχνίδι, οπότε η έννοια των κανόνων επιστρέφει. Τα προηγούμενα είναι εύκολο να τεκμηριωθούν: Το ποίημα παρουσιάζεται ως μία παρωδία της τεχνικής του εσωτερικού μονόλογου. Παρωδία στηριγμένη κυρίως στη φορμαλιστική διάρθρωση η οποία επιβάλλεται στον άμορφο λόγο της συνείδησης. Τίθεται, επιπλέον, ένα ευκρινές πλαίσιο: Υπάρχει μία προφανής αφορμή για το ξεκίνημα (Τα ρούχα των νηπίων που βλέπουμε στους πολέμους…). Ένα επίσης προφανές κλείσιμο με την επικέντρωση στην πράξη της καταγραφής στους δύο τελευταίους στίχους. Ο ρυθμός συναριθμείται στους κανόνες αυτού του μεταμοντέρνου παιχνιδιού: Παράγεται χάρη στις ομοιοκαταληξίες, στους διασκελισμούς και στην υπολογισμένη αυξομείωση της έκτασης των στίχων. Ας προσεχθεί, εν προκειμένω, ότι η συντομογραφία κλπ. στον δεύτερο στίχο, ενισχύει, από τη μία, την εντύπωση της άτεχνης προχειρότητας κατά την καταγραφή του συγκεκριμένου μονόλογου, ενώ συμμετέχει, από την άλλη, στον ρυθμό, ομοιοκαταληκτώντας με τη λέξη γριά στον επόμενο στίχο. Τέλος, η επίμονη εστίαση του ποιήματος στην ιδιωτική σφαίρα αποδεικνύεται συστηματικά αυτοσαρκαστική, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε η ιδιωτικότητα αποδομείται. Η εσωστρέφεια μετατρέπεται σε δημόσιο σκωπτικό θέαμα και θέμα.
Έτσι, η Μαρία Κοπανίτσα δεν εκθέτει απλώς την ποιητική αυτοπάθεια και την ανθρώπινη εγωπάθεια εν γένει, αλλά δίνει και στις δύο σκηνική διάσταση. Και η επιτυχία της δεν περιορίζεται μόνο στο μεταμοντέρνο πλάνο το οποίο ακολουθεί αλλά έγκειται και στο γεγονός ότι στην ουσία υπερβαίνει αυτό το πλάνο, καθώς οι τεχνικές της σκιαγραφούν τη σύγχρονη ποιητική συνθήκη. Μία συνθήκη η οποία ακόμη διαμορφώνεται, επηρεαζόμενη διαρκώς από τάσεις του πραγματολογικού περιβάλλοντος, όπως η δημοσιοποίηση της ιδιωτικής ζωής από τα μέσα επικοινωνίας και η επένδυσή της με μία επίφαση σπουδαιότητας. Στη συλλογή Έπεσα στα τέσσερα αυτές οι τάσεις διαθλώνται μέσα από το πρίσμα της πυκνής ειρωνίας. Με μία σπουδαιοφανή ρητορική εξαίρεται η ασημαντότητα τόσο της καθημερινότητας όσο και των προσωπικών εμπειριών και αναμνήσεων. Ο μινιμαλισμός της ατομικευμένης πραγματικότητας μετασχηματίζεται στον θεατρικό μαξιμαλισμό της παρουσίασής της.
Παρεμπιπτόντως, σε μερικές περιπτώσεις η σαφής κατανόηση προσκόπτει σε θολά σημεία της διατύπωσης, με συνέπεια να παρεμποδίζεται η πλήρης εφαρμογή της μαξιμαλιστικής πρόθεσης. Ας το λάβει υπόψη της η ποιήτρια.