Ο Χατζή Μοράντ πήδηξε με επιδέξιότητα στον διαδρόμο του παζαριού από το υπερυψωμένο δάπεδο του μαγαζιού του. Τίναξε τις πτυχές του γκρίζου χιτώνα του, έφιαξε την ασημένια ζώνη του, πέρασε το χέρι του στα βαμμένα με χένα γένια και φώναξε τον υπάλληλό του, τον Χασάν, να τον βοηθήσει για να κλείσουν το μαγαζί. Έπειτα, έβγαλε από την τσέπη του τέσσερα νομίσματα και τα έδωσε στον Χασάν ο οποίος τον ευχαρίστησε και στη συνέχεια απομακρύνθηκε με μεγάλα βήματα, σφυρίζοντας, ώσπου χάθηκε μέσα στο πλήθος. Ο Χατζή, έριξε στους ώμους του το καφέ παλτό που είχε στα χέρια του και αφού έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω, πήρε το δρόμο του με αξιοπρέπεια. Τα καινούργια του παπούτσια έτριζαν σε κάθε βήμα. Στο πέρασμά του, οι περισσότεροι μαγαζάτορες τον χαιρετούσαν, μαζί με έναν καλό λόγο:
— Καλημέρα Χατζή… Τι κάνεις Χατζή;… Δε σε βλέπουμε τακτικά Χατζή!...
Τα λόγια τους αντηχούσαν γλυκά στα αυτιά του· κυρίως η προσφώνηση «Χατζή», στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Κρυφά κολακευμένος, απαντούσε στους χαιρετισμούς με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο.
Όσο για την προσφώνηση « Χατζή» με την οποία τον τιμούσαν, γνώριζε καλά ότι δεν την δικαιούτο, καθώς δεν είχε πάει ποτέ για προσκύνημα στη Μέκκα. Απλώς, μετά το θάνατο του πατέρα του, ενώ ήταν ακόμα παιδί, η μητέρα του, σύμφωνα με την επιθυμία του μακαρίτη, πούλησε το σπίτι, ρευστοποίησε όλη την περιουσία τους και με όλα τα υπάρχοντά τους πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Καρμπάλα.[1] Στη διάρκεια ενός ή δύο χρόνων τα είχαν ξοδέψει όλα και βρίσκονταν μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια. Ο Χατζή, μόνος του και με μεγάλη δυσκολία, πήγε στη Χαμαντάν, όπου ζούσε ο θείος του. Σύντομα εκείνος πέθανε, αφήνοντάς τον ως μοναδικό κληρονόμο. Και καθώς ο θείος ήταν γνωστός στο παζάρι με το όνομα «Χατζή», ο νεαρός άνδρας κληρονόμησε παράλληλα με το μαγαζί και τον τίτλο. Στην πόλη δεν είχε κανέναν δικό του. Δύο ή τρεις φορές θέλησε να μάθει για την τύχη της μητέρας και της αδελφής του, που είχαν μείνει στην Καρμπάλα. Δεν έλαβε όμως κανένα νέο τους. Δεν μπόρεσε καν να βρει τα ίχνη τους.
Ο Χατζή είχε παντρευτεί πριν από δύο χρόνια. Δεν ήταν όμως ευτυχισμένος από τον γάμο του. Εδώ και καιρό, οι τσακωμοί ήταν επαναλαμβανόμενοι. Τίποτα δεν εκνεύριζε περισσότερο τον Χατζή από τις σπόντες και τις ειρωνείες που του πέταγε η γυναίκα του. Για να της κόψει τον αέρα, είχε αρχίσει να τη ξυλοφορτώνει. Κάποιες φορές μετάνιωνε και γρήγορα αγκαλιαζόντουσαν, θέλοντας οπωσδήποτε να τα βρουν. Το γεγονός ότι δεν είχαν αποκτήσει ακόμα παιδί μεγάλωνε τον εκνευρισμό του. Συχνά οι φίλοι του τον συμβούλευαν να πάρει μια δεύτερη σύζυγο, αλλά αυτή η λύση δεν τον συγκινούσε. Δεν ήταν τόσο αφελής σε σημείο που να μη συνειδητοποιεί ότι μία επιπλέον γυναίκα δε θα μπορούσε παρά να αυξήσει τα προβλήματά του. Κάτι τέτοιες συμβουλές από το ένα αυτί έμπαιναν κι από τ’ άλλο έβγαιναν. Άλλωστε η γυναίκα του ήταν ακόμα νέα και όμορφη. Με τον καιρό, είχαν συνηθίσει ο ένας τον άλλον και στο κάτω - κάτω, δε ζούσαν χειρότερα από άλλους. Ο Χατζή από την άλλη, δεν ήταν μεγάλος στην ηλικία και μπορούσε ακόμα να ελπίζει ότι ο Ύψιστος κάποια μέρα θα ευλογούσε το γάμο τους. Έτσι, δεν ήθελε να χωρίσει τη γυναίκα του. Δεν μπορούσε όμως και να απαλλαγεί από τη συνήθειά του, να τη χτυπάει. Κι εκείνη από την πλευρά της, γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη. Έτσι, το προηγούμενο βράδυ εκείνη είχε γίνει ιδιαίτερα δυσάρεστη και είχε δημιουργηθεί μεγάλη ένταση μεταξύ τους.
Ο Χατζή, μασουλώντας σπόρους καρπουζιού και φτύνοντας τα φλούδια μέσα απ τα δόντια του, πέρασε την είσοδο τού παζαριού. Ανέπνευσε τον καθαρό αέρα της άνοιξης και συλλογίστηκε ότι πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι, όπου θα ξανάρχιζε ο τσακωμός και θα γινόταν ξανά το ίδιο, ποιός θα έλεγε την τελευταία λέξη, που θα ήταν η αφορμή, όπως πάντα, να ξεσπάσει η μάχη. Έπειτα θα ερχόταν η ώρα του δείπνου, στη διάρκεια του οποίου θα αλληλοκοιτάζονταν αμίλητοι και μετά η ώρα να πλαγιάσουν… Ήταν Πέμπτη βράδυ· ήξερε ότι το μενού θα είχε sabzi polo[2]… Βυθισμένος στις σκέψεις του, άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται δεξιά κι αριστερά. Στο μυαλό του γύριζαν τα λόγια της γυναίκας του:
— Άντε χάσου χατζή! Ένας ωραίος χατζής, με μια μητέρα και μια αδελφή που περιφέρονται στους δρόμους της Καρμπάλα! Όταν σκέφτομαι ότι ο Μασάντι Χουσεΐν, ο σαράφης, με είχε ζητήσει σε γάμο! Αναρωτιέμαι, γιατί δεν δέχτηκα και διάλεξα αυτόν τον άχρηστο, αυτόν τον χατζή σε τιμή ευκαιρίας!...
Δάγκωσε τα χείλη του: Ένιωσε, ότι αν συναντούσε έξαφνα εκείνη τη στιγμή τη γυναίκα του, θα την ξεκοίλιαζε χωρίς κανένα πρόβλημα.
Είχε φτάσει στη λεωφόρο της Όχθης. Έριξε μια ματιά στις χλοερές ιτιές που πλαισίωναν το κανάλι και σκέφτηκε ότι, θα ήταν ευχάριστο την επόμενη Παρασκευή, να περάσει τη μέρα του στην κοιλάδα του Μοράντ Μπέκ με μερικούς καλούς φίλους και όλα τα απαραίτητα για το πικ - νικ. Τουλάχιστον θα απέφευγε μία μέρα στο σπίτι, που θα ήταν δυσάρεστη, τόσο γι’ αυτόν όσο και για τη γυναίκα του.
Έφτανε στη γωνία του δρόμου που οδηγούσε στο σπίτι του, όταν ξαφνικά, το μάτι του διέκρινε μία σιλουέτα που του φάνηκε ότι ήταν της γυναίκας του. Εκείνη, μόλις τον είχε προσπεράσει δίχως να τον αντιληφθεί. Ναι, ήταν όντως εκείνη! Όχι ότι ο Χατζή ήταν περισσότερο από άλλους σε θέση να αναγνωρίζει τη γυναίκα του κάτω από το πέπλο, αλλά το συγκεκριμένο τσαντόρ με το λευκό σιρίτι ήταν ένα σημάδι που του επέτρεπε να την ξεχωρίζει ανάμεσα σε χίλιες γυναίκες. Ήταν σίγουρα αυτή, δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει. Μα πώς γίνεται να είναι έξω τέτοια ώρα και δίχως την άδειά του; Αναρωτήθηκε... Δεν είχε έρθει στο μαγαζί, όπου θα είχε ίσως κάτι να κάνει. Πού πήγαινε λοιπόν; Ο Χατζή επιτάχυνε το βήμα του για να τη φτάσει. Ναι, ήταν πράγματι η γυναίκα του και δεν κατευθυνόταν προς το σπίτι τους! Τον έπιασε ένας ασυγκράτητος θυμός, ήθελε δίχως άλλο να τη στραγγαλίσει. Φώναξε το όνομά της:
— Σαχραμπανού!
Η γυναίκα γύρισε και τάχυνε το βήμα τρομαγμένη. Ο Χατζή ήταν εκτός εαυτού. Όχι μόνο είχε βγει χωρίς την άδειά του, αλλά δεν απαντούσε και στο κάλεσμά του. Αυτό πήγαινε πολύ. Φώναξε για δεύτερη φορά:
— Ε! Σου μιλάω! Που ήσουν τέτοια ώρα; Σταμάτα να σου πω δυο λογάκια!
Η γυναίκα σταμάτησε κι άρχισε να φωνάζει:
— Ε, τι έπαθε αυτός ο αλήτης; Γιατί μ' ενοχλεί; Ωραίος τρόπος, να απευθύνεται σε γυναίκες στο δρόμο! Για πρόσεχε πως μιλάς! Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Θα σου δείξω εγώ! Βοήθεια! Βοήθεια! Είναι τρελός, είναι μεθυσμένος! Φωνάζω αμέσως τώρα έναν αστυνομικό… Κύριε αστυνόμε! Κύριε αστυνόμε!...
Οι πόρτες των σπιτιών, άνοιξαν η μία μετά την άλλη και σύντομα μαζεύτηκε γύρω τους ένα πλήθος από περαστικούς που δε σταμάτησε να μεγαλώνει. Ο Χατζή είχε γίνει κατακόκκινος. Οι φλέβες στο μέτωπο και κατά μήκος του λαιμού του είχαν πρηστεί. Αυτός, που τον γνώριζαν όλοι στο παζάρι ήταν εκεί, στη μέση μιας οχλαγωγίας μαζί με αυτή τη γυναίκα που κρατούσε το πρόσωπό της καλυμμένο και καλούσε το όργανο της τάξης. Έγινε εκτός εαυτού και, κάνοντας ένα βήμα πίσω, της έδωσε με ορμή ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο πάνω απ’ το τσαντόρ.
— Μη προσπαθείς να αλλάξεις τη φωνή σου, σε αναγνώρισα αμέσως! Αύριο! Από αύριο κιόλας, μ’ ακούς; Σε χωρίζω! Μάλιστα! Η κυρία γυρίζει στους δρόμους, χωρίς να της καίγεται καρφί για μένα! Η κυρία θέλει να χάσω την υπόληψή μου! Αν ήθελα, θα μπορούσα να πω πολλά για τα καμώματά της, μπροστά σ’ όλον τον κόσμο! Ξετσίπωτη! Είσαστε μάρτυρες, όλοι εδώ! Αύριο θα τη χωρίσω! Εδώ και καιρό είχα αμφιβολίες. Το κρατούσα μέσα μου, συγκρατιόμουνα. Αλλά η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Όλοι εσείς, να είστε μάρτυρες! Αυτή η γυναίκα με ντροπιάζει, αύριο… να είστε μάρτυρες...
Η γυναίκα όμως, στραμένη προς το συγκεντρωμένο πλήθος, φώναζε:
— Για δείτε κάτι φοβητσιάρηδες! Λοιπόν, δε λέτε τίποτα; Επιτρέπετε σε αυτόν τον αγροίκο να ενοχλεί τις γυναίκες στη μέση του δρόμου; Αν ο Μασάντι Χουσεΐν ήταν εδώ, θα σας έδινε να καταλάβετε! Αχ! Ακόμα κι αν μου απομένει μια μέρα ζωής, θα πάρω την εκδίκησή μου και θα είναι τέτοια που δε θα πιστεύετε στα μάτια σας! Όταν σκέφτομαι ότι δε βρέθηκε, έστω κι ένας να ζητήσει το λογαριασμό απ’ αυτό το ανθρωπάκι! Ποιος νομίζει ότι είναι; Αχ σου το λέω, θα το μετανιώσεις! Θα σε κάψω!… Κύριε αστυνόμε!...
Με τα πολλά, κάποια άτομα μπήκαν στη μέση και τράβηξαν τον Χατζή στην άκρη. Εκείνη τη στιγμή, έκανε την εμφάνισή του ένας αστυνομικός: οι άνθρωποι παραμέρισαν για να του κάνουν χώρο να περάσει. Ο Χατζή, η γυναίκα με το τσαντόρ που ’ χε λευκές ρίγες και δύο ή τρεις μάρτυρες, πήραν μαζί του το δρόμο για το αστυνομικό τμήμα. Καθώς περπατούσαν, καθένας έδινε στον αστυνομικό τη δική του εκδοχή για το συμβάν, ενώ την ίδια ώρα κι άλλοι αργόσχολοι προστέθηκαν στην κουστωδία, περίεργοι να μάθουν ποιά θα ήταν η έκβαση της υπόθεσης. Ο Χατζή ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, καθώς ντρεπόταν να τον βλέπουν έτσι πλάι σε έναν αστυνομικό. Είχε αρχίσει πλέον να αμφιβάλλει. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, αντιλήφθηκε ότι οι πόρπες των παπουτσιών και οι κάλτσες, δεν ήταν αυτές της γυναίκας του. Οι πληροφορίες που αυτή η γυναίκα έδινε στον αστυνομικό φαίνονταν σωστές: ήταν η γυναίκα του Μασάντι Χουσεΐν, του σαράφη, τον οποίον γνώριζε καλά. Συνειδητοποίησε το λάθος του, αλλά ήταν ήδη αργά. Τι επρόκειτο να γίνει;
Έφτασαν στο αστυνομικό τμήμα. Ενώ οι υπόλοιποι παρέμεναν έξω, ο αστυνομικός πέρασε τον Χατζή και τη γυναίκα σε μια αίθουσα όπου δύο αξιωματικοί ήταν καθισμένοι πίσω από ένα γραφείο. Ο αστυνομικός στάθηκε προσοχή, έκανε την αναφορά του και στη συνέχεια αποτραβήχτηκε στο βάθος του δωματίου. Ο ένας από τους δύο αξιωματικούς στράφηκε προς τον Χατζή:
— Το όνομά σας;
— Χατζή Μοράντ, στη διάθεσή σας. Όλοι με γνωρίζουν στο παζάρι.
— Επάγγελμα;
— Έμπορος ρυζιού. Έχω μαγαζί στο παζάρι. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε, μπορείτε να βασιστείτε σε μένα.
— Αληθεύει ότι δεν δείξατε τον ανάλογο σεβασμό σε αυτήν τη γυναίκα και ότι τη χτυπήσατε καταμεσής του δρόμου;
— Τι να σας πω, νόμιζα ότι ήταν η γυναίκα μου.
— Και τι ήταν αυτό που σας έκανε να το νομίζετε;
— Το σιρίτι του πέπλου της, ήταν λευκό.
— Και δε αναγνωρίζετε λοιπόν τη φωνή της γυναίκας σας! Παράξενο…
Ο Χατζή έβγαλε έναν αναστεναγμό:
— Προφανώς δε τη γνωρίζετε τη στρίγκλα! Μιμείται όλες τις φωνές των ζώων. Όταν επιστρέφει απ’ τα λουτρά, μιλάει με τις φωνές όλων των γυναικών που συνάντησε και τις μιμείται όλες. Πίστεψα ότι είχε παραλλάξει τη φωνή της για να με ξεγελάσει.
— Τι θράσος! φώναξε η γυναίκα. Είστε μάρτυρας κύριε αστυνόμε, με χαστούκισε δημοσίως μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους και τώρα μας κάνει τον αθώο! Αυτό δεν το επιτρέπω! Ο κύριος νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει! Αχ, ας τα ήξερε αυτά ο Μασάντι Χουσεΐν και σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα τα άφηνε να περάσουν έτσι αυτά! Θα τον έκανε να το πληρώσει και με το παραπάνω! Να πειράξει τη γυναίκα του! Κύριε αστυνόμε, σας παρακαλώ!...
— Καλώς, κυρία μου, δε σας χρειαζόμαστε άλλο, μπορείτε να πηγαίνετε. Θα ασχοληθούμε εμείς με τον κύριο.
— Μπερδεύτηκα, σας το ορκίζομαι, επανέλαβε ο Χατζή, πρόκειται για ένα απλό λάθος! Δεν πιστεύω να μου φερθείτε σα να είμαι κανένας παλιοκλέφτης! Είμαι γνωστός, ξέρετε. Έχω ένα όνομα.
Ο αξιωματικός σκάλισε κάποιες λέξεις σε ένα χαρτί που το έδωσε στον αστυνομικό. Ο Χατζή οδηγήθηκε σε ένα άλλο γραφείο για να πληρώσει το πρόστιμο. Με χέρι τρεμάμενο μέτρησε τα χαρτονομίσματα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι. Στη συνέχεια τον πήγαν έξω, στην πόρτα του τμήματος. Οι θεατές μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους. Του πήραν το παλτό που είχε ρίξει στους ώμους και ένας άνδρας, με ένα μαστίγιο στο χέρι, ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Ο Χατζή, έσκυψε το κεφάλι από ντροπή. Υπέμεινε, χωρίς να βγάλει άχνα, τα πενήντα χτυπήματα. Όταν όλο αυτό τελείωσε, έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο μεταξωτό μαντίλι και σκούπισε το μέτωπο. Του έδωσαν πίσω το παλτό. Το έριξε απρόσεκτα στους ώμους, με τη μια πλευρά του να σέρνεται στο χώμα. Έπειτα, με σκυμμένο κεφάλι, πήρε πάλι το δρόμο για το σπίτι, κάνοντας προσπάθεια να περπατάει προσεκτικά, ώστε να πνίγεται το τρίξιμο των παπουτσιών.
Δυο μέρες αργότερα, χώρισε τη γυναίκα του.
Πρώτη δημοσίευση: 1930
1. Καρμπάλα. Πόλη του Ιράκ, όπου ο ιμάμης Χουσεΐν σφαγιάστηκε και ετάφη με τους συγγενείς του, το 680 μ.Χ. Τόπος προσκυνήματος, ιδιαίτερα ιερός για τους Σιίτες μουσουλμάνους.
2. Ιρανικό πιάτο με ρύζι και ψιλοκομμένα βότανα, συνήθως σερβίρεται με ψάρι. (Πηγή: Wikipedia)