Oι μάσκες

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Χειρόγραφο του Σ. Χενταγιάτ
Χειρόγραφο του Σ. Χενταγιάτ

Ο Μα­νου­τσέ­χρ ήταν χω­μέ­νος στην πο­λυ­θρό­να, με το πη­γού­νι πά­νω στο δε­ξί του χέ­ρι. Εί­χε ύφος πε­ρί­λυ­πο, τα μά­τια του ήταν κου­ρα­σμέ­να και το βλέμ­μα του έπε­φτε χω­ρίς στα­μα­τη­μό μια στους δεί­κτες του ρο­λο­γιού και μια στο κου­στού­μι του, που ήταν εκεί, πά­νω στην κα­ρέ­κλα. Ανα­ρω­τιό­ταν: «Άρα­γε θα πά­ει από­ψε στο χο­ρό η Χο­ζα­στέ; Εγώ, απο­κλεί­ε­ται.»
Ήταν σκο­τει­νά και απο­πνι­κτι­κά· έπε­φτε μια ψι­λή, ενο­χλη­τι­κή βρο­χή που έστελ­νε στο νε­ρό θλι­βε­ρά φι­λιά που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν για να χα­θούν σι­γά-σι­γά στη συ­νέ­χεια. Τα κλα­διά των δέ­ντρων έστε­καν βου­βά και ακί­νη­τα κά­τω από τη βρο­χή. Το μό­νο που ακου­γό­ταν ήταν ο μο­νό­το­νος ήχος από τις στα­γό­νες στη με­ταλ­λι­κή υδρορ­ροή. Έκα­νε έναν και­ρό βα­ρύ και υγρό που μαυ­ρί­ζει την καρ­διά και εύ­χε­ται κα­νείς να βρί­σκε­ται τέ­τοια ώρα σε μια ερη­μι­κή γω­νιά, μα­κριά απ’ την πό­λη, ενώ κά­ποιος παί­ζει πιά­νο. Αυ­τή η ει­κό­να ταί­ρια­ζε από­λυ­τα στην ψυ­χο­σύν­θε­ση του Μα­νου­τσέ­χρ.
Η σκέ­ψη του ήταν επι­κε­ντρω­μέ­νη σε μια ελιά που βρι­σκό­ταν στη γω­νία των χει­λιών της Χο­ζα­στέ, σε τέ­τοιο ση­μείο που της έδι­νε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη γοη­τεία. Υπέ­ρο­χα ανοι­χτά κα­στα­νά μά­τια· ολό­λευ­κα δό­ντια που τα έδει­χνε άφο­βα όταν γε­λού­σε· μι­κρό κε­φά­λι, μι­κρό μυα­λό και αθώο βλέμ­μα, ίδιο με του αρ­νιού που το πη­γαί­νουν στο σφα­γείο. Για εκεί­νον ήταν κά­τι σαν ένα εί­δω­λο ή σα κού­κλα από φί­να πορ­σε­λά­νη που θα φο­βό­ταν να την αγ­γί­ξει… Από τη μέ­ρα που τη γνώ­ρι­σε την αγά­πη­σε αλ­λό­κο­τα. Κά­θε κί­νη­ση αυ­τής της νε­α­ρής γυ­ναί­κας απο­κτού­σε στο μυα­λό του ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία και γοη­τεία. Η ιδέα να την εγκα­τα­λεί­ψει του φαι­νό­ταν αδύ­να­τη.
Ήταν χτες το από­γευ­μα που εμ­φα­νί­στη­κε η Φα­ραν­γκίς, η με­γά­λη του αδελ­φή, κλα­μέ­νη και, αφού τον ζά­λι­σε με διά­φο­ρα πα­ρά­πο­να, του εί­πε:

— Αν πα­ντρευ­τείς αυ­τή τη γυ­ναί­κα θα ατι­μα­στού­με, με­τά από τό­σα χρό­νια. Θα μας πε­ρι­φρο­νούν όλοι, θα εί­μα­στε η ντρο­πή του κό­σμου. Θα λέ­νε: «Ο αδελ­φός σου πα­ντρεύ­τη­κε τη Χο­ζα­στέ, την ερω­μέ­νη του Αμπολ­φάτχ;»

Και του έδει­ξε μια φω­το­γρα­φία που γκρέ­μι­ζε όλα του τα σχέ­δια. Έδει­χνε τη Χο­ζα­στέ, με­θυ­σμέ­νη, στην αγκα­λιά του Αμπολ­φάτχ. Βλέ­πο­ντάς την, το μυα­λό του Μα­νου­τσέ­χρ σκο­τεί­νια­σε. Ο ίδιος δεν εί­χε κό­ψει κά­θε σχέ­ση με την οι­κο­γέ­νειά του εξαι­τί­ας αυ­τής της γυ­ναί­κας; Τι θα την έκα­νε τέ­τοια ντρο­πή; Δεν μπο­ρού­σε ού­τε να χω­ρί­σει την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του ού­τε να την ξα­να­δεί. Τε­λι­κά η φω­το­γρα­φία αυ­τή εί­χε δια­λύ­σει όλες του τις ελ­πί­δες, ό,τι εί­χε σχε­διά­σει για το μέλ­λον. Εί­χαν γνω­ρι­στεί στον κι­νη­μα­το­γρά­φο: κά­θε φο­ρά που άνα­βαν τα φώ­τα, κοι­τα­ζό­ντου­σαν. Και την ώρα που έβγαι­ναν, μί­λη­σαν. Το πρώ­το πράγ­μα που τον τρά­βη­ξε πά­νω της ήταν η απλό­τη­τά της. Εί­χε συμ­φω­νή­σει μα­ζί της να πη­γαί­νουν στον κι­νη­μα­το­γρά­φο κά­θε Δευ­τέ­ρα βρά­δυ κι αυ­τό επα­να­λή­φθη­κε για τρεις Δευ­τέ­ρες. Την τρί­τη φο­ρά την πή­γε σπί­τι της με το αυ­το­κί­νη­τό του. Εί­χε τό­σο πο­λύ γοη­τευ­τεί από τη Χο­ζα­στέ, ώστε όλα της τα ελατ­τώ­μα­τα, όλα τα προ­τε­ρή­μα­τα, όλοι της οι τρό­ποι, τα γού­στα, ακό­μα και τα ορ­θο­γρα­φι­κά λά­θη που έκα­νε στα γράμ­μα­τά της, όλα του φαι­νό­ντου­σαν εξαί­σια. Και τον μή­να αυ­τό που την γνώ­ρι­σε τον θε­ω­ρού­σε σαν την κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο της ζω­ής του.
Την πρώ­τη φο­ρά που ήρ­θε σπί­τι του, σ’ αυ­τό το ίδιο δω­μά­τιο, κούρ­δι­σε το γραμ­μό­φω­νο, έπαι­ξε την «Σε­ρε­νά­τα» και έκλα­ψε στα πό­δια της για ώρες. Πό­σα σχέ­δια για το μέλ­λον εί­χαν κά­νει οι δυό τους σ’ αυ­τή την κά­μα­ρα ή στο σα­λο­νά­κι του κα­φέ «Βέ­κα». Ο Μα­νου­τσέ­χρ της πρό­τει­νε συ­νε­χώς να πά­νε στα κτή­μα­τά του, στο Μα­ζα­ντα­ράν,(1) να χτί­σουν μια υπέ­ρο­χη βί­λα δί­πλα στο πο­τά­μι και να ζή­σουν εκεί μα­ζί. Αυ­τή η πρό­τα­ση δεν άρε­σε πο­λύ στη Χο­ζα­στέ, που ήθε­λε να μεί­νει στην Τε­χε­ρά­νη, να φο­ρά­ει ρού­χα της τε­λευ­ταί­ας μό­δας, να κά­νει βόλ­τες το κα­λο­καί­ρι με το αυ­το­κί­νη­το στο Ζαρ­γκι­ντέ·(2) να πη­γαί­νει σε όλους τους χο­ρούς.
Ο Μα­νου­τσέ­χρ, πα­ρά τις αντιρ­ρή­σεις της οι­κο­γέ­νειάς του, εί­χε απο­φα­σί­σει να πα­ντρευ­τεί τη Χο­ζα­στέ κι εί­χε αρ­χί­σει να το συ­ζη­τά με τον πα­τέ­ρα του. Εκεί­νος όμως, ήταν από τους άρ­χο­ντες του πα­λιού και­ρού με σκου­ρια­σμέ­νες ιδέ­ες· το μό­νο θέ­μα συ­ζή­τη­σης ήταν τα θαύ­μα­τα των προ­φη­τών, οι θαυ­μα­στοί θρύ­λοι και τα τα­ξί­δια που εί­χε κά­νει. Εί­χε γε­μί­σει όλα τα συρ­τά­ρια με γλυ­κά· πει­νού­σε συ­νέ­χεια και τα σα­γό­νια του δού­λευαν αστα­μά­τη­τα. Ευ­χα­ρι­στού­σε τον Θεό που δη­μιούρ­γη­σε τό­σα ωραία πράγ­μα­τα και του εί­χε δώ­σει γε­ρό στο­μά­χι. Έγι­νε έξω φρε­νών με την από­φα­ση του γιου του κι έτσι αυ­τός, με­τά από ένα με­γά­λο καυ­γά, έφυ­γε από το σπί­τι του πα­τέ­ρα του: εί­χε πά­ρει πια την από­φα­σή του.
Όλο αυ­τό το διά­στη­μα το εν­δια­φέ­ρον του Μα­νου­τσέ­χρ και της Χο­ζα­στέ, το απο­κλει­στι­κό θέ­μα συ­ζή­τη­σης, ήταν ο χο­ρός του Club d’ Iran. Εκεί­νος εί­χε ρά­ψει ένα κου­στού­μι πλοιάρ­χου, εκεί­νη όμως δεν του έλε­γε για το δι­κό της, επει­δή ήθε­λε να του κά­νει έκ­πλη­ξη το βρά­δυ του χο­ρού.
Αυ­τή όμως η σι­χα­μέ­νη φω­το­γρα­φία, που του έφε­ρε την προη­γού­με­νη μέ­ρα η αδελ­φή του, δεν τον έκα­νε μό­νο να μη θέ­λει να πά­ει στο χο­ρό, αλ­λά και έκα­νε σκό­νη όλες του τις ελ­πί­δες, όλους του τους πό­θους. Την ίδια εκεί­νη στιγ­μή έγρα­ψε ένα γράμ­μα στη Χο­ζα­στέ, λέ­γο­ντάς της ότι δεν ήθε­λε να την ξα­να­δεί. Δεν ήταν όμως αρ­κε­τό. Πρώ­τα απο­φά­σι­σε να σκο­τώ­σει τον Αμπολ­φάτχ, με­τά να σκο­τώ­σει εκεί­νη και στο τέ­λος να σκο­τω­θεί και ο ίδιος. Το σκέ­φτη­κε για λί­γο και του φά­νη­κε παι­δα­ριώ­δες. Έτσι έκα­νε ένα άλ­λο σχέ­διο: ήξε­ρε ότι του ήταν αδύ­να­το να ζή­σει χω­ρίς εκεί­νη· για να την εκ­δι­κη­θεί, απο­φά­σι­σε να συμ­φι­λιω­θεί με την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του και να ανταλ­λά­ξει τη ζωή που του χά­ρι­σαν οι γο­νείς του μια νύ­χτα στο κρε­βά­τι με μια νύ­χτα μα­ζί της: να εί­ναι με τη Χο­ζα­στέ, να πά­ρουν δη­λη­τή­ριο και να πε­θά­νουν ο ένας στην αγκα­λιά του άλ­λου. Η ιδέα αυ­τή του φά­νη­κε πο­λύ ωραία και πο­λύ ποι­η­τι­κή.
Ο Μα­νου­τσέ­χρ άνα­ψε ένα τσι­γά­ρο, σα να έπλητ­τε. Ση­κώ­θη­κε κι άρ­χι­σε να περ­πα­τά­ει μη­χα­νι­κά γύ­ρω στο δω­μά­τιο. Στά­θη­κε από­το­μα μπρο­στά στην κα­ρέ­κλα όπου ήταν αφη­μέ­νο το κου­στού­μι του κα­πε­τά­νιου. Πή­ρε στα χέ­ρια του τη μά­σκα που εί­χε αγο­ρά­σει για εκεί­νο το βρά­δυ και την κοί­τα­ξε: έδει­χνε ένα χο­ντρό, χα­μο­γε­λα­στό πρό­σω­πο με με­γά­λο στό­μα. Εί­πε μέ­σα του:

— Από­ψε στις 9.30 θα εί­ναι όλοι εκεί. Άρα­γε θα ‘ναι κι εκεί­νη;

Η σκέ­ψη αυ­τή έκα­νε την καρ­διά του να χτυ­πά­ει γρή­γο­ρα. Αν πή­γαι­νε κι εκεί­νη; Αν χό­ρευε με κά­ποιον άλ­λο; Με τον Αμπολ­φάτχ; Με­τά από τό­σες νύ­χτες αγρύ­πνιας που τις πέ­ρα­σε περ­πα­τώ­ντας έξω από το πα­ρά­θυ­ρό της μέ­χρι το ξη­μέ­ρω­μα, με­τά από τό­σες μέ­ρες που εί­χε κλά­ψει δί­πλα στο γραμ­μό­φω­νο, με­τά από τό­σες ατέ­λειω­τες, θλιμ­μέ­νες, αλ­λά ευ­χά­ρι­στες, ώρες! – Άρα­γε επρό­κει­το για την ίδια; Τη Χο­ζα­στέ που τον αγα­πού­σε μέ­χρι θα­νά­του, αυ­τή που δεν έπι­νε στα­γό­να κρα­σί, να έχει πέ­σει έτσι, με­θυ­σμέ­νη κι αναί­σθη­τη, στα χέ­ρια αυ­τού του αχρεί­ου; Άρα­γε τον αγα­πού­σε για τα λε­φτά του και για το αυ­το­κί­νη­τό του; Πιο πο­λύ για το αυ­το­κί­νη­το: μια-δυο φο­ρές εί­χε πει να το που­λή­σει κι εκεί­νη εί­χε θυ­μώ­σει πο­λύ. Την ίδια στιγ­μή χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νο. Χτύ­πη­σε για αρ­κε­τή ώρα. Το σή­κω­σε ο Μα­νου­τσέ­χρ:

— Εμπρός; … Εί­μαι στου κυ­ρί­ου….
— Μα­νου­τσέ­χρ Σαχ Αντούχ…
— Μπο­ρώ να του μι­λή­σω;
— Ναι… Ο ίδιος εί­μαι.
— Με­τα­ξύ δέ­κα και έντε­κα η ώρα, κά­ποιος θέ­λει να σας μι­λή­σει για κά­ποια πο­λύ ση­μα­ντι­κή υπό­θε­ση και …

Ο Μα­νου­τσέ­χρ έκλει­σε το τη­λέ­φω­νο ενο­χλη­μέ­νος, χω­ρίς να αφή­σει τον συ­νο­μι­λη­τή να τε­λειώ­σει τη φρά­ση του. Δεν τη γνώ­ρι­ζε αυ­τή τη φω­νή. Μή­πως κά­ποιος τον κο­ρόι­δευε; Μή­πως επρό­κει­το για κά­ποιο μυ­στή­ριο; Ήταν από εκεί­να τα άτο­μα που κοι­μού­νται ξύ­πνιοι, που περ­πα­τούν, που το μυα­λό τους εί­ναι αλ­λού, ακό­μα κι όταν κά­νουν κα­λά τις δου­λειές τους. Με­τά τα χτε­σι­νά, αυ­τό το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­χε ενι­σχυ­θεί. Ανα­ρω­τιό­ταν:

— Ποιος να ήταν αυ­τός ο άν­θρω­πος;

Δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι άλ­λος από τη Χο­ζα­στέ. Ήθε­λε να έρ­θει εδώ, να ορ­κι­στεί, να αρα­διά­σει ιστο­ρί­ες, να απο­δεί­ξει ότι οι φί­λοι της εί­χαν φτιά­ξει μια ψεύ­τι­κη φω­το­γρα­φία. Υπήρ­χε όμως έστω και η πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία; Δεν έφτα­νε μια φο­ρά που έκα­νε τον χα­ζό; «Με­τα­ξύ δέ­κα και έντε­κα! Αυ­τή εί­ναι, σί­γου­ρα: ξέ­ρει πό­ση αδυ­να­μία της έχω, ξέ­ρει ότι δεν πρό­κει­ται να πάω στο χο­ρό, με­τά από ό,τι συ­νέ­βη. Ίσως να μη πά­ει κι εκεί­νη. Θέ­λει να έρ­θει εδώ. Θα μπο­ρέ­σω όμως να της κλεί­σω την πόρ­τα; Ή να την πε­τά­ξω έξω;» Δεν εί­χε κα­μία αμ­φι­βο­λία ότι η Χο­ζα­στέ θα ερ­χό­ταν από­ψε στο σπί­τι του. Για να της δεί­ξει την αδια­φο­ρία του, πό­σο δεν την σκέ­φτε­ται, απο­φά­σι­σε να πά­ει στο χο­ρό˙ έστω και για μι­σή ώρα, για να της το πού­νε, για να μά­θει ότι πή­γε· δεν ήθε­λε να στε­ρη­θεί την ευ­χα­ρί­στη­ση τού να πά­ει στο χο­ρό εξαι­τί­ας αυ­τού του γε­γο­νό­τος. Άνα­ψε τη λά­μπα και ετοί­μα­σε τα σύ­νερ­γα του ξυ­ρί­σμα­τος. Ήταν δέ­κα το βρά­δυ όταν το Φί­ατ του Μα­νου­τσέ­χρ στα­μά­τη­σε μπρο­στά στο κτή­ριο του Club d’ Iran και εκεί­νος κα­τέ­βη­κε φο­ρώ­ντας το κου­στού­μι του κα­πε­τά­νιου.
Η αί­θου­σα ήταν κα­τά­με­στη, η μου­σι­κή τάν­γκο φόρ­τε. Όλοι οι κα­λε­σμέ­νοι φο­ρού­σαν πε­ρί­ερ­γα κου­στού­μια και μά­σκες. Δια­φο­ρε­τι­κά κου­στού­μια σε διά­φο­ρα χρώ­μα­τα· στον αέ­ρα μυ­ρω­διές αρω­μά­των και κα­πνός τσι­γά­ρων. Ο Μα­νου­τσέ­χρ, όσο διαρ­κού­σε αυ­τός ο χο­ρός, έκα­νε ένα γύ­ρο στην αί­θου­σα. Ανα­γνώ­ρι­σε δύο τρεις φί­λους, μα έκα­νε σα να μην τους ήξε­ρε. Αυ­τό το ισπα­νι­κό τάν­γκο, αντί να του ξυ­πνή­σει τη διά­θε­ση να χο­ρέ­ψει του γέν­νη­σε θλι­βε­ρές σκέ­ψεις. Θυ­μή­θη­κε τον και­ρό που ήταν με την Μαγκ, θυ­μή­θη­κε στιγ­μές της ζω­ής του τον και­ρό που ήταν στη Γαλ­λία· όλα τού­τα τα ξυ­πνού­σε η μου­σι­κή αυ­τή. Βγή­κε από την αί­θου­σα, πή­γε στο μπαρ και πή­ρε δύο πο­τή­ρια ουί­σκι με σό­δα που τα ήπιε το ένα με­τά το άλ­λο. Αι­σθάν­θη­κε κα­λύ­τε­ρα. Γύ­ρι­σε πί­σω στην αί­θου­σα. Στο με­τα­ξύ, μια γυ­ναί­κα ντυ­μέ­νη Με­φί­στο στά­θη­κε δί­πλα του. Φο­ρού­σε μια μαύ­ρη μπέρ­τα και μά­σκα Κι­νέ­ζου. Ο Μα­νου­τσέ­χρ ήταν τό­σο τα­ραγ­μέ­νος που δεν την πρό­σε­ξε. Κό­σμος πο­λύς πή­γαι­νε κι ερ­χό­ταν· η μου­σι­κή έπαι­ζε αστα­μά­τη­τα. Η Με­φί­στο έκα­νε ένα βή­μα μπρο­στά και εί­πε:

— Δε χο­ρεύ­εις;

Ο Μα­νου­τσέ­χρ ανα­γνώ­ρι­σε τη φω­νή της Χο­ζα­στέ, αλ­λά έκα­νε σα να μη την άκου­σε. Θέ­λη­σε να πε­ρά­σει, εκεί­νη όμως τον έπια­σε από το χέ­ρι και πή­γαν σε ένα δω­μά­τιο κο­ντά στην αί­θου­σα του χο­ρού. Ήταν σχε­δόν άδειο, ένα ζευ­γά­ρι ηλι­κιω­μέ­νων κα­θό­ταν σε μια γω­νία και ένας πα­χύς άντρας, ντυ­μέ­νος μα­χα­ρα­γιάς, έκα­νε αέ­ρα. Ο Μα­νου­τσέ­χρ έπε­σε άθε­λά του μέ­σα σε μια πο­λυ­θρό­να, ενώ η Χο­ζα­στέ κά­θι­σε στο φαρ­δύ μπρά­τσο της πο­λυ­θρό­νας. Με­τά, τον χτύ­πη­σε στην πλά­τη και του εί­πε:

— Πω, πω, κοί­τα έναν φα­ντα­σμέ­νο! Πο­λύ κα­κο­μα­θη­μέ­νος μου εί­σαι! Σου ζη­τά­ει μια κυ­ρία να χο­ρέ­ψεις μα­ζί της κι εσύ δε χο­ρεύ­εις! Σου τη­λε­φώ­νη­σα το από­γευ­μα για να σού πω να εί­σαι σπί­τι σου στις δέ­κα το βρά­δυ, επει­δή κά­ποιος θα ερ­χό­ταν να σε δει. Για­τί δεν έμει­νες; Το ήξε­ρα ότι θα ερ­χό­σουν στο χο­ρό, μό­νο και μό­νο για να μου πας κό­ντρα.

Τα λό­για αυ­τά ήταν σαν πα­γω­μέ­νο ντους. Κα­τά­λα­βε ότι αυ­τό το κε­φα­λά­κι γνώ­ρι­ζε κα­λά τα αδύ­να­τα ση­μεία του και τη νο­ο­τρο­πία του, ενώ ο ίδιος δεν ήξε­ρε τη Χο­ζα­στέ και της εί­χε δο­θεί με κλει­στά μά­τια. Τη ίδια εκεί­νη στιγ­μή όλος ο έρω­τάς του, όλα του τα συ­ναι­σθή­μα­τα με­τα­τρά­πη­καν σε κα­κία.
Του εί­πε ακό­μα:

— Σ’ αρέ­σει το κου­στού­μι μου;

Ο Μα­νου­τσέ­χρ σκέ­φτη­κε λί­γο και εί­πε:

— Σου ται­ριά­ζει από­λυ­τα. Δεί­χνει ξε­κά­θα­ρα το ποιά εί­σαι.
— Μα­νούτς, πί­στε­ψες στ’ αλή­θεια ότι αυ­τή η φω­το­γρα­φία εί­ναι αλη­θι­νή;
— Μπα, εί­ναι ψεύ­τι­κη, έτσι δεν εί­ναι; Πρό­κει­ται για φα­ντά­σμα­τα.
— Αφού στο εί­χα πει: πέ­ρυ­σι με εί­χε αρ­ρα­βω­νια­στεί ο ξά­δελ­φός μου.
— Και το φου­στά­νι;
— Τι το φου­στά­νι;
— Το φου­στά­νι από τα­φτά που εί­χες αγο­ρά­σει στο Λα­λέ-Ζαρ πριν δύο μή­νες, με μαύ­ρα πουά. Αυ­τό φο­ράς στη φω­το­γρα­φία.
— Ναι, αν ήξε­ρες, εί­ναι τό­σα πράγ­μα­τα! Δεν εί­χα τολ­μή­σει πο­τέ να σου τα πω, ήμου­να όμως απο­φα­σι­σμέ­νη να σου τα πω όλα πριν τον γά­μο μας. Εί­ναι άρα­γε δυ­να­τό δυο άν­θρω­ποι να μι­λούν και να λέ­νε την αλή­θεια;
— Ώστε το ομο­λο­γείς: όλον αυ­τό τον και­ρό μου έλε­γες ψέ­μα­τα.
— Όχι, θέ­λω να πω ότι πά­ντα το σκε­φτό­μουν αυ­τό. Εί­ναι δυ­να­τόν δυο άτο­μα να εκ­φρά­σουν με ει­λι­κρί­νεια, έστω και για δύο λε­πτά, τα αι­σθή­μα­τά τους και τις σκέ­ψεις τους;
— Νο­μί­ζω ότι μπο­ρού­με να πού­με κα­λύ­τε­ρα την αλή­θεια φο­ρώ­ντας μια μά­σκα.
— Ανα­ρω­τιέ­μαι αν με αγα­πού­σες αλη­θι­νά;
— Σε αγα­πού­σα, αλ­λά…
— Εί­ναι αλή­θεια. Όμως όλον αυ­τό τον και­ρό δεν μου εί­χες πει ψέ­μα­τα; Με αγα­πού­σες με όλη σου την καρ­διά;
— Για μέ­να συμ­βό­λι­ζες κά­ποιαν άλ­λη. Δεν υπάρ­χει, ξέ­ρεις, άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έξω από εμάς τους ίδιους και αυ­τό εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­φα­νές στον έρω­τα· ο κα­θέ­νας αγα­πά­ει με τη δι­κή του φα­ντα­σία και αι­σθά­νε­ται χα­ρά από τη φα­ντα­σία του και όχι από τη γυ­ναί­κα που εί­ναι μπρο­στά του και που νο­μί­ζει ότι αγα­πά­ει. Η γυ­ναί­κα αυ­τή εί­ναι η λαν­θά­νου­σα φα­ντα­σία μας˙ πρό­κει­ται για μια χί­μαι­ρα πο­λύ αλ­λιώ­τι­κη από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
— Δεν κα­τά­λα­βα κα­λά.
— Θέ­λω να πω ότι, για μέ­να, εσύ εί­σαι η χί­μαι­ρα μιάς άλ­λης χί­μαι­ρας, δη­λα­δή ότι μοιά­ζεις με κά­ποια που ήταν η πρώ­τη μου χί­μαι­ρα. Στο εί­χα πει: πριν από σέ­να αγα­πού­σα τη Μαγκ.
— Την κο­πέ­λα που εί­χες γνω­ρί­σει στο χο­ρευ­τι­κό κέ­ντρο;
— Αυ­τήν ακρι­βώς.
— Την αγα­πού­σες πιο πο­λύ από μέ­να;
— Σ’ αγα­πού­σα επει­δή της έμοια­ζες. Σε αγκά­λια­ζα, σε έσφιγ­γα στα χέ­ρια μου και σκε­φτό­μου­να εκεί­νη. Νό­μι­ζα πως ήσουν εκεί­νη. Και τώ­ρα ακό­μα, σε χώ­ρι­σα για­τί εσύ, που αντι­προ­σω­πεύ­εις τη δι­κή μου χί­μαι­ρα, λέ­ρω­σες τη θύ­μη­σή της.
— Αχ, οι άντρες! Εί­στε τό­σο ζη­λιά­ρη­δες και ξι­πα­σμέ­νοι!
— Και οι γυ­ναί­κες εί­ναι ψεύ­τρες και υπο­κρί­τριες!
— Μή­πως δεν ήμου­να δι­κή σου; Μή­πως δε σου δό­θη­κα; Για­τί δί­νεις τό­ση ση­μα­σία σ’ αυ­τές τις χί­μαι­ρες; Η ζωή εί­ναι τό­σο εφή­με­ρη. Αύ­ριο θα εί­μα­στε στά­χτη. Για­τί χά­νου­με το χρό­νο μας με άσκο­πες κου­βέ­ντες. Το μό­νο που μέ­νει εί­ναι η ευ­χα­ρί­στη­ση, ας απο­λαύ­σου­με τη ζωή. Όλα τα άλ­λα εί­ναι πα­ρά­λο­γα και φέρ­νουν μο­νά­χα πό­νο.
— Τι κρί­μα! Αν έλε­γες αυ­τά τα λό­για μέ­σα από την καρ­διά σου! Όμως εσείς οι γυ­ναί­κες... η ψυ­χή σας δεν εί­ναι και τό­σο ελεύ­θε­ρη. Επα­να­λαμ­βά­νε­τε τα λό­για των άλ­λων, σα δί­σκοι του πι­κάπ.

Δυο άντρες πλη­σί­α­σαν προς το μέ­ρος τους, ο ένας φο­ρού­σε στο­λή πα­λιού αυ­λι­κού και ο άλ­λος ήταν ντυ­μέ­νος Κούρ­δος. Μό­λις απο­μα­κρύν­θη­καν, εί­πε η Χο­ζα­στέ:

— Όπως και να ‘χει, ξέ­ρεις πο­λύ κα­λά ότι δεν έχου­με πο­λύ χρό­νο. Από­ψε η ζωή μου άλ­λα­ξε εντε­λώς: έκο­ψα κά­θε σχέ­ση με την οι­κο­γέ­νειά μου, τί­πο­τα δε με νοιά­ζει πλέ­ον. Αν θέ­λεις πί­στε­ψέ με: για τε­λευ­ταία φο­ρά αφή­νο­μαι σε σέ­να. Θα κά­νω ό,τι πεις.
— Μου από­δει­ξες μια φο­ρά τη φι­λία σου, αυ­τό μου αρ­κεί. Έχω κα­κό όνο­μα στην κοι­νω­νία. Από αύ­ριο πρέ­πει να κυ­κλο­φο­ρώ φο­ρώ­ντας μά­σκα, για να μη με ανα­γνω­ρί­ζουν.
— Στο εί­πα, εί­μαι έτοι­μη, τώ­ρα αμέ­σως. Θέ­λεις να πά­με να ζή­σου­με μα­ζί στο κτή­μα σου, μα­κριά από την πό­λη; Δε θα ξα­να­γυ­ρί­σου­με πο­τέ πί­σω!

Τη φρά­ση αυ­τή την εί­πε με έξα­ψη, επει­δή εμ­φα­νί­στη­κε μπρο­στά στα μά­τια της ο πί­να­κας που εί­χε δει στο σπί­τι του παπ­πού της: ένα δά­σος με φου­ντω­τά δέ­ντρα κι ανά­με­σα στα κλα­διά τους ένα κομ­μά­τι γα­λά­ζιου ου­ρα­νού. Αυ­τός ο πί­να­κας της φαι­νό­ταν πο­λύ ποι­η­τι­κός. Φα­ντα­ζό­ταν τον εαυ­τό της να περ­πα­τά εκεί, κρα­τώ­ντας το χέ­ρι ενός παι­διού. Το παι­δί έμοια­ζε με τους χω­ρι­κούς, εί­χε ρο­δα­λά μά­γου­λα. Αυ­τό θα ήταν το παι­δί της, που θα το απο­κτού­σε αρ­γό­τε­ρα. Η πρό­τα­σή της αυ­τή έκα­νε ευ­κο­λό­τε­ρη για τον Μα­νου­τσέ­χρ την ιδέα της εκ­δί­κη­σης. Σή­κω­σε το κε­φά­λι του και εί­πε:

— Φεύ­γου­με, τώ­ρα αμέ­σως.

Ση­κώ­θη­καν. Ο Μα­νου­τσέ­χρ ήπιε στο μπαρ άλ­λο ένα πο­τή­ρι ουί­σκι. Η Χο­ζα­στέ εί­πε, κα­τε­βαί­νο­ντας τη σκά­λα:

— Δε θα ήταν πιο αστείο να φύ­γου­με έτσι όπως εί­μα­στε, με τις μά­σκες. Εγώ δε θα βγά­λω τη δι­κή μου.

Κά­θι­σαν και οι δύο μπρο­στά. Το αυ­το­κί­νη­το έφυ­γε κορ­νά­ρο­ντας. Όταν πέ­ρα­σε τους έρη­μους και υγρούς δρό­μους, ανέ­πτυ­ξε τα­χύ­τη­τα· βγή­κε από­το­μα από τη γει­το­νιά του Νταρ­βα­ζέ-Χε­μι­ράν.(3) Τα άλ­λα αυ­το­κί­νη­τα κόρ­να­ραν, αυ­τό όμως ξε­χύ­θη­κε στο δρό­μο του Μα­ζα­ντα­ράν. Η επή­ρεια του ουί­σκι, ο βρο­χε­ρός και­ρός, τα γε­γο­νό­τα, έκα­ναν το κε­φά­λι του Μα­νου­τσέ­χρ να γυ­ρί­ζει· αι­σθα­νό­ταν δυ­να­τός, σα να εί­χε δι­πλα­σια­στεί η ενέρ­γειά του. Ήταν σκο­τει­νά. Μο­νά­χα μια λευ­κή γραμ­μή φω­τι­ζό­ταν, μπρο­στά στο αυ­το­κί­νη­το. Η Χο­ζα­στέ εί­χε σφι­χτεί πά­νω στον Μα­νου­τσέ­χρ· γε­λού­σε και έλε­γε:

— Να εί­χα­με χο­ρέ­ψει κι ένα τε­λευ­ταίο ταν­γκό!

Εκεί­νος όμως δεν την άκου­γε. Σή­κω­σε τους ώμους· το αυ­το­κί­νη­το έτρε­χε με όση τα­χύ­τη­τα μπο­ρού­σε να ανα­πτύ­ξει. Εκεί­νη προ­σπά­θη­σε κά­τι να πει, όμως ο αέ­ρας τής έφρα­ξε το στό­μα. Οι πε­διά­δες και οι λό­φοι με­γά­λω­ναν από­το­μα μπρο­στά τους και με­τά χα­νό­ντου­σαν. Ξαφ­νι­κά οι ρό­δες γλί­στρη­σαν στο δρό­μο, το αυ­το­κί­νη­το ανα­τρά­πη­κε, το μου­γκρη­τό από σί­δε­ρα και ατσά­λι και ο ήχος απ’ τον θρυμ­μα­τι­σμό των τζα­μιών γέ­μι­σαν τον αέ­ρα και το αυ­το­κί­νη­το έπε­σε μέ­σα στο χα­ντά­κι στην άκρη του δρό­μου. Και ο θό­ρυ­βος έσβη­σε από­το­μα· μό­νο γα­λά­ζιες φλό­γες έβγαι­ναν από εκεί­νο το σω­ρό.

Το επό­με­νο πρωί, κομ­μά­τια κα­μέ­νης σάρ­κας και ένας σκε­λε­τός αυ­το­κι­νή­του βρι­σκό­ντου­σαν σκορ­πι­σμέ­να στο πλάι του δρό­μου. Λί­γο πιο πέ­ρα, δύο μά­σκες, σαν πρό­σω­πα Κι­νέ­ζων, η μια πα­χιά και ρο­δα­λή, η άλ­λη κί­τρι­νη και αδύ­να­τη κοι­τα­ζό­ντου­σαν, κά­νο­ντας ένα μορ­φα­σμό.

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 1932

(1) Μα­ζα­ντα­ράν (Mazandaran): Επαρ­χία στο Βό­ρειο Ιράν, στα πα­ρά­λια της Κα­σπί­ας Θά­λασ­σας.

(2) Ζαρ­γκι­ντέ (Zarguindé): Προ­ά­στειο της Τχε­ρά­νης. Την επο­χή εκεί­νη ήταν εξο­χή και κό­σμος έκα­νε πε­ρι­πά­τους το κα­λο­καί­ρι.

(3) Νταρ­βα­ζέ-Χε­μι­ράν (Darvazeh-Chemiran): Συ­νοι­κία βο­ρειο-δυ­τι­κά της Τε­χε­ρά­νης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: