Ο Μανουτσέχρ ήταν χωμένος στην πολυθρόνα, με το πηγούνι πάνω στο δεξί του χέρι. Είχε ύφος περίλυπο, τα μάτια του ήταν κουρασμένα και το βλέμμα του έπεφτε χωρίς σταματημό μια στους δείκτες του ρολογιού και μια στο κουστούμι του, που ήταν εκεί, πάνω στην καρέκλα. Αναρωτιόταν: «Άραγε θα πάει απόψε στο χορό η Χοζαστέ; Εγώ, αποκλείεται.»
Ήταν σκοτεινά και αποπνικτικά· έπεφτε μια ψιλή, ενοχλητική βροχή που έστελνε στο νερό θλιβερά φιλιά που πολλαπλασιάζονταν για να χαθούν σιγά-σιγά στη συνέχεια. Τα κλαδιά των δέντρων έστεκαν βουβά και ακίνητα κάτω από τη βροχή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο μονότονος ήχος από τις σταγόνες στη μεταλλική υδρορροή. Έκανε έναν καιρό βαρύ και υγρό που μαυρίζει την καρδιά και εύχεται κανείς να βρίσκεται τέτοια ώρα σε μια ερημική γωνιά, μακριά απ’ την πόλη, ενώ κάποιος παίζει πιάνο. Αυτή η εικόνα ταίριαζε απόλυτα στην ψυχοσύνθεση του Μανουτσέχρ.
Η σκέψη του ήταν επικεντρωμένη σε μια ελιά που βρισκόταν στη γωνία των χειλιών της Χοζαστέ, σε τέτοιο σημείο που της έδινε ακόμα περισσότερη γοητεία. Υπέροχα ανοιχτά καστανά μάτια· ολόλευκα δόντια που τα έδειχνε άφοβα όταν γελούσε· μικρό κεφάλι, μικρό μυαλό και αθώο βλέμμα, ίδιο με του αρνιού που το πηγαίνουν στο σφαγείο. Για εκείνον ήταν κάτι σαν ένα είδωλο ή σα κούκλα από φίνα πορσελάνη που θα φοβόταν να την αγγίξει… Από τη μέρα που τη γνώρισε την αγάπησε αλλόκοτα. Κάθε κίνηση αυτής της νεαρής γυναίκας αποκτούσε στο μυαλό του ιδιαίτερη σημασία και γοητεία. Η ιδέα να την εγκαταλείψει του φαινόταν αδύνατη.
Ήταν χτες το απόγευμα που εμφανίστηκε η Φαρανγκίς, η μεγάλη του αδελφή, κλαμένη και, αφού τον ζάλισε με διάφορα παράπονα, του είπε:
— Αν παντρευτείς αυτή τη γυναίκα θα ατιμαστούμε, μετά από τόσα χρόνια. Θα μας περιφρονούν όλοι, θα είμαστε η ντροπή του κόσμου. Θα λένε: «Ο αδελφός σου παντρεύτηκε τη Χοζαστέ, την ερωμένη του Αμπολφάτχ;»
Και του έδειξε μια φωτογραφία που γκρέμιζε όλα του τα σχέδια. Έδειχνε τη Χοζαστέ, μεθυσμένη, στην αγκαλιά του Αμπολφάτχ. Βλέποντάς την, το μυαλό του Μανουτσέχρ σκοτείνιασε. Ο ίδιος δεν είχε κόψει κάθε σχέση με την οικογένειά του εξαιτίας αυτής της γυναίκας; Τι θα την έκανε τέτοια ντροπή; Δεν μπορούσε ούτε να χωρίσει την αρραβωνιαστικιά του ούτε να την ξαναδεί. Τελικά η φωτογραφία αυτή είχε διαλύσει όλες του τις ελπίδες, ό,τι είχε σχεδιάσει για το μέλλον. Είχαν γνωριστεί στον κινηματογράφο: κάθε φορά που άναβαν τα φώτα, κοιταζόντουσαν. Και την ώρα που έβγαιναν, μίλησαν. Το πρώτο πράγμα που τον τράβηξε πάνω της ήταν η απλότητά της. Είχε συμφωνήσει μαζί της να πηγαίνουν στον κινηματογράφο κάθε Δευτέρα βράδυ κι αυτό επαναλήφθηκε για τρεις Δευτέρες. Την τρίτη φορά την πήγε σπίτι της με το αυτοκίνητό του. Είχε τόσο πολύ γοητευτεί από τη Χοζαστέ, ώστε όλα της τα ελαττώματα, όλα τα προτερήματα, όλοι της οι τρόποι, τα γούστα, ακόμα και τα ορθογραφικά λάθη που έκανε στα γράμματά της, όλα του φαινόντουσαν εξαίσια. Και τον μήνα αυτό που την γνώρισε τον θεωρούσε σαν την καλύτερη περίοδο της ζωής του.
Την πρώτη φορά που ήρθε σπίτι του, σ’ αυτό το ίδιο δωμάτιο, κούρδισε το γραμμόφωνο, έπαιξε την «Σερενάτα» και έκλαψε στα πόδια της για ώρες. Πόσα σχέδια για το μέλλον είχαν κάνει οι δυό τους σ’ αυτή την κάμαρα ή στο σαλονάκι του καφέ «Βέκα». Ο Μανουτσέχρ της πρότεινε συνεχώς να πάνε στα κτήματά του, στο Μαζανταράν,(1) να χτίσουν μια υπέροχη βίλα δίπλα στο ποτάμι και να ζήσουν εκεί μαζί. Αυτή η πρόταση δεν άρεσε πολύ στη Χοζαστέ, που ήθελε να μείνει στην Τεχεράνη, να φοράει ρούχα της τελευταίας μόδας, να κάνει βόλτες το καλοκαίρι με το αυτοκίνητο στο Ζαργκιντέ·(2) να πηγαίνει σε όλους τους χορούς.
Ο Μανουτσέχρ, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, είχε αποφασίσει να παντρευτεί τη Χοζαστέ κι είχε αρχίσει να το συζητά με τον πατέρα του. Εκείνος όμως, ήταν από τους άρχοντες του παλιού καιρού με σκουριασμένες ιδέες· το μόνο θέμα συζήτησης ήταν τα θαύματα των προφητών, οι θαυμαστοί θρύλοι και τα ταξίδια που είχε κάνει. Είχε γεμίσει όλα τα συρτάρια με γλυκά· πεινούσε συνέχεια και τα σαγόνια του δούλευαν ασταμάτητα. Ευχαριστούσε τον Θεό που δημιούργησε τόσα ωραία πράγματα και του είχε δώσει γερό στομάχι. Έγινε έξω φρενών με την απόφαση του γιου του κι έτσι αυτός, μετά από ένα μεγάλο καυγά, έφυγε από το σπίτι του πατέρα του: είχε πάρει πια την απόφασή του.
Όλο αυτό το διάστημα το ενδιαφέρον του Μανουτσέχρ και της Χοζαστέ, το αποκλειστικό θέμα συζήτησης, ήταν ο χορός του Club d’ Iran. Εκείνος είχε ράψει ένα κουστούμι πλοιάρχου, εκείνη όμως δεν του έλεγε για το δικό της, επειδή ήθελε να του κάνει έκπληξη το βράδυ του χορού.
Αυτή όμως η σιχαμένη φωτογραφία, που του έφερε την προηγούμενη μέρα η αδελφή του, δεν τον έκανε μόνο να μη θέλει να πάει στο χορό, αλλά και έκανε σκόνη όλες του τις ελπίδες, όλους του τους πόθους. Την ίδια εκείνη στιγμή έγραψε ένα γράμμα στη Χοζαστέ, λέγοντάς της ότι δεν ήθελε να την ξαναδεί. Δεν ήταν όμως αρκετό. Πρώτα αποφάσισε να σκοτώσει τον Αμπολφάτχ, μετά να σκοτώσει εκείνη και στο τέλος να σκοτωθεί και ο ίδιος. Το σκέφτηκε για λίγο και του φάνηκε παιδαριώδες. Έτσι έκανε ένα άλλο σχέδιο: ήξερε ότι του ήταν αδύνατο να ζήσει χωρίς εκείνη· για να την εκδικηθεί, αποφάσισε να συμφιλιωθεί με την αρραβωνιαστικιά του και να ανταλλάξει τη ζωή που του χάρισαν οι γονείς του μια νύχτα στο κρεβάτι με μια νύχτα μαζί της: να είναι με τη Χοζαστέ, να πάρουν δηλητήριο και να πεθάνουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η ιδέα αυτή του φάνηκε πολύ ωραία και πολύ ποιητική.
Ο Μανουτσέχρ άναψε ένα τσιγάρο, σα να έπληττε. Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει μηχανικά γύρω στο δωμάτιο. Στάθηκε απότομα μπροστά στην καρέκλα όπου ήταν αφημένο το κουστούμι του καπετάνιου. Πήρε στα χέρια του τη μάσκα που είχε αγοράσει για εκείνο το βράδυ και την κοίταξε: έδειχνε ένα χοντρό, χαμογελαστό πρόσωπο με μεγάλο στόμα. Είπε μέσα του:
— Απόψε στις 9.30 θα είναι όλοι εκεί. Άραγε θα ‘ναι κι εκείνη;
Η σκέψη αυτή έκανε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα. Αν πήγαινε κι εκείνη; Αν χόρευε με κάποιον άλλο; Με τον Αμπολφάτχ; Μετά από τόσες νύχτες αγρύπνιας που τις πέρασε περπατώντας έξω από το παράθυρό της μέχρι το ξημέρωμα, μετά από τόσες μέρες που είχε κλάψει δίπλα στο γραμμόφωνο, μετά από τόσες ατέλειωτες, θλιμμένες, αλλά ευχάριστες, ώρες! – Άραγε επρόκειτο για την ίδια; Τη Χοζαστέ που τον αγαπούσε μέχρι θανάτου, αυτή που δεν έπινε σταγόνα κρασί, να έχει πέσει έτσι, μεθυσμένη κι αναίσθητη, στα χέρια αυτού του αχρείου; Άραγε τον αγαπούσε για τα λεφτά του και για το αυτοκίνητό του; Πιο πολύ για το αυτοκίνητο: μια-δυο φορές είχε πει να το πουλήσει κι εκείνη είχε θυμώσει πολύ. Την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Χτύπησε για αρκετή ώρα. Το σήκωσε ο Μανουτσέχρ:
— Εμπρός; … Είμαι στου κυρίου….
— Μανουτσέχρ Σαχ Αντούχ…
— Μπορώ να του μιλήσω;
— Ναι… Ο ίδιος είμαι.
— Μεταξύ δέκα και έντεκα η ώρα, κάποιος θέλει να σας μιλήσει για κάποια πολύ σημαντική υπόθεση και …
Ο Μανουτσέχρ έκλεισε το τηλέφωνο ενοχλημένος, χωρίς να αφήσει τον συνομιλητή να τελειώσει τη φράση του. Δεν τη γνώριζε αυτή τη φωνή. Μήπως κάποιος τον κορόιδευε; Μήπως επρόκειτο για κάποιο μυστήριο; Ήταν από εκείνα τα άτομα που κοιμούνται ξύπνιοι, που περπατούν, που το μυαλό τους είναι αλλού, ακόμα κι όταν κάνουν καλά τις δουλειές τους. Μετά τα χτεσινά, αυτό το χαρακτηριστικό είχε ενισχυθεί. Αναρωτιόταν:
— Ποιος να ήταν αυτός ο άνθρωπος;
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τη Χοζαστέ. Ήθελε να έρθει εδώ, να ορκιστεί, να αραδιάσει ιστορίες, να αποδείξει ότι οι φίλοι της είχαν φτιάξει μια ψεύτικη φωτογραφία. Υπήρχε όμως έστω και η παραμικρή αμφιβολία; Δεν έφτανε μια φορά που έκανε τον χαζό; «Μεταξύ δέκα και έντεκα! Αυτή είναι, σίγουρα: ξέρει πόση αδυναμία της έχω, ξέρει ότι δεν πρόκειται να πάω στο χορό, μετά από ό,τι συνέβη. Ίσως να μη πάει κι εκείνη. Θέλει να έρθει εδώ. Θα μπορέσω όμως να της κλείσω την πόρτα; Ή να την πετάξω έξω;» Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Χοζαστέ θα ερχόταν απόψε στο σπίτι του. Για να της δείξει την αδιαφορία του, πόσο δεν την σκέφτεται, αποφάσισε να πάει στο χορό˙ έστω και για μισή ώρα, για να της το πούνε, για να μάθει ότι πήγε· δεν ήθελε να στερηθεί την ευχαρίστηση τού να πάει στο χορό εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Άναψε τη λάμπα και ετοίμασε τα σύνεργα του ξυρίσματος. Ήταν δέκα το βράδυ όταν το Φίατ του Μανουτσέχρ σταμάτησε μπροστά στο κτήριο του Club d’ Iran και εκείνος κατέβηκε φορώντας το κουστούμι του καπετάνιου.
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη, η μουσική τάνγκο φόρτε. Όλοι οι καλεσμένοι φορούσαν περίεργα κουστούμια και μάσκες. Διαφορετικά κουστούμια σε διάφορα χρώματα· στον αέρα μυρωδιές αρωμάτων και καπνός τσιγάρων. Ο Μανουτσέχρ, όσο διαρκούσε αυτός ο χορός, έκανε ένα γύρο στην αίθουσα. Αναγνώρισε δύο τρεις φίλους, μα έκανε σα να μην τους ήξερε. Αυτό το ισπανικό τάνγκο, αντί να του ξυπνήσει τη διάθεση να χορέψει του γέννησε θλιβερές σκέψεις. Θυμήθηκε τον καιρό που ήταν με την Μαγκ, θυμήθηκε στιγμές της ζωής του τον καιρό που ήταν στη Γαλλία· όλα τούτα τα ξυπνούσε η μουσική αυτή. Βγήκε από την αίθουσα, πήγε στο μπαρ και πήρε δύο ποτήρια ουίσκι με σόδα που τα ήπιε το ένα μετά το άλλο. Αισθάνθηκε καλύτερα. Γύρισε πίσω στην αίθουσα. Στο μεταξύ, μια γυναίκα ντυμένη Μεφίστο στάθηκε δίπλα του. Φορούσε μια μαύρη μπέρτα και μάσκα Κινέζου. Ο Μανουτσέχρ ήταν τόσο ταραγμένος που δεν την πρόσεξε. Κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν· η μουσική έπαιζε ασταμάτητα. Η Μεφίστο έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε:
— Δε χορεύεις;
Ο Μανουτσέχρ αναγνώρισε τη φωνή της Χοζαστέ, αλλά έκανε σα να μη την άκουσε. Θέλησε να περάσει, εκείνη όμως τον έπιασε από το χέρι και πήγαν σε ένα δωμάτιο κοντά στην αίθουσα του χορού. Ήταν σχεδόν άδειο, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων καθόταν σε μια γωνία και ένας παχύς άντρας, ντυμένος μαχαραγιάς, έκανε αέρα. Ο Μανουτσέχρ έπεσε άθελά του μέσα σε μια πολυθρόνα, ενώ η Χοζαστέ κάθισε στο φαρδύ μπράτσο της πολυθρόνας. Μετά, τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε:
— Πω, πω, κοίτα έναν φαντασμένο! Πολύ κακομαθημένος μου είσαι! Σου ζητάει μια κυρία να χορέψεις μαζί της κι εσύ δε χορεύεις! Σου τηλεφώνησα το απόγευμα για να σού πω να είσαι σπίτι σου στις δέκα το βράδυ, επειδή κάποιος θα ερχόταν να σε δει. Γιατί δεν έμεινες; Το ήξερα ότι θα ερχόσουν στο χορό, μόνο και μόνο για να μου πας κόντρα.
Τα λόγια αυτά ήταν σαν παγωμένο ντους. Κατάλαβε ότι αυτό το κεφαλάκι γνώριζε καλά τα αδύνατα σημεία του και τη νοοτροπία του, ενώ ο ίδιος δεν ήξερε τη Χοζαστέ και της είχε δοθεί με κλειστά μάτια. Τη ίδια εκείνη στιγμή όλος ο έρωτάς του, όλα του τα συναισθήματα μετατράπηκαν σε κακία.
Του είπε ακόμα:
— Σ’ αρέσει το κουστούμι μου;
Ο Μανουτσέχρ σκέφτηκε λίγο και είπε:
— Σου ταιριάζει απόλυτα. Δείχνει ξεκάθαρα το ποιά είσαι.
— Μανούτς, πίστεψες στ’ αλήθεια ότι αυτή η φωτογραφία είναι αληθινή;
— Μπα, είναι ψεύτικη, έτσι δεν είναι; Πρόκειται για φαντάσματα.
— Αφού στο είχα πει: πέρυσι με είχε αρραβωνιαστεί ο ξάδελφός μου.
— Και το φουστάνι;
— Τι το φουστάνι;
— Το φουστάνι από ταφτά που είχες αγοράσει στο Λαλέ-Ζαρ πριν δύο μήνες, με μαύρα πουά. Αυτό φοράς στη φωτογραφία.
— Ναι, αν ήξερες, είναι τόσα πράγματα! Δεν είχα τολμήσει ποτέ να σου τα πω, ήμουνα όμως αποφασισμένη να σου τα πω όλα πριν τον γάμο μας. Είναι άραγε δυνατό δυο άνθρωποι να μιλούν και να λένε την αλήθεια;
— Ώστε το ομολογείς: όλον αυτό τον καιρό μου έλεγες ψέματα.
— Όχι, θέλω να πω ότι πάντα το σκεφτόμουν αυτό. Είναι δυνατόν δυο άτομα να εκφράσουν με ειλικρίνεια, έστω και για δύο λεπτά, τα αισθήματά τους και τις σκέψεις τους;
— Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε καλύτερα την αλήθεια φορώντας μια μάσκα.
— Αναρωτιέμαι αν με αγαπούσες αληθινά;
— Σε αγαπούσα, αλλά…
— Είναι αλήθεια. Όμως όλον αυτό τον καιρό δεν μου είχες πει ψέματα; Με αγαπούσες με όλη σου την καρδιά;
— Για μένα συμβόλιζες κάποιαν άλλη. Δεν υπάρχει, ξέρεις, άλλη πραγματικότητα έξω από εμάς τους ίδιους και αυτό είναι περισσότερο προφανές στον έρωτα· ο καθένας αγαπάει με τη δική του φαντασία και αισθάνεται χαρά από τη φαντασία του και όχι από τη γυναίκα που είναι μπροστά του και που νομίζει ότι αγαπάει. Η γυναίκα αυτή είναι η λανθάνουσα φαντασία μας˙ πρόκειται για μια χίμαιρα πολύ αλλιώτικη από την πραγματικότητα.
— Δεν κατάλαβα καλά.
— Θέλω να πω ότι, για μένα, εσύ είσαι η χίμαιρα μιάς άλλης χίμαιρας, δηλαδή ότι μοιάζεις με κάποια που ήταν η πρώτη μου χίμαιρα. Στο είχα πει: πριν από σένα αγαπούσα τη Μαγκ.
— Την κοπέλα που είχες γνωρίσει στο χορευτικό κέντρο;
— Αυτήν ακριβώς.
— Την αγαπούσες πιο πολύ από μένα;
— Σ’ αγαπούσα επειδή της έμοιαζες. Σε αγκάλιαζα, σε έσφιγγα στα χέρια μου και σκεφτόμουνα εκείνη. Νόμιζα πως ήσουν εκείνη. Και τώρα ακόμα, σε χώρισα γιατί εσύ, που αντιπροσωπεύεις τη δική μου χίμαιρα, λέρωσες τη θύμησή της.
— Αχ, οι άντρες! Είστε τόσο ζηλιάρηδες και ξιπασμένοι!
— Και οι γυναίκες είναι ψεύτρες και υποκρίτριες!
— Μήπως δεν ήμουνα δική σου; Μήπως δε σου δόθηκα; Γιατί δίνεις τόση σημασία σ’ αυτές τις χίμαιρες; Η ζωή είναι τόσο εφήμερη. Αύριο θα είμαστε στάχτη. Γιατί χάνουμε το χρόνο μας με άσκοπες κουβέντες. Το μόνο που μένει είναι η ευχαρίστηση, ας απολαύσουμε τη ζωή. Όλα τα άλλα είναι παράλογα και φέρνουν μονάχα πόνο.
— Τι κρίμα! Αν έλεγες αυτά τα λόγια μέσα από την καρδιά σου! Όμως εσείς οι γυναίκες... η ψυχή σας δεν είναι και τόσο ελεύθερη. Επαναλαμβάνετε τα λόγια των άλλων, σα δίσκοι του πικάπ.
Δυο άντρες πλησίασαν προς το μέρος τους, ο ένας φορούσε στολή παλιού αυλικού και ο άλλος ήταν ντυμένος Κούρδος. Μόλις απομακρύνθηκαν, είπε η Χοζαστέ:
— Όπως και να ‘χει, ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο. Απόψε η ζωή μου άλλαξε εντελώς: έκοψα κάθε σχέση με την οικογένειά μου, τίποτα δε με νοιάζει πλέον. Αν θέλεις πίστεψέ με: για τελευταία φορά αφήνομαι σε σένα. Θα κάνω ό,τι πεις.
— Μου απόδειξες μια φορά τη φιλία σου, αυτό μου αρκεί. Έχω κακό όνομα στην κοινωνία. Από αύριο πρέπει να κυκλοφορώ φορώντας μάσκα, για να μη με αναγνωρίζουν.
— Στο είπα, είμαι έτοιμη, τώρα αμέσως. Θέλεις να πάμε να ζήσουμε μαζί στο κτήμα σου, μακριά από την πόλη; Δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ πίσω!
Τη φράση αυτή την είπε με έξαψη, επειδή εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της ο πίνακας που είχε δει στο σπίτι του παππού της: ένα δάσος με φουντωτά δέντρα κι ανάμεσα στα κλαδιά τους ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού. Αυτός ο πίνακας της φαινόταν πολύ ποιητικός. Φανταζόταν τον εαυτό της να περπατά εκεί, κρατώντας το χέρι ενός παιδιού. Το παιδί έμοιαζε με τους χωρικούς, είχε ροδαλά μάγουλα. Αυτό θα ήταν το παιδί της, που θα το αποκτούσε αργότερα. Η πρότασή της αυτή έκανε ευκολότερη για τον Μανουτσέχρ την ιδέα της εκδίκησης. Σήκωσε το κεφάλι του και είπε:
— Φεύγουμε, τώρα αμέσως.
Σηκώθηκαν. Ο Μανουτσέχρ ήπιε στο μπαρ άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Η Χοζαστέ είπε, κατεβαίνοντας τη σκάλα:
— Δε θα ήταν πιο αστείο να φύγουμε έτσι όπως είμαστε, με τις μάσκες. Εγώ δε θα βγάλω τη δική μου.
Κάθισαν και οι δύο μπροστά. Το αυτοκίνητο έφυγε κορνάροντας. Όταν πέρασε τους έρημους και υγρούς δρόμους, ανέπτυξε ταχύτητα· βγήκε απότομα από τη γειτονιά του Νταρβαζέ-Χεμιράν.(3) Τα άλλα αυτοκίνητα κόρναραν, αυτό όμως ξεχύθηκε στο δρόμο του Μαζανταράν. Η επήρεια του ουίσκι, ο βροχερός καιρός, τα γεγονότα, έκαναν το κεφάλι του Μανουτσέχρ να γυρίζει· αισθανόταν δυνατός, σα να είχε διπλασιαστεί η ενέργειά του. Ήταν σκοτεινά. Μονάχα μια λευκή γραμμή φωτιζόταν, μπροστά στο αυτοκίνητο. Η Χοζαστέ είχε σφιχτεί πάνω στον Μανουτσέχρ· γελούσε και έλεγε:
— Να είχαμε χορέψει κι ένα τελευταίο τανγκό!
Εκείνος όμως δεν την άκουγε. Σήκωσε τους ώμους· το αυτοκίνητο έτρεχε με όση ταχύτητα μπορούσε να αναπτύξει. Εκείνη προσπάθησε κάτι να πει, όμως ο αέρας τής έφραξε το στόμα. Οι πεδιάδες και οι λόφοι μεγάλωναν απότομα μπροστά τους και μετά χανόντουσαν. Ξαφνικά οι ρόδες γλίστρησαν στο δρόμο, το αυτοκίνητο ανατράπηκε, το μουγκρητό από σίδερα και ατσάλι και ο ήχος απ’ τον θρυμματισμό των τζαμιών γέμισαν τον αέρα και το αυτοκίνητο έπεσε μέσα στο χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Και ο θόρυβος έσβησε απότομα· μόνο γαλάζιες φλόγες έβγαιναν από εκείνο το σωρό.
Το επόμενο πρωί, κομμάτια καμένης σάρκας και ένας σκελετός αυτοκινήτου βρισκόντουσαν σκορπισμένα στο πλάι του δρόμου. Λίγο πιο πέρα, δύο μάσκες, σαν πρόσωπα Κινέζων, η μια παχιά και ροδαλή, η άλλη κίτρινη και αδύνατη κοιταζόντουσαν, κάνοντας ένα μορφασμό.
Πρώτη δημοσίευση: 1932
(1) Μαζανταράν (Mazandaran): Επαρχία στο Βόρειο Ιράν, στα παράλια της Κασπίας Θάλασσας.
(2) Ζαργκιντέ (Zarguindé): Προάστειο της Τχεράνης. Την εποχή εκείνη ήταν εξοχή και κόσμος έκανε περιπάτους το καλοκαίρι.
(3) Νταρβαζέ-Χεμιράν (Darvazeh-Chemiran): Συνοικία βορειο-δυτικά της Τεχεράνης.