Από μικρός ήθελα να γίνω επίσκοπος. Όχι ένας απλός ιερέας αυτό δεν μου έλεγε πολλά. Ήθελα να φορώ βυζαντινή αυτοκρατορική στολή, να περιφέρομαι με βαρύτιμα κοσμήματα, να μιλώ με στόμφο και να έχω πολλούς να με αγαπάνε τριγύρω μου. Φταίει η ανάγκη μου να ξεχωρίζω; Η διάθεση να προσφέρω στους άλλους; Η ροπή στα μεγαλεία και την καλή ζωή; Η αλήθεια είναι πως δεν έχω καταλήξει ακόμη. Είμαι όμως σε καλό δρόμο. Νοιώθω πως σύντομα θα το αποσαφηνίσω. Μέχρι τότε δουλεύω σαν ράφτης. Ξεκίνησα από μια βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων όπου εκεί έμαθα τα μυστικά της κοπτοραπτικής. Επιπλέον πήγα και σε μια ιδιωτική σχολή και διδάχθηκα πατρόν. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου δούλεψα άοκνα δίπλα σε γνωστό ιεροράπτη που εκτίμησε τις ικανότητές μου αλλά και την διάθεση για δουλειά. Εκτιμούσε και την κορμοστασιά μου και με χρησιμοποίησε αρκετές φορές σαν μοντέλο , όταν ο μητροπολίτης ήταν στα κυβικά μου. Μου φορούσε τα άμφια αλλά όταν φτάναμε στην ένδυση της αρχιερατικής μήτρας αισθανόμουν το βάρος τόσο, ώστε έπεφτα ξερός στο πάτωμα. Ποιμαντορική ράβδο δεν είχαμε στο μαγαζί , ίσως υποβασταζόμενος από αυτό να απέφευγα την πτώση . Με το αφεντικό ντύσαμε διακόνους , πρεσβυτέρους και αρχιερείς. Φτιάξαμε πολλές στολές, τόσες που αν τις παρατάσσαμε σε σειρά θα ξεπερνούσαμε μια ταξιαρχία ρασοφόρων. Ήμασταν παραγωγικοί και ονομαστοί για την τέχνη μας. Κάποια στιγμή πήρε σύνταξη και εγώ προήχθην σε ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Άλλαξα την βιτρίνα, έβαλα θρόνο να κάθονται οι εκλεκτοί πελάτες, πήρα μηχανή του καφέ να κερνάμε, λουκούμι φρέσκο απαραίτητα , ρακί αγιορείτικη και ολόσωμο καθρέφτη καινούργιο, ώστε να μην στερείται κανείς την πρόβα με οπτικό υλικό. Το ακουστικό μέρος συντελείτο από χαμηλής έντασης ψαλμωδία που έπαιζε όλο τον εργάσιμο χρόνο. Δημιούργησα ένα περιβάλλον με αγάπη και περισσή ευσέβεια. Εκτιμήθηκαν τα έξοδά μου. Η δουλειά πήγαινε καλύτερα και ήδη σκεφτόμουν να βρω βοηθό αν και στις μέρες μας είναι δύσκολο. Ήρθαν αρκετά παιδιά, τα κορίτσια φυσικά τα απέρριπτα, καθότι ανύπαντρος, δεν μου ταίριαζε να μπω σε πειρασμούς. Ήθελα κάποιον να έχει την φλόγα , να μου θυμίζει εμένα όταν ξεκίναγα, να ένοιωθε το πάθος της τέχνης αλλά και την ανάγκη να επωμιστεί το βάρος, έστω και σαν μοντέλο. Φευ εποχές εκκοσμίκευσης αν και οι πελάτες παραμένουν αρκετοί, παραπάνω ίσως και από το εκκλησίασμα όπως το πάνε. Συνέχισα την κατά μόνας εργασία και το ταμείο μου ήταν γεμάτο κάθε μέρα με ευλογίες. Τα μάζευα για τα γεράματά μου, άνθρωπος μόνος, ποιος θα με κοίταζε; Γεγονός είναι, πως είχα πάντα και την ιδέα της αποταμίευσης βαθιά ριζωμένη μέσα μου. Την πιθανότητα της ληστείας, την αντιμετώπισα με μικρό φορητό μεταλλικό κιβώτιο, αδιαπέραστο και αδύνατο να παραβιαστεί. Το είχα ενσωματώσει κάτω από το γραφείο έτσι ώστε να μπορούσα να το παίρνω και σπίτι αν χρειαστεί. Μου πέρασε από το νου να υποχρεώσω σε πληρωμή με κάρτα, μα αρκετοί ήταν εκείνοι που ακόμη πίστευαν πως πρόκειται για το νούμερο και το θηρίο και έτσι δεν το γενίκευσα, να μην προκαλώ. Το είχα αρχή, σεμνά και ταπεινά, να ακούω και να κολακεύω, να μιλώ με τις κλωστές και τα υφάσματά μου. Μου έλειψε όμως η πρόβα επάνω μου. Να μπορούσα να το ξαναζήσω έστω και για μια τελευταία φορά. Χρειαζόμουν όμως βοηθό, κάποιον να με βοηθήσει να φορέσω τον αρχιερατικό σάκο, εκεί είχα θέμα και όσο και αν το πάλεψα μόνος μου απογοητεύθηκα. Είχα αρχίσει να κουράζω και τον εαυτό μου. Δεν θα γινόμουν ποτέ μητροπολίτης. Η ιδιότητα απαιτούσε προϋποθέσεις. Ήταν και θέμα ηλικίας πια. Δεν προλάβαινα να καλύψω τα στάδια της επαγγελματικής ωρίμανσης ακόμη και αν χρησιμοποιούσα τις πολλές γνωριμίες μου. Άλλωστε οι παρακάτω βαθμίδες μου φαίνονταν ακόμη λίγες και έξω από τις φιλοδοξίες μου. Αρκέστηκα λοιπόν στην ρουτίνα. Κάθε πρωί, εκτός Κυριακής, σήκωνα τα ρολά, ξεκλείδωνα, έβαζα την μηχανή του καφέ με κάψουλα εσπρέσο, την σχετική ψαλμωδία και καθόμουν να ράψω ή να τελειώσω την όποια παραγγελία μου. Αίφνης εμφανίστηκε στο μαγαζί ευλαβής κύριος από την επαρχία. Ήθελε να κάνει δώρο μια στολή στον εκεί μητροπολίτη, μιας και ο γιος του σκεφτόταν να ιερωθεί σύντομα και συζητούσε τιμή και ποιότητα. Βρήκαμε αρκετούς γνωστούς, μιλήσαμε για την κατάσταση στην ιεραρχία, γελάσαμε με την ψυχή μας με τα κουτσομπολιά, παρασύρθηκα σχετικά μα το είχα ανάγκη. Τα βρίσκαμε σε όλα ακόμη και το αρχιερατικό σταυρό. Του άρεσε ένας που είχαμε στο μαγαζί, ξετρελάθηκε. Σκέφτηκα να του κάνω μια καλή τιμή, τον είχα χρόνια στο ράφι. Εντάξει. Έμεναν μόνο τα μέτρα.
— Είναι θέμα, μου είπε, θα χάλαγε η έκπληξη.
— Στο περίπου, του απάντησα. Είχα και μια ιδέα του προσώπου που μιλούσαμε.
— Να σαν και σας, μου είπε. Δεν είχε άδικο… «Να το προβάρουμε επάνω σας, απλά θα το κάνετε λίγο μεγαλύτερο καθότι ο γέροντας είναι λίγο πιο παχουλός».
— Κοιτάτε έχω κάτι έτοιμο, του απάντησα, ήταν για γνωστό αλλά εκοιμήθη πριν την ολοκλήρωση του μεγάλου ωμοφορίου κατά τα άλλα όπως το επιθυμείτε, ίσως λίγο μπάσιμο στις πλάτες…
— Να το δω. Του άρεσε. «Αν το φορέσετε θα μου κάνετε μεγάλη χάρη». Είχα δισταγμούς μα με νίκησε το πάθος. Με βοήθησε και στο ντύσιμο. Κοιτάχθηκα στον καθρέφτη, μια οπτασία.
— Να βάλετε και την μήτρα, μου είπε και πήρε μου φέρνει ιεροπρεπώς, αυτή που είχαμε για τις πρόβες. Είχα λιγωθεί. «Κρίμα», σκεφτόμουν, «έχασε ο κλήρος ταγό». Έσκυψα λίγο ώστε να τον βοηθήσω στην σωστή τοποθέτηση. Μου την έβαλε και πάνω που ένιωσα το βάρος της, έπεσα πάλι ξερός. Όταν συνήλθα τον είδα με το κιβώτιο παραμάσχαλα, να βγαίνει από την πόρτα.
— Απαλλοτρίωση, μου φώναξε φεύγοντας.