Αίφνης φρούτα
(ρατσισμός και φόβος ξαφνικά)
Για το Πόρτο Ράφτη με αγάπη
Ζουμερά τα μούσμουλα,
έβρεξε πολύ, σκεφτόμουν
κάτω απ’ το δέντρο
στο κήπο του αυθαιρέτου,
λίγα όμως φέτος.
Τα έτρωγα όλα επιτόπου χαρωπά
–ήταν αράντιστα, προκλητικά–
ακόμη και τα μισοφαγωμένα
αυτά ήταν τα πιο πολλά·
συνδαιτημόνας νοερά
της καρδερίνας, του κορυδαλλού,
του κότσυφα, της σουσουράδας,
σε πολύχρωμο, πολύβουο τσιμπούσι.
«Σου τα φάγανε πάλι τα ποντίκια»
αντήχησε η φωνή του υδραυλικού,
που έφτιαχνε τη βρύση δίπλα.
Στέγνωσε ξαφνικά το σάλιο μου,
κοίταξα το δέντρο καχύποπτα,
«να λείπει το βύσσινο», σκέφτηκα.