Ο Τζόις στα χρώματα της ελληνικής σημαίας

Ο Τζέιμς Τζόις 1918
Ο Τζέιμς Τζόις 1918

Με την επέ­τειο των 100 χρό­νων από την κυ­κλο­φο­ρία του εμ­βλη­μα­τι­κού έρ­γου του James Joyce Ulysses —για πολ­λούς το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα του 20ού αιώ­να και για άλ­λους ένα από­λυ­τα μη ανα­γνώ­σι­μο βι­βλίο— βλέ­που­με το εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου να έχει το γα­λά­ζιο/μπλε της ελ­λη­νι­κής ση­μαί­ας. Ίσως αξί­ζει λοι­πόν να ξα­να­θυ­μη­θού­με τους δε­σμούς του Τζόις με τους Έλ­λη­νες, την Ελ­λά­δα και την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Ο Τζόις γεν­νή­θη­κε στις 2 Φε­βρουα­ρί­ου 1882 στο Δου­βλί­νο και πέ­θα­νε στην Ζυ­ρί­χη 13 Ια­νουα­ρί­ου 1941. Να κυ­κλο­φο­ρή­σει το βι­βλίο στις 2 Φε­βρουα­ρί­ου ήταν γε­νέ­θλιο δώ­ρο της εκ­δό­τριάς του στο Πα­ρί­σι Σίλ­βιας Μπιτς.
Η Σίλ­βια Μπιτς θυ­μά­ται ότι της εί­χε πει πως δεν ήξε­ρε αρ­χαία ελ­λη­νι­κά αλ­λά μι­λού­σε άπται­στα τα νέα ελ­λη­νι­κά, που τα εί­χε μά­θει από Έλ­λη­νες ναύ­τες στην Τερ­γέ­στη. Αλ­λά η μαρ­τυ­ρία του ίδιου του Τζόις για το πό­σα ελ­λη­νι­κά ήξε­ρε, σ’ ένα γράμ­μα του στην Χά­ριετ Σο Γουί­βερ (Harriet Shaw Weaver), που ήταν η βα­σι­κή χο­ρη­γός τους ώστε να γρά­ψει σε οχτώ χρό­νια το αρι­στούρ­γη­μά του, εί­ναι νο­μί­ζω πιο αξιό­πι­στη πη­γή. Της γρά­φει: «Ξέ­χα­σα να σας πω και κά­τι άλ­λο. Δεν ξέ­ρω ού­τε ελ­λη­νι­κά, πα­ρ’ ότι θε­ω­ρού­μαι λό­γιος. Ο πα­τέ­ρας μου ήθε­λε να μά­θω ελ­λη­νι­κά σαν τρί­τη γλώσ­σα, η μη­τέ­ρα μου γερ­μα­νι­κά και οι φί­λοι μου ιρ­λαν­δι­κά. Απο­τέ­λε­σμα, έμα­θα ιτα­λι­κά. Μι­λού­σα ή συ­νή­θι­ζα να μι­λώ νέα ελ­λη­νι­κά όχι και τό­σο άσχη­μα. Μι­λώ τέσ­σε­ρις ή πέ­ντε γλώσ­σες με αρ­κε­τή ευ­χέ­ρεια και έχω ξο­δέ­ψει πο­λύ χρό­νο με Έλ­λη­νες όλων των ει­δών, από ευ­γε­νείς μέ­χρι κρεμ­μυ­δο­πώ­λη­δες — κυ­ρί­ως με τους δεύ­τε­ρους. Εί­μαι προ­λη­πτι­κός μα­ζί τους. Μού φέρ­νουν γού­ρι». Πράγ­μα­τι στην Τερ­γέ­στη όπου ζού­σε, εί­χε γνω­ρι­στεί με αρ­κε­τούς Έλ­λη­νες κυ­ρί­ως ναυ­τι­κούς, αλ­λά εί­χε μα­θη­τή του στα αγ­γλι­κά τον βα­ρό­νο Αμ­βρό­σιο Ράλ­λη, από­γο­νο της με­γά­λης εμπο­ρι­κής οι­κο­γέ­νειας των Ράλ­λη­δων, που διεύ­θυ­νε το εκεί υπο­κα­τά­στη­μα της οι­κο­γέ­νειας. Όταν άρ­χι­σε ο Α' Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος (1914) τον βο­ή­θη­σε να δια­φύ­γει στην Ελ­βε­τία, στη Ζυ­ρί­χη. (Ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω: όταν, σε έν­δει­ξη ευ­γνω­μο­σύ­νης, του έστει­λε ένα αντί­τυ­πο της πρώ­της έκ­δο­σης του Ulysses εκεί­νος το άφη­σε αδιά­βα­στο με άκο­πες σε­λί­δες. Πριν με­ρι­κά χρό­νια οι κλη­ρο­νό­μοι του το έβγα­λαν σε δη­μο­πρα­σία.) Εκεί γνω­ρί­στη­κε και με άλ­λους Έλ­λη­νες, όπως τον Παύ­λο Ρου­τζιέ­ρο, έναν κα­θο­λι­κό από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και τον Παύ­λο Φω­κά, έναν βε­νι­ζε­λι­κό υπάλ­λη­λο τού προ­ξε­νείο, ο οποί­ος με την επι­κρά­τη­ση των βα­σι­λι­κών απο­λύ­θη­κε από τον Πα­να­γιώ­τη Πι­πι­νέ­λη (1899-1970), τον γνω­στό αρ­γό­τε­ρα υπουρ­γό εξω­τε­ρι­κών και πρω­θυ­πουρ­γό. Ο Παύ­λος Φω­κάς έμα­θε στον Τζόις νέα ελ­λη­νι­κά· το τε­τρά­διο των ελ­λη­νι­κών του έχει εκ­δο­θεί σε επι­μέ­λεια της Μα­ντώς Αρα­βα­ντι­νού: Τα ελ­λη­νι­κά του Τζέιμς Τζόις (Ερ­μής 1977). Εκεί βρί­σκου­με ασκή­σεις του Τζόις, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες σε κα­θα­ρεύ­ου­σα αλ­λά και βω­μο­λο­χί­ες, όπως τους σκα­μπρό­ζι­κους στί­χους για το επί­θε­το Σού­τσος: Αν το Σ αφαι­ρέσς/και το Π εμπρός προ­σθέ­σης/ Τό­τε βέ­βαια Κυ­ρά μου/ θα σ’ αρέ­σει τ’ όνο­μά μου.

Ο φί­λος του Παύ­λος Φω­κάς με την κυ­κλο­φο­ρία του βι­βλί­ου A Portait of the Artist as a Young Man από τον εκ­δο­τι­κό οί­κο Egoist στο Λον­δί­νο 1916 γρά­φει μια βι­βλιο­πα­ρου­σί­α­ση στην φι­λο­βε­νι­ζε­λι­κή εφη­με­ρί­δα του Λον­δί­νου H Εσπε­ρία. Δυ­στυ­χώς δεν έχω μπο­ρέ­σει να εντο­πί­σω όλο το κεί­με­νο, μό­νο με­ρι­κές αρά­δες έχουν σω­θεί για να δια­φη­μι­στεί το βι­βλίο, ανά­με­σα σε μαρ­τυ­ρί­ες και άλ­λων συγ­γρα­φέ­ων που γρά­φουν σε δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες για να υμνή­σουν τον συγ­γρα­φέα. Ο Φω­κάς γρά­φει: «Ενε­φα­νί­σθη εις τον κό­σμον των γραμ­μά­των προ δω­δε­κα­ε­τί­ας πε­ρί­που με μι­κράν τι­να συλ­λο­γήν ιδιόρ­ρυθ­μων ποι­η­μά­των. Με­τά τι­να χρό­νον εξέ­δω­κε το δεύ­τε­ρον έρ­γον του του οποί­ου η πρώ­τη έκ­δο­σις εκάη, ως ανή­θι­κος. Με­τά εν­νε­α­τή δε πραγ­μα­τι­κόν τρω­ι­κόν αγώ­να ενα­ντί­oν του που­ρι­τα­νι­σμού κα­τώρ­θω­σε να επι­τύ­χη την ελευ­θέ­ραν έκ­δο­σιν […] τα έρ­γα του τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει δύ­να­μις, αδρό­της, σα­φή­νεια και δρο­σιά».


Η Σίλ­βια Μπιτς στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά της (Shakespeare & Company , Harcourt, Brace and Company, Nέα Υόρ­κη) μαρ­τυ­ρεί επί­σης πό­σο πο­λύ διά­βα­ζε ο Τζόις. Κα­θώς εκτός από εκ­δό­τρια ήταν και ιδιο­κτή­τρια μιας δα­νει­στι­κής βι­βλιο­θή­κης, γρά­φει ότι ο Τζόις δα­νεί­ζο­νταν από το κα­τά­στη­μά της βι­βλία με τις ντου­ζί­νες και τα κρα­τού­σε για αρ­κε­τό και­ρό, πράγ­μα αντί­θε­το με τον κα­νο­νι­σμό της βι­βλιο­θή­κης, σύμ­φω­να με τον οποίο ο κά­θε ανα­γνώ­στης έπρε­πε να επι­στρέ­φει εντός δε­κα­πεν­θη­μέ­ρου τα δύο βι­βλία που δι­καιού­νταν να δα­νει­στεί. Αλ­λά ο Τζόις εί­χε βά­λει και σε άλ­λο μπε­λά την Σίλ­βια Μπιτς. Ήθε­λε, όταν θα κυ­κλο­φο­ρή­σει ο Οδυσ­σέ­ας, το εξώ­φυλ­λο να έχει το γα­λά­ζιο χρώ­μα της ελ­λη­νι­κής ση­μαί­ας.




Για πο­λύ και­ρό μέ­σα στο βι­βλιο­πω­λείο ήταν κρε­μα­σμέ­νη η ελ­λη­νι­κή ση­μαία, υπό­μνη­ση του χρώ­μα­τος. Ο δε τυ­πο­γρά­φος Maurice Darannere της Λυών έψα­ξε και βρή­κε το ακρι­βές χρώ­μα στη Γερ­μα­νία. Έτσι το βι­βλίο έγι­νε αρ­κε­τά διε­θνές. Ένας Ιρ­λαν­δός συγ­γρα­φέ­ας ζει αυ­το­ε­ξό­ρι­στος σε Τερ­γέ­στη, Ζυ­ρί­χη και Πα­ρί­σι, γρά­φει στα αγ­γλι­κά τον Ulysses, συ­ντη­ρεί­ται με χρή­μα­τα που του στέλ­νει μια εύ­πο­ρη Αγ­γλί­δα, το βι­βλίο του τυ­πώ­νε­ται στη Γαλ­λία (για­τί στην Αγ­γλία θε­ω­ρεί­ται πορ­νο­γρα­φι­κό, ενώ και στην Αμε­ρι­κή ο ει­σαγ­γε­λέ­ας θα επέμ­βει) και η εκ­δό­τριά του εί­ναι Αμε­ρι­κα­νί­δα που ζει στο Πα­ρί­σι. Δεν απο­τε­λεί έκ­πλη­ξη ότι η κο­πέ­λα που θα με­τα­φέ­ρει τα τυ­πο­γρα­φι­κά δο­κί­μια από το βι­βλιο­πω­λείο της οδού Odeon στο σπί­τι του Τζόις εί­ναι Ελ­λη­νί­δα, η δε­σποι­νίς Ελέ­νη Μό­σχου. Η Ελέ­νη ήταν η μι­κρό­τε­ρη αδελ­φή της Μυρ­σί­νης, η οποία ήταν βοη­θός της Σίλ­βιας Μπιτς, κό­ρη του «πε­ρι­πλα­νώ­με­νου» για­τρού Μό­σχου. Η Μυρ­σί­νη άρ­χι­σε να δου­λεύ­ει στο βι­βλιο­πω­λείο «Shakespeare & Company» το 1921 με πο­λύ μι­κρό μι­σθό, όσο το βι­βλιο­πω­λείο ήταν στην οδό Dupuytren, ένα πρώ­ην πλυ­στα­ριό, και έμει­νε για τα επό­με­να εν­νιά χρό­νια βοη­θός της Σίλ­βιας Μπιτς. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα όταν η Lucia Joyce, κό­ρη του Τζόις, εί­χε τις πρώ­τες κρί­σεις σχι­ζο­φρέ­νιας και ο πα­τέ­ρας της αρ­νιό­νταν να τη στεί­λει σε ψυ­χια­τρείο η Μυρ­σί­νη ήταν νο­σο­κό­μα της. Αλ­λά οι δε­σποι­νί­δες Μό­σχου πρό­σφε­ραν και άλ­λες υπη­ρε­σί­ες στον με­γά­λο συγ­γρα­φέα. Η Ελέ­νη ήταν ανα­γνώ­στριά του. Ο Τζόις υπέ­φε­ρε από γλαύ­κω­μα και ιρι­δί­τι­δα και πά­ντα προ­σπα­θού­σε να ξε­κου­ρά­ζει όσο μπο­ρού­σε τα μά­τια του, έτσι η Ελέ­νη του διά­βα­ζε και ο Τζόις πο­λύ δια­σκέ­δα­ζε την γαλ­λο-ελ­λη­νι­κή προ­φο­ρά που έδι­νε στα αγ­γλι­κά ονό­μα­τα: Double ve Ve Yets για τον W.B. Yeats.

Με συ­γκί­νη­ση ο Έλ­λη­νας[1] ανα­γνώ­στης βρί­σκει ανά­με­σα στα βι­βλία του Τζόις (τη βι­βλιο­θή­κη του την εξέ­δω­σε ο Thomas E. Connally) το αντί­τυ­πο της με­τά­φρα­σης των ποι­η­μά­των του Πα­λα­μά από τον Κα­τσί­μπα­λη και τον Στε­φα­νί­δη. Το λήμ­μα έχει ως εξής:

Νο. 227 Palamas Kostes, Poems, translated by Theodore Ph. Stephanides and George Katsimbalis London Hazell Watson and Viney Ltd. London 1925. Presentation. “To the author of “Ulysses” this token of the translators esteem. Th. Stephanides, G .C. Katsimbalis.

Το βι­βλίο, όπως φαί­νε­ται, έφτα­σε στα χέ­ρια του Τζόις με την φρο­ντί­δα των με­τα­φρα­στών του και ο Τζόις το διά­βα­σε, για­τί ανά­με­σα στις σε­λί­δες 48-49 υπάρ­χει μια κάρ­τα με τη Σταύ­ρω­ση την οποία με­τα­χει­ρί­στη­κε για σε­λι­δο­δεί­κτη και στη σε­λί­δα 93 υπάρ­χει με αστε­ρί­σκο η ση­μεί­ω­ση «Mt. Taygetus». Στη σε­λί­δα 137 στο ποί­η­μα “The seven souls of song” κολ­λη­μέ­νη δα­κτυ­λο­γρα­φη­μέ­να η στρο­φή:

And I, am the Dream of th’ Infinite sublime,
Chaos that lingers faint, both birth & end without;
I am the Dream of Dreams, the freedom of space & time,
Intagible, unknown, I put the soul to rout.
I am the Titan Dream, the mightiest Dream divine.
O singer, be thou mine.

Δεν εί­ναι, νο­μί­ζω, χω­ρίς ση­μα­σία το ότι ο Τζόις κρά­τη­σε στη βι­βλιο­θή­κη του το αντί­τυ­πο των ποι­η­μά­των του Πα­λα­μά, για­τί, όπως μαρ­τυ­ρεί ο Stuart Gilbert, προ­σω­πι­κός φί­λος και ερευ­νη­τής του έρ­γου του, «Η προ­σω­πι­κή βι­βλιο­θή­κη του Τζόις ήταν εξαι­ρε­τι­κά μι­κρή και ο Τζόις συ­νή­θι­ζε να χα­ρί­ζει βι­βλία του σε φί­λους του έστω και αν αυ­τά τα βι­βλία του τα εί­χαν χα­ρί­σει οι συγ­γρα­φείς τους». Ει­δι­κά τον χει­μώ­να του 1938-39, όταν ο Τζόις ετοι­μα­ζό­ταν να αλ­λά­ξει σπί­τι στο Πα­ρί­σι χά­ρι­σε πολ­λά από τα βι­βλία του. Όσα βι­βλία και πε­ριο­δι­κά βρέ­θη­καν στην κα­το­χή των κλη­ρο­νό­μων του που­λή­θη­καν στη Βι­βλιο­θή­κη Lockwood Memorial του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Buffalo της Νέ­ας Υόρ­κης, δεν υπερ­βαί­νουν τους 468 τί­τλους. Δεν πρέ­πει να μας κά­νει εντύ­πω­ση ένας τέ­τοιος αριθ­μός βι­βλί­ων, για­τί άλ­λο εί­ναι πό­σα βι­βλία εί­χε στην κα­το­χή του ένας συγ­γρα­φέ­ας όταν πέ­θα­νε και άλ­λο πό­σα βι­βλία διά­βα­σε στη ζωή του. Στην βι­βλιο­θή­κη έχουν σω­θεί 18 βι­βλία με ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα.

Με την εί­σο­δο των Γερ­μα­νών στη Γαλ­λία ο Τζόις ανα­γκά­ζε­ται να φύ­γει και στις 14 Δε­κεμ­βρί­ου 1940 κα­τα­φεύ­γει πά­λι στη Ζυ­ρί­χη. Εκεί βρί­σκει πά­λι τους πα­λιούς του φί­λους Ρου­τζιέ­ρο και Φω­κά. Αγο­ρά­ζει ελ­λη­νι­κές εφη­με­ρί­δες για να πα­ρα­κο­λου­θή­σει το Αλ­βα­νι­κό Έπος και τα απο­γεύ­μα­τα κά­νει πε­ρι­πά­τους με τον εγ­γο­νό του Στί­βεν και του αγο­ρά­ζει τρία βι­βλία με θέ­μα την ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία. Στις 10 Ια­νουα­ρί­ου γιορ­τά­ζει με με­ρι­κούς φί­λους του τα γε­νέ­θλια του Ρου­τζιέ­ρο, πί­νει αρ­κε­τά και στις τρεις το πρωί τον με­τα­φέ­ρουν με έντο­νους πό­νους στο νο­σο­κο­μείο Kanton Hospital, για να μη ξα­να­βγεί από εκεί. Πέ­θα­νε στις 13 Ια­νουα­ρί­ου 1941, τα ξη­με­ρώ­μα­τα. Πά­νω στο γρα­φείο του βρέ­θη­κε το βι­βλίο I follow Saint Patric και ένα ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: