Με τον πασίγνωστο στίχο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τιτλοφορούμε τη νέα σελίδα μας στον Χάρτη, στην οποία παρουσιάζονται ποιήματα κραυγές κόντρα σε αδικίες και αδικήματα.
Με τον Ιούλιο σημαδεμένο από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, παρουσιάζουμε εδώ το ποίημα-κραυγή και αποσπάσματα από το κείμενο που έγραψε το 1998 ως δημοσιογράφος ο Μεξικανός ποιητής Χοσέ Άνχελ Λέιβα.
Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής
Ο José Ángel Leyva (Ντουράνγκο, 1958) είναι Mεξικανός ποιητής, πεζογράφος, δημοσιογράφος και εκδότης. Διευθύνει τον εκδοτικό οίκο και το λογοτεχνικό περιοδικό Λα Ότρα (La Otra). Έχει εκδώσει περισσότερα από είκοσι πέντε βιβλία, από τα οποία πολλά έχουν μεταφραστεί ολόκληρα στα γαλλικά, ιταλικά πολωνικά και σερβικά, και τμηματικά στα αγγλικά, αραβικά, πορτογαλικά, ρουμανικά, σουηδικά και τουρκικά.
Κύπρος
Το βήμα μου είναι τυχαίο σαν φυλή
φωνών σπαρμένων στο έδαφος
που ακούν και νιώθουν την κόψη των σιδερικών
Το χέρι μου κρατημένο από τον άνεμο
που το σπρώχνει και το φουσκώνει σαν πανί
Όλα τα δάχτυλα να θέλουν ν’ αποχαιρετήσουν
τις πέτρες μία μία
να ψηλαφήσουν τον τόνο τους και τον ψίθυρο που αφήνει
η πορεία φαντασμάτων στον αέρα
Οι ήχοι στο Κούριο μού αποκαλύπτουν
την παρουσία του Ιάγου ανάμεσα στις σκιές
Για την τουρκική και την ελληνική μιλάει η αγγλική
Η δυσπιστία η μνησικακία ίδιο ιδίωμα
Το απομονωμένο παρασκήνιο στην τραγωδία
Ο Οθέλλος δεν πιστεύει πια στον εαυτό του
Δεν αναγνωρίζει τον άλλον που τον αγαπά
Η γλώσσα έρπει ανάμεσα στα πέλματα
Η κλίνη είναι φωλιά λέξεων
μες στον εραστή σιγοψιθυρίζει ο δόλος
κι ανάμεσα στα σώματα κραδαίνει το μαχαίρι
Το νησί σκηνή που υψώνεται
πάνω στο γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού
Σαν αυλαία τα κρεμεζιά τείχη
της Σαλαμίνας και της Λευκωσίας
φαίνονται κι αυτά γαλάζια όπως οι φλέβες
και το κόκκινο κρασί που τρέχει είν’ αίμα γαλάζιο
γαλάζιο
γαλάζιο
γαλάζιο
Αιματώδες το γέλιο το θαλασσινό του Κύπριου
Κοινωνεί με τον θεό στις εκκλησίες
ή τον αναζητά προσανατολίζοντας την προσευχή του προς τη Μέκκα
Τι παρατηρεί ο μουεζίνης από την κορυφή
του μιναρέ και της χωμάτινης φωνής του;
Τι καταφέρνει να διακρίνει ο καλός χριστιανός
από τους πύργους του οίκτου που ανεγείρει;
Μήπως τους τοίχους του Ιάγου και την τρεμούλα του Οθέλλου;
Μήπως το αγκαθωτό συρματόπλεγμα στα μάτια της Δερύνειας
ή της Αμμοχώστου που σαπίζει μες στ’ αλάτι;
Τι βλέπει η οργή που εμποδίζει την όραση του καθενός;
Σ’ αυτό το νησί της αγάπης κέρδισε το μίσος μία μάχη
Ποιος θα κερδίσει τον πόλεμο με την ειρήνη σε άλλο ιδίωμα;
Στην Πύλα ήπια τον καφέ με διαφορετικά ονόματα
Τούρκικος ή ελληνικός στη γλώσσα μού άφησε την ίδια γεύση
Δύο σημαίες στη μέση της πλατείας
Καφενεία όπου συγκεντρώνονται οι μεν και οι δε
Με τη γεύση της Κύπρου είναι το στόμα μου
σπρώχνοντας το χέρι σαν πανί
σ’ αυτή τη γαλάζια θάλασσα
θαλασσί
στο γαλάζιο της Αφροδίτης
της Αναδυομένης
στο γαλάζιο
γαλάζιο
γαλάζιο
Κύπρος: η σκιά των Βαλκανίων
Στη μνήμη του Σέρχιο δε λα Πένια
[...]
Η Κύπρος είναι ένα νησί με δυαδικότητες. Κατοικημένη εδώ και αιώνες από δύο λαούς που αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά δύο πολιτισμούς, τον ελληνικό και τον τουρκικό, δύο γλώσσες, ελληνική και τουρκική, και δύο θρησκείες, την ορθόδοξη χριστιανική και τη μουσουλμανική, περιέχει επίσης μια ιστορία γεμάτη από σύμβολα που επιβεβαιώνουν το χαρακτηριστικό αυτό. Σήμερα, περισσότερο από μία δυαδικότητα, η Κύπρος είναι ένα έδαφος διηρημένο και όμορο, από το 1974 που ο τουρκικός στρατός κατέλαβε το 37% του νησιού και ύψωσε τείχος στην καρδιά της Λευκωσίας.
Οι λόγοι που ισχυρίστηκε τότε ο στρατός της Τουρκίας ήταν η οργάνωση πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου Γ΄, ο οποίος κυβερνούσε το νησί, και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που αντιπροσώπευε το 18% του πληθυσμού, και καταγόταν από τους στρατιώτες και αποίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η Κύπρος, με το έδαφός της και την πρωτεύουσά της μοιρασμένη στα δύο, αντιπροσωπεύει το τέλος της συμβίωσης των τμημάτων που συνιστούσαν επί πολλές εκατονταετίες την κοσμοπολίτικη συνοχή της. Ωστόσο, οι Κύπριοι και των δύο κοινοτήτων παραδέχονται ότι η πολιτική των Βρετανών εφάρμοσε τη λογική τού διαίρει και βασίλευε. Οι νόμοι που ίσχυσαν στη χώρα είχαν θεσπιστεί από την Αυτοκρατορία και πολλοί εξ αυτών απαγόρευαν τον γάμο μεταξύ μουσουλμάνων και ορθόδοξων, γι’ αυτό κι έπρεπε να ζήσουν στην παρανομία τις ερωτικές τους σχέσεις ή χωρίς να παντρευτούν. Οι αλλαξοπιστήσεις στις δύο ομάδες ήταν κάτι το συχνό, είτε για λόγους γάμου είτε για άλλου είδους αιτία, όπως οι πολιτικές πιέσεις ή το συμφέρον ένταξης στις πλειοψηφίες. Τίποτα δεν μπόρεσε να εμποδίσει την ώσμωση Τούρκων και Ελλήνων, ούτε ν’ αρνηθεί τη δυνατότητα ύπαρξης μιας κυπριακής διαλέκτου σπαρμένης με τις αντίστοιχες γλώσσες τους. Κάτι απ’ αυτή τη συμβίωση παρέμεινε ριζωμένο γερά στη συνείδηση πολλών ομάδων του διχασμένου σήμερα πληθυσμού, γι’ αυτό και δεν χάνουν την ελπίδα ότι η διεθνής πίεση θα γκρεμίσει αυτό το τείχος που τους χωρίζει κι ότι κατά κάποιον τρόπο θα είναι εκείνοι, οι γεννημένοι στην Κύπρο, που θ’ αποφασίσουν για τη μοίρα τους. Ωστόσο, τα εξωτερικά συμφέροντα φαίνεται να γέρνουν επικίνδυνα τη ζυγαριά προς την πλευρά την αντίθετη της ειρήνης. [...]
[ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ]
Η Λευκωσία
Ο Λέλος Δημητριάδης, δικηγόρος στο επάγγελμα και μη προσκείμενος σε κάποιο κόμμα, επανεκλέγεται στις κάλπες ως δήμαρχος Λευκωσίας για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Το 1971 ήταν η πρώτη φορά που ανέλαβε τα θέματα αυτής της πόλης, η οποία μετράει πέντε χιλιάδες χρόνια αρχαιότητας και χίλια ιστορίας ως πρωτεύουσας του νησιού. Μιλήσαμε μαζί του σε μια αποκλειστική συνέντευξη για τη μεξικανική εφημερίδα La Jornada, σχετικά με το μέλλον αυτής της μικρής περιτειχισμένης και κατακερματισμένης πόλης.
«Η τουρκοκυπριακή κοινότητα κατοικούσε ήδη σε αυτό το τμήμα της Λευκωσίας από το 1963 και το 1964, και είχαν δικούς τους εκπροσώπους» σχολιάζει, «γι’ αυτό και διοικούσα πάντα μόνο τη μισή πόλη. Το 1974 η διαίρεση ήταν απόλυτη και χάσαμε το μοναδικό μας αεροδρόμιο, τη βιομηχανική ζώνη και, σαν να μην έφτανε αυτό, το νερό παρέμεινε σε κατεχόμενα εδάφη. Βάλαμε όλες μας τις δυνάμεις για να καταφέρουμε αυτή η πόλη να επιβιώσει, έστω και χωρίς πράσινες περιοχές. Αποφασίσαμε να κάνουμε τη Λευκωσία το πολιτιστικό κέντρο της Κύπρου, αφού, καθώς στερείται παραλιών, η κληρονομιά μας είναι τα μουσεία, τα καλύτερα πολιτιστικά κέντρα ικανά να προσελκύσουν τον ξένο και κυπριακό τουρισμό. Η δουλειά μου είναι δύσκολη, γιατί, εκτός από τα συνηθισμένα προβλήματα όπως η ρύπανση, το κυκλοφοριακό, η έλλειψη νερού, η έλλειψη ανοιχτών χώρων για τα παιδιά, είναι μια πόλη που υποφέρει τον χωρισμό απ’ το μισό της σώμα».
Η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς
«Έχουμε μια συλλογή φωτογραφιών που δείχνουν τις τρομερές ζημιές στα παλιά κτίρια, στις τοιχογραφίες και τη λεηλασία αρχαιολογικών χώρων στα κατεχόμενα. Οι Tούρκοι στρατιώτες έχουν καταστρέψει περισσότερες από πεντακόσιες εκκλησίες. Σήμερα απομένουν μόνο πέντε όρθιες. Και κάποιες απ’ αυτές τις χρησιμοποιούν για στάβλους. Το λαθρεμπόριο έργων τέχνης είναι πραγματικά τρομακτικό. Πρόσφατα, τον Δεκέμβριο του 1997, οι γερμανικές αρχές συνέλαβαν έναν διάσημο Τούρκο κλέφτη, τον Αϊντίν Ντικμέν, ο οποίος είχε εξάγει τοιχογραφίες του 15ου αιώνα και τις πουλούσε κομματιαστά στην Ευρώπη», βεβαιώνει η Μαρίνα Σολωμίδου του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου. Μας θυμίζει τις αρκετά ηχηρές περιπτώσεις με τα Ψηφιδωτά της Κανακαριάς, στα χέρια μιας Αμερικανίδας εμπόρου, της Πέγκι Γκόλντμπεργκ, και τις εικόνες της Μονής Αντιφωνητή που βρίσκονται στην Ολλανδία. Κατ’ εκείνη, ο μόνος τρόπος για να σταματήσει αυτή η καταστροφή είναι να δημιουργηθεί διεθνώς η συνείδηση ότι δεν καταστρέφεται η πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου αλλά της ανθρωπότητας.
Η Λευκωσία αποκάτω από το τείχος
Είναι απίστευτο, αλλά μια τόσο μικρή πόλη όπως η Λευκωσία έχει σοβαρά προβλήματα στάθμευσης, καθώς το οικονομικό επίπεδο των Κυπρίων τούς επιτρέπει να έχουν τρία ή τέσσερα αυτοκίνητα ανά οικογένεια. [...] Εκτός από την περιοχή τη γνωστή ως Λαϊκή Γειτονιά και την Πύλη της Αμμοχώστου, είναι δύσκολο να αντιληφθείς το ιστορικό κέντρο στο σύνολό του. Φαίνεται ότι η «Πράσινη Γραμμή», όπως αποκαλούν τον νεκρό χώρο που χωρίζει την πόλη με εγκαταλελειμμένα σπίτια, συρματοπλέγματα, αμμόσακους και φρούρια, εμποδίζει το μάτι και τη φαντασία να ανασυνθέσουν το αρχιτεκτονικό σύνολο στο εσωτερικό ενός βενετσιάνικου τείχους που ανεγέρθηκε το 1570 για να σταματήσει, χωρίς επιτυχία, την οθωμανική προέλαση. Το σύγχρονο πια κυριαρχεί επί του αρχαίου;
«Από το 1977 είμαι σε επαφή με τον επικεφαλής δημοτικών υποθέσεων του τουρκοκυπριακού τομέα. Συναντιόμαστε συχνά, όχι ως δήμαρχοι, αλλά ως εκπρόσωποι των κοινοτήτων μας για να συζητήσουμε τη συνολική ανάπτυξη της Λευκωσίας και να ανταλλάξουμε πληροφορίες και για τους δύο τομείς. Συμφωνούμε ότι δεν μπορούμε να αναπτυχθούμε αλλιώς, παρά μόνο αρμονικά, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία αυτής της πόλης. Ομάδες τεχνικών κι από τις δύο κοινότητες συναντώνται συχνά για να συζητήσουν τα αστικά προβλήματα και να προσπαθήσουν να βρουν συμφέρουσες λύσεις, καθώς υπάρχουν κοινά προβλήματα, όπως το νερό και η αποστράγγιση, που η μεγαλύτερη υποδομή τους βρίσκεται στο κατεχόμενο τμήμα. Πιστεύουμε πως η πόλη δε θα μείνει διηρημένη για πάντα. Δεν είναι ένα ρομαντικό όνειρο, ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο και η πόλη είναι το προνομιούχο μέρος όπου ολοκληρώνεται ως τέτοιο. Τότε, με την πόλη ενωμένη, θα είμαστε σε θέση να της επιστρέψουμε τη συνοχή που έχει χάσει τα τελευταία τριάντα χρόνια».
Η πόλη φάντασμα
Θα βλέπαμε την Αμμόχωστο μόνο από την πλευρά της Δερύνειας, μαζί μ’ ένα σωρό τουρίστες που βγάζουν τη νοσηρή τους περιέργεια μέσα από τα τηλεσκόπια τα τοποθετημένα σ’ ένα κτίριο που έχει χρισθεί επίσημα ως πανόραμα της «Πόλης φάντασμα», αλλά ο Χρήστος, ο οδηγός, έστριψε στον δρόμο και μας είπε με κάποιο ύφος συνενοχής ότι θα περνούσαμε πρώτα από τη γραμμή που χωρίζει το τουρκικό τμήμα από το ελληνικό τμήμα της Κύπρου. Από τη μια πλευρά κι από την άλλη του δρόμου, χωρίς να μεσολαβεί τίποτα, εκτός από ένα καλώδιο ρεύματος και τα φυλάκια των δύο στρατών, φαίνονται εγκαταλελειμμένα σπίτια και στρατιώτες που παρατηρούν τις κινήσεις μας με το χιλιοστόμετρο. «Μη βγάλετε φωτογραφίες, είναι πολύ επικίνδυνο. Πριν από έναν χρόνο, ένας Άγγλος δημοσιογράφος στόχευσε με τη φωτογραφική του μηχανή τα τουρκικά χαμόσπιτα, μη γνωρίζοντας ότι κι ο ίδιος ήταν ο στόχος κάποιων σφαιρών που, ευτυχώς, αστόχησαν λόγω κακής στόχευσης ή γιατί ήθελαν απλώς να προειδοποιήσουν τον επισκέπτη. Αλλά αυτό, εκείνος δεν θα το μάθει ποτέ». Στην Πύλα, ένα όμορο χωριό, αλλά από την ελληνική πλευρά, υπάρχουν δύο καφενεία με διαφορετικές σημαίες −και ανάκατο κοινό−, το ένα των Ελληνοκυπρίων και το άλλο των Τουρκοκυπρίων. «Έτσι ζούσαμε πριν από το 1974», μας λέει η Χρήστος. Ανάμεσα σε Πύλα και Δερύνεια, βλέπει κανείς πιο συχνά συστάδες σπιτιών χωρίς πόρτες και παράθυρα που, όπως λένε, τα έβγαλαν οι Τούρκοι στρατιώτες και τα μετέφεραν στα σπίτια που κατείχαν πριν οι Κύπριοι και στα οποία σήμερα κατοικούν οι 85.000 έποικοι που ήρθαν από την Ανατολία για να εποικίσουν το νησί. Στο βάθος διακρίνουμε την Αμμόχωστο, την «Πόλη φάντασμα». Ο παλιός τουριστικός παράδεισος φαίνεται στην ακτή της θάλασσας με την αλυσίδα του από φασματικά κτίρια, άδεια, σαν μακέτα κάποιου μαύρου έργου, ή σαν ένα πτώμα που του ξεριζώνουν μέρα τη μέρα το δέρμα, τους μυς, τα μάτια. [...]
*Το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1998 στο περιοδικό Μεμόρια (Μνήμη) του CEMOS (Κέντρο Μελετών του Εργατικού και Σοσιαλιστικού Κινήματος) στο Μεξικό.