Μια κρύα πνοή κατέβηκε αίφνης απ’ τα βουνά κουβαλώντας μια απόμακρη ηχητική γραμμή στην οποία νόμισα πως αναγνώρισα το σαξόφωνο του Λέστερ Γιανγκ στο I can’t get started. Με άγγιξε η νοσταλγία για κάτι ανείπωτο. Κάτω από το γαλαζοκίτρινο φως, οι μπρούντζινες και μαρμάρινες προτομές κατά μήκος της προκυμαίας φάνταζαν λίγο κιτς. Διέκρινα από μακριά τo Hotel des Trois Couronnes τυλιγμένο στην εσπερινή αχλή, ανέπαφο από τον χρόνο, όπως έγραφε και ο ταξιδιωτικός μου οδηγός – θυμόμουν αμυδρά ότι εκεί διαδραματιζόταν το Ντέιζι Μίλερ του Χένρι Τζέιμς. Και η καταληκτήρια σκηνή του Αποχαιρετισμός στα Όπλα στη Λίμνη Λεμάν δεν τοποθετείται; αναρωτήθηκα. Ναι, αλλά μάλλον από τη γαλλική πλευρά – θα το έψαχνα με την πρώτη ευκαιρία. Και ο Σιμενόν, ο μεγάλος Βέλγος Ζορζ Σιμενόν, αυτός ο εργασιομανής αγύρτης πολυτελείας, πού ακριβώς είχε αφήσει την τελευταία του πνοή;
Σηκώθηκα απ’ το παγκάκι. Απέναντι, στη γαλλική ακτή, ορθωνόταν απροσδόκητα η ρόδινη στις τελευταίες ακτίνες βουνοκορφή του Dent d’ Oche – η τραχιά επιφάνεια της πραγματικότητας. Προσπάθησα να τη συσχετίσω με κάτι μυθοποιημένο αλλά οι γεωγραφικές/φιλολογικές μου αναφορές με είχαν εγκαταλείψει. Επικεντρώθηκα στα επιφαινόμενα – την ουσία των πραγμάτων κατά τον Κόνραντ. Στον διάβολο οι κρυμμένες πραγματικότητες και οι εσώτεροι πυρήνες της αλήθειας και τα παράλληλα σύμπαντα. Ζήτω η κοπιώδης σεμνή καταγραφή – δεν αρκεί άραγε από μόνη της;
Ένας κοιλαράς λουόμενος με βαθυγάλανο σκουφί βγήκε στάζοντας από τη λίμνη και κατευθύνθηκε στο μαρμάρινο παγκάκι όπου είχε αφήσει τα πράγματά του. Ένα νεαρό ζευγάρι πάλευε να μαζέψει τα πανιά του σκάφους του στην προκυμαία. Ένας μικρός αμφίβιος στρατός από μεσήλικες ψαράδες με γαλότσες είχε μπει σε παράταξη στο βαθύγκριζο νερό που κάλυπτε τους μηρούς τους, με τα μακριά αλιευτικά καλάμια να σχίζουν τον κρυστάλλινο αιθέρα. Διέκρινα στα ανοιχτά το ανακαινισμένο τροχήλατο πλοίο Σιγιόν να γλιστρά στην ήσυχη επιφάνεια της λίμνης επιστρέφοντας γεμάτο –υπέθεσα– χαρωπούς ηλιοψημένους τουρίστες στο Μοντρέ. Δυο αγόρια γεμάτα ακμή κάτι σκάρωναν με τις παρατημένες στην όχθη πετονιές και με κάτι ασημωπά ψαράκια, ρίχνοντας πονηρές ματιές προς τους μεγάλους στο νερό.
*
Περπατούσα κατευθυνόμενος στο σπίτι του παλιόφιλου του Φρανκ. Μέσ’ απ’ τους κορμούς των δέντρων χρύσιζε το τελευταίο φως. Γελοία σκυλάκια του καναπέ κουτρουβαλούσαν στο γρασίδι και μια παρέα νεαροί Άραβες, καθισμένοι στη ράχη ενός μαρμάρινου πάγκου με κοίταζαν μισοειρωνικά μισομάγκικα σαν να ’μουν ένας ακόμη μεσήλικας γκέι σε αναζήτηση φρέσκιας σάρκας. Έπεσα αίφνης πάνω σε μια πλάκα από ροδαλό μάρμαρο που, όπως διάβασα στην επίχρυση επιγραφή της, ήταν αφιερωμένη σ’ εκείνο τον Τσέχο φοιτητή, τον Γιαν Πάλατς, που είχε αυτοπυρποληθεί πίσω στα 1968, μετά την Άνοιξη της Πράγας και την εισβολή των σοβιετικών τανκς, ενώ εγώ ήμουν δευτεροετής. Είχαμε χούντα τότε και οι απόηχοι του απονενοημένου ηρωισμού του μας είχαν συγκινήσει κάτω στην γκριζωπή Αθήνα φέρνοντας σε προφανή αμηχανία τους κρυφούς ρωσόφιλους του έτους μου. Λίγο πιο πέρα υπήρχε κι άλλη μαρμάρινη στήλη με μια μεταλλική φλόγα στο πάνω μέρος της αφιερωμένη, φαντάσθηκα, σε κάτι ανάλογο. Λίγο πριν πεθάνει στα τέλη του 1990, ο Φρίντριχ Ντίρενματ είχε γράψει ένα φημισμένο κείμενο για τον Βάκλαβ Χάβελ, θυμήθηκα. Ή μήπως ήταν επικήδειος; Να υπήρχε κάποια σχέση του κειμένου μ’ αυτά τα μνημεία; Δεν λοξοδρόμησα αυτή τη φορά και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξανασκεφθώ τη διεθνοποίηση των συμβόλων αλλά και την τάση των Ελβετών να οικειοποιούνται –όπως λέει ο Ζαν Ζίγκλερ– τα ηθικά και υλικά επιτεύγματα άλλων. Ακόμη και τους νεκρούς τους, σκέφθηκα, αναλογιζόμενος το άγαλμα του Ναμπόκοφ πίσω στο Μοντρέ, όπου ο συγγραφέας της Λολίτας είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Και καλά έκαναν, εδώ που τα λέμε.
Συνέχισα τη μικρή μου βόλτα κατά μήκος της προκυμαίας που την έζωναν ως πέρα μακριά μπρούντζινες προτομές στραμμένες προς την απέναντι γαλλική όχθη, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες. Ήδη αχνοφαίνονταν από απέναντι τα πρώτα φώτα της νύχτας. Αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να επισκεφθώ τον τάφο του Μπόρχες και να δω με τα μάτια μου τις εγγραφές σε αρχαία σκανδιναβικά νόρσε και μετανορμανδικά αγγλικά, γλώσσες που εξέφραζαν κατά τον καλύτερο τρόπο το έργο του, αλλά είχα προγραμματίσει να φύγω την επομένη για τη Λουκέρνη. Από κει, με το καραβάκι, μέσα από αλπικές κοιλάδες, πλαγιές με αμπελώνες και χιονοσκέπαστες κορυφές, σκόπευα να κατευθυνθώ στο Σεντ Γκάλεν. Υπάρχει, πληροφορήθηκα, μια χιλιόχρονη μεσαιωνική βιβλιοθήκη εκεί, όπου σου προσφέρουν τραχιές γούνινες παντόφλες στην είσοδο για να μην καταστραφούν τα πατώματα.
Θα του άρεσε του Μπόρχες να 'ρχόταν μαζί μου, κι ας μην έβλεπε πια.