Νοτισμένα
Νοτιάς βαθύχρωμος κι ανάλαφρος, ίσα να σε χαϊδεύει
κι ένα ψιλόβροχο ανεπαίσθητο, καιρός με τακτ
να στήνει σκηνικό, να σου γυρίζει σκέψεις.
Καμιά φορά το δυναμώνει, το βήμα ακολουθεί ρυθμό,
χτυπάνε οι σταγόνες τ αλουμίνια, απόγευμα γυαλιστερό
βαριά η ανάσα τώρα, η ψυχή του, δηλαδή το σώμα του
απλώνεται γύρω απ’ τον Λυκαβηττό· η αμεριμνησία του
χαμένη μες στις νεραντζιές· όχι στο μάθημα
ούτε στη συνέλευση· θα πάει στο μπαρ να ξεδιψάσει.
Μία καλοντυμένη πενηντάρα, λένε, είναι τρελή.
Κάθεται σ΄ ένα κιόσκι ήσυχη στο πάρκο,
στο πλάι της πάνω απ' την τσάντα αφημένα δυο βιβλία
που το καθένα έχει 154 ποιήματα, ρεμβάζει,
κοιτάζει εκεί, ανάμεσα στις ακακίες, το παρελθόν της.
Το «τρέλα» είναι άδικο, βάναυσο, χυδαίο·
ήταν η τόλμη που την έφερε σ’ αυτή τη θέση
τόλμη ευγενής, τόλμη αγάπης και οι ψιχάλες της βροχής
ολόγυρα κάτι ψελλίζουνε που εκείνη νιώθει.
Σταμάτησε η βροχή, κλαδιά που στάζουν,
φωτίζει ακόμη, καπνοί από τζάκια,
ένα ποδήλατο περνά και κουδουνίζει.
Μες στο δωμάτιο παλιά φθαρμένη επίπλωση
και πιπεράτη οσμή από ξύλο, πράσινο χαλί,
ήχος βαθιάς αναπνοής, δυο τέτοιοι ήχοι,
στήθος που πάλλεται, πλάτη που τρέμει·
απ’ έξω οι στάλες πάνω στον κισσό μέχρι το χώμα
το χώμα υγρό στον κήπο όλο ζωή, να θρέψει τις οπώρες.
[ 1976-2019 ]