Σ' αυτόν το βάλτο
—εγώ παλιός πολεμιστής—
ανεστραμμένος
με το κεφάλι να βυθίζομαι
αχόρταγα ιλύ καταβροχθίζω
Τι περιμένω ο αμαθής
σ' αιώνες πόσους
τις αμαρτίες πίνοντας
αστραφτερό του κόσμου
να παραδώσω το είδωλο;
Έπαψε να 'ναι ο Θάνατος
αυτός που ήταν!
Των ορυχείων τις στοές
αλάσπωτος προσπέρασε
Η σκόνη και η έλλειψη
δεν κατακάτσαν στον μανδύα του
Κι οι πόλεμοι των θρησκειών
στα μάτια του εφάντασαν
με οπωρώνες
που δικασμένοι στου νερού την τιμωρία
τον μιμούνταν
Πλήρης σιωπής διέσχισε
ηλεκτρισμένα σύννεφα
ο θάνατος
κι αδερφοφάδες έθαψε
σε περιφρόνηση
Ασύστατος κι ανώνυμος
μοιραίους έρωτες
ανάγκες
απορίες
κι ιδέες πεισιθάνατες
διέσχισε
Έτσι απλός και καθαρός και ήσυχος
βάρος απόκτησε σπουδαίο
και μια ταυτότητα ιδιαίτερη
εκεί
στων πεζοδρόμων
τους πολύχρωμους καταυλισμούς.
Κι έγινε δράση καθημερινή
σύνεσης και επιείκειας
ο θάνατος.
Και πάντα μια νεροποντή μετά
να φέρνει τύψεις
στην γκρίζα πόλη...