Είμαστε απαρχής του επάνω χρόνου
μια μουσική αιώρηση
μεταξύ της πιο απροσδόκητης
πνευστής ελευθερίας
και της ομοβροντίας των φόβων μας.
Είπαμε κάποτε στο Τέρας
τη λέξη ανέφικτο
–ή μήπως τού είπαμε, τη λέξη εφικτό;–
και τράνταξαν απ’ το γέλιο του
όλα τα παλάτια
κι οι παράγκες
της χλωμής μας πολιτείας.
Τού απευθύναμε και τη λέξη
ελπίδα
για να αναποδογυρίσουν
στο ανοιγόκλειμα μιας μόλις αναπνοής
τα πηγάδια χωρίς νερό
κι άπαντα τα πολύτιμα πετράδια
δίχως αξία
ή έστω κάποιο νόθο λούσο.
Κι όταν με τα πολλά
σαν ψαλμός ή σαν εξομολόγηση
–θα την έλεγες εξομολόγηση
σχεδόν ερωτική–
τού μηνύσαμε
τη λέξη Άνθρωπος
–όπως τότε, στα έλη της αρχαίας Θήβας–
έγινε μεμιάς
ολάκερο Τέρας
–ποιος θα περίμενε στα χρόνια μας,
αλήθεια–
μόνον πέτρα και σιωπή
μόνον σιωπή και πέτρα.
Μήπως επειδή
έτσι τάχα ηχεί
η ακριβής του φύση;
Ή έτσι είναι
συλλαβή προς συλλαβή
και το ίδιο
τ’ όνομά του;