Μπάσταρδος γιος

Μπάσταρδος γιος


Έπεσα σήμερα, 19 Ιουνίου του ‘22 (παράξενο που βλέπω τώρα πως τη λένε Μέρα του πατέρα) απρόσμενα, όπως συμβαίνει με τα ατυχήματα και όπως συμβαίνει και με τις μεγάλες ευτυχίες, πάνω σε ένα τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά, τραγούδι ήδη επτά ετών, τραγούδι που θα πηγαίνει ήδη σχολείο με ένα μανταρίνι στην τσέπη του. Το λένε «Μπάσταρδος γιος», υπάρχει μες στο άλμπουμ/πενθητικό αριστούργημα που ακούει στο όνομα Καλλιθέα, και το είχα χαρεί παλιότερα, είχα χαρεί την παράξενη μελαγχολία του, είχα ταυτοποιήσει τους απόντες του –έτσι νόμισα– και το είχα ξεχάσει, έτσι δηλαδή όπως ξεχνιέται η μαγιά μες στο ψωμί.

Αυτές τις μέρες, μετά την 15η Ιουνίου, σκεφτόμουν κάπως πιο έντονα τον Μάνο Χατζιδάκι. Είχε τύχει να γράψω κι ένα σχετικό κείμενο, αλλά σκεφτόμουν μαζί και τον δικό μου πατέρα, που έφυγε την ίδια χρονιά με εκείνον, το 1994, λίγους μήνες πριν. Σήμερα, το τραγούδι του Δεληβοριά με επισκέφτηκε με την μεγαλύτερη τρυφερότητα, έτσι που περπατάνε τυχαία τα τραγούδια μας στους δρόμους και μπαίνουν όπου βρουν ανοιχτά να πιούνε ένα ποτήρι νερό και να συνεχίσουν, χτύπησε την εξώπορτα της αμεριμνησίας με την ευγένεια που έρχεται ένα πουλί στο μπαλκόνι σου ν’ αφήσει την ευλογία του και να αναληφθεί.
Ο Δεληβοριάς πουθενά δεν αναφέρει ότι ο άγνωστος πατέρας ήταν ο Χατζιδάκις, αντιθέτως, αλλά για μένα –και ίσως μόνο για μένα– δεν χρειαζόταν, το φώναζε το τραγούδι απ’ τα πρώτα του δευτερόλεπτα, και σήμερα για πρώτη φορά πρόσεξα ότι η μουσική της εισαγωγής, συνειδητά ή όχι, είναι μια μασκοφορεμένη εκδοχή των «Παιδιών του Πειραιά», λες κι ηχούν μες στα αυτιά σου ασταμάτητα εκείνες οι σκουριασμένες καμπάνες των ρολογιών μες στο λιμάνι του Πειραιά ή ίσως η διπλοπενιά του Ζαμπέτα, τονίζοντας το ανίσχυρο του χρόνου πάνω στη μεταλαμπάδευση της αγάπης, που περνά από άνθος σε άνθος πάνω στα φτερά άλλης κάθε φορά πεταλούδας. Λες κι έβαλε ευχή ο τραγουδοποιός λίγο πριν μπει στην εκκλησιά, έκαμε τον σταυρό του έτσι που η γιαγιά μας έμπαινε στο σπίτι μετά την Ανάσταση και φώτιζε το δωμάτιο καλοσύνη, ή έτσι που μπαίνεις σκυφτός καμιά φορά σε ξωκλήσι, μη χτυπήσει το κεφάλι σου στις μιλιές των προγόνων που κρέμονται σαν καντηλάκια πάνω απ’ τις αγιογραφίες, λες κι είσαι κυκλωμένος μνήμες αραχνοΰφαντες –γαμπρός και θύμα– που δεν κάνει να τις αγγίξεις παρά μόνον με τον ενδεδειγμένο τρόπο, και ενδεδειγμένος είναι εκείνος που καταφέρνεις δια της εις άτοπον απαγωγής: Όλα μένουν απείραχτα, παρθένα και ζωντανά στη θέση τους, αν δεν διαπράξεις ύβρη. Κι ετούτο το τραγούδι δεν διαπράττει ύβρη καμία απέναντι στους πατεράδες που επικαλείται. Ακόμα και το πένθος γίνεται γιορτή, μην τους προσβάλλει, ο θρήνος γίνεται χορός, κι ο Χάρος ντράπηκε κι αυτός κι έκατσε με σέβας στον καναπέ και περιμένει τώρα τα κεράσματά μας, τίποτα δεν είναι έξω απ’ τη ζωή, ούτε κι η ίδια η απουσία. Αφού σε λίγο θα μιλήσει το χαρούμενο ρεφρέν, να πει:

            Πατέρα παίρνουν τηλέφωνο
                
Λένε πως, πατέρα, είσαι νεκρός

και θα μιλήσει μέσα από σκιές άλλων μικρών ευχών, λες κι έπιασε το θυμιατό ο Μάνος με το δεξί του χέρι και μύρισε ο τόπος συγχορδίες που φυλούσε στις τσέπες του να φιλέψει τους μουσαφίρηδες, θα μιλήσει το ρεφρέν και θα φέρει στο νου εκείνο το άλλο, το

                — Δεν θέλω να το βλέπω!

την οσπανική επωδό του Λόρκα, διά στόματος Γκάτσου, επάνω απ’ το χυμένο αίμα του φίλου του μέσα στον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, εκείνο το σπαραχτικό

                ¡Que no quiero verla!,

γιατί αν δεν το βλέπεις δεν θα υπάρχει κιόλας μέσα στον πραγματικό σου τόπο, και μαζί θα φέρει στο νου την αμετακίνητη πίστη της μάνας σε ακριτικό Ελληνικό νησί, πως ο γιος της θα επιστρέψει απ’ την ξενιτιά ή κι απ’ τον πόλεμο, που είναι ελάσσονες λεπτομέρειες στο ένα συνεχές της Αγάπης. Οι άλλοι λένε πως ξέρουν, μα αυτή, μόνο αυτή, ξέρει: Θα γυρίσει. Έτσι κι εδώ, αυτοί λένε πως είσαι νεκρός, πατέρα. Μα ποιοι είναι αυτοί;

[Κι εδώ η λέξη τηλέφωνο δεν μπορεί παρά να συντονίζει μια καλοκουρντισμένη μέσα μου συχνότητα, να ξυπνά τον ήχο κάθε κουδουνίσματος που το ακολούθησε η αναγγελία ενός θανάτου. Πάντα έτσι έρχονταν τα νέα, τότε που καθόμαστε κάπου να ξαποστάσουμε, ανίδεοι, πάντα μια σπασμένη φωνή θα μας ενημερώνει απ’ την άλλη άκρη ότι «—Όχι, δεν μπορείτε να μιλήσετε μαζί του», έτσι όπως και σε μένα συνέβη, πάντα, κάποτε, δεν θα μπορούμε πια.
Και μετά ο Δεληβοριάς χρησιμοποιεί τη λέξη νεκρός σαν να κρατά στο άλλο του χέρι γομολάστιχα, να σβήσει επί τόπου αυτό που είπε, αφήνει τη βαριά τη λέξη με τη σιγουριά πως οι πολύ υψηλές αρμονικές της θα κάψουν άμα τη εμφανίσει το φιλμ, κι έτσι καμιά κακιά σκιά δεν θα λερώσει τον ωραίο μπερντέ του ακουστικού μας τύμπανου, μόνο ήχοι σιβυλλικοί, να τους τραγουδήσεις τη σωστή την ώρα: Ένας τέτοιος νεκρός δεν μπορεί να είναι νεκρός, άρα μπορούμε άφοβα να τον διαλαλούμε για νεκρό, μπορούμε γενναιόδωρα να σπαταλάμε κωφάλαλες λέξεις, ξορκίζοντας το αδιανόητο.]

Επιστρέφοντας στην πλατεία όπου λίγο πριν είχαμε συναντηθεί, σκέφτομαι ότι απόδειξη για τα παραπάνω –την αδυναμία ύπαρξης νεκρού σε τέτοιους τόπους– είναι το ότι ο σπόρος της απουσίας γονιμοποιεί, τόσα χρόνια μετά, αυτό το τραγούδι-κόσμημα. Το ίδιο το αίμα του απόντος ζωοποιεί ένα πανόραμα της γλυκύτητας και της σκληρότητας της εποχής, κυρίως όμως της γλυκύτητας γιατί, τότε, ακόμα κι ο εχθρός τραγουδούσε μέσα απ’ τον ίδιο με μας συμπαγή συλλογικό μύθο κι αφομοιωνόταν ως ποιητικό σώμα ενός αεί εφηβικού σθένους απέναντι στον κόσμο.
Ποια απουσία; Τι περισσότερο παρόν –για όσους το θέλησαν– από αυτό το Παρόν;
Και, μονολογώ πάλι πως, κάθε λαμπρή απουσία κουβαλά την πιθανότητα αυτού που με ακρίβεια φανερώνει ο Δεληβοριάς, την προσδοκία γέννησης ενός μπάσταρδου γιου. Αυτό το εξαίσιο παράσημο του μπάσταρδου, το φέρει –το νιώθω εγώ πάντως μέσα στην οπτική που έτυχε τώρα να καθίσω– το φέρει με μεγάλη περηφάνια στο πέτο του, αόρατο και πανταχού παρόν, και καλά λέω πως κάνει. Εύχομαι μπάσταρδοι να κατακλύσουν στο εξής τον χρόνο μας, ποτέ ξανά να μην υπάρξει εξ αίματος γιος.


Θα ήταν άραγε πλεονασμός να πω ότι ο παράνομος τρόπος με τον οποίο κάποιος κλέβει το πραγματικό σπέρμα των ανθρώπων που αγαπά είναι η μόνη ουράνια υιοθεσία που με τη σειρά μου αγαπώ και καλωσορίζω; Ο πραγματικός μας τόπος, ο παράδεισος της μίας εκστατικής –που καταργεί τις άλλες– θέασης, πλέει στην θάλασσα αυτών των υπέροχων υπεξαιρέσεων, που μας ανεβάζουν την κατάλληλη της ζωής μας στιγμή στο πιο ψηλό λοφάκι της καταγωγής, λίγο πριν αποκαλυφθεί ξανά, όταν η ώρα είναι ώριμη, εκείνο που ο Δεληβοριάς υπογραμμίζει στο τέλος, μια κουβέντα-φυλαχτό του αδιάσπαστου χρόνου:

                Κάτω απ’ την άσφαλτο καίει το παλιό χώμα
                
Και οι ανοιγμένες στοές
                
Και μες στο σώμα μου κλαίει το μικρό σώμα
                
Του ακόμα αγέννητου χθες.

Μ’ αρέσει να βλέπω τη δουλειά των ανθρώπων που περπατάνε απ’ την ίδια με μένα μεριά όχι σαν ένα νησί μα σαν μια ήσυχη καθημερινή θάλασσα, που από μέσα της κάθε τόσο αναδύεται η ράχη ενός δελφινιού, η λάμψη μιας κίνησης που ακαριαία χάνεται κάτω απ’ την επιφάνεια, αφήνει όμως στην ψυχή σου τον κυματισμό της, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, τον ήχο της βαθιάς νύχτας που θα μεταφραστεί όταν κάποτε συναντήσει μέσα σου το ορφανό του ζευγάρι.
Αυτό που μόλις άκουσα ήταν ένα μοιρολόι, μα ένα μοιρολόι που σηκώνονται να το χορέψουν όλοι του οι νεκροί, βηματίζοντας ανάποδα προς το σημείο όπου ο χρόνος σηκώνει το σεντόνι κι αποκαλύπτει τον θησαυρό του. Μέσα απ’ αυτήν την ουράνια τρύπα θα ξαναβρεθούμε με τους ανθρώπους που αφήσαμε να προπορευτούν, τους δικούς μας εξαίσιους αλήτες/πατεράδες, εμείς οι ακόμα αμετανόητοι μπάσταρδοι.

[Όλα αυτά μπορεί να είναι έτσι, αλλά μπορεί να είναι κι αλλιώς.]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: