——————
ΜΙΚΡΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
——————
Μικροί οδηγοί ακρόασης / Στου Παραδείσου τα μπουζούκια
—Το στήθος μου βράζει, γιατρέ.
—Γδυθείτε να σας ακροαστώ.
*
Ερ.: Μπορούμε να μιλήσουμε για τη μουσική;
Απ.: Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη μουσική.
Μικρό φυτολογικό πρελούντιο: Ένα μαύρο σκαθάρι πάλευε να μετακινήσει έναν ακανόνιστο βόλο μαύρης γης. Εκτός από το καθήκον του ανοίγματος ατελείωτων αεραγωγών στοών για τον εξαερισμό και τον κλιματισμό του εδάφους, του είχε ανατεθεί και η λειτουργία βολοκόπου. Έτσι ώστε να βοηθηθεί η χλωροπράσινη μικρούλα βακτηρία ενός φύτρου που πρόβαλλε επιφυλακτικά από κάποιο σπόρο φερμένον τυχαία από τον άνεμο. Το μικρό παιδί καθόταν ανακούρκουδα σ’ ένα διάλειμμα του παιχνιδιού και παρατηρούσε την αόρατη διαδικασία της βλάστησης. Με την φρέσκια ρηχή φωνή του, διαυγή και αρυτίδωτη σαν τη λιμνούλα όπου πρωτοκαθρεφτίστηκε ο Νάρκισσος—ένας ανακούρκουδος άφτερος ερωτιδέας σαν αυτούς που τους είδε ντυμένους στα μεταξωτά και τις κορδέλες να κοσμούν αθώα στην επίχρυση πλαισίωση του πένθους την πομπή ενός επιτάφιου κάποτε στο μεσογειακό Σετ ο Ερρίκος Χάινε—επαναλάμβανε ακούραστα τον ακατάλυτο ιαμβικό οκτασύλλαβο Εφτά τραγούδια θα σου πω, και πάλι, Εφτά τραγούδια θα σου πω, και πάλι, Εφτά τραγούδια θα σου πω.
Στα ωραιότερα ξυπνητά λογοτεχνικά όνειρα, ή μάλλον στις πιο άτυπες μεθυστικές λογοτεχνικές ονειρώξεις, ο ονειρευτής αναβαπτίζεται αναψυκτικά σε παραθέματα που τον επισκέπτονται αιφνίδια αλλά ποτέ άκαιρα—ας πούμε σαν μπάμπουρες που αναδύονται από το πουθενά ενός άγουρου ακόμα καλοκαιριού, από την αόρατη μετεωρολογική, ανθηρή, οικοδομική και αναπαραγωγική αναγκαιότητα. Σαν έτοιμα —σε ετοιμότητα—μνημονικά κομμάτια ξένης λογοτεχνικής περιουσίας που αυτός με τη λυδία λίθο του μεταστοιχειώνει μαγικά σε οικείο χρυσό. Από αυτόν θα μοχθήσει να σφυρηλατήσει το πολύτιμο, και, κυρίως, ανοξείδωτο σπαθί του νικηφόρου ποιητικού, δημιουργικού ή αναγνωστικού, αλλά και του μουσικού του εγώ που φέρει το ένδοξο δίκοπο όνομα Κριτήριον. Το ερώτημα είναι, όταν ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστών, ακροατών και λοιπών ανυποψίαστων ονειρευτών, εξουθενωμένων από ένα ισόβιο όργιο λογικής και παραμουσικής παραποιητικής με τον χρόνο, παρουσιάζουν λογοτεχνική ή μουσική αφλογιστία ή στεγανότητα που αποκλείει τη δυνατότητα να μουσκέψουν ως το κόκαλο από την έκθεση σε μια ευεργετική καλοκαιριάτικη μπόρα ειλικρινούς λογοτεχνικότητας (ή μουσικότητας) για να ανανήψουν πνευματικά έτοιμοι να συλλάβουν τα προηγουμένως ασύλληπτα, με την πρώτη ζωογόνο ακτίνα του ήλιου που επιστρέφει,— το ερώτημα είναι, ποια είναι η ανατρεπτική του καθεστώτος συνταγή. Πιθανότατα αυτή που προτείνεται σαν πρακτική συμβουλή από εκλαϊκευμένους οδηγούς ψυχιατρικής για ήπιες νευρώσεις: «Ρισκάρισε και σοκάρισε τον πάσχοντα σερβίροντας αναπάντεχα νέα, απότομα και ωμά, να μην προλάβει να κάνει αντίδραση».
Εφτά τραγούδια θα σου πω [ούτε ένα παραπάνω – δεν είναι ανάγκη να σταθώ περισσότερο στην επταδική δοξασία που φτάνει ακόμα και ως την επταγυνία και επτανδρία ήτοι άνθη με αντιστοίχως επτά θήλεα ή επτά άρρενα αναπαραγωγικά όργανα]: ώρα να αναγνωριστεί η μουσικοποιητική ενηλικίωση αυτού του ολιγόστικου φιλμικού επί τούτο ποιητικού και μουσικού κατορθώματος που
α) δεν διεκδίκησε ποτέ να στεγαστεί κάτω από ξένον τίτλο αρκούμενο στην επανάληψη του πρώτου ημιστίχιου της επωδού του—σάρκα από τη σάρκα του, αίμα από το αίμα του—,
β) διακινεί τον ήπιο μουσικοποιητικοχορευτικό διονυσιασμό του κόσμια και εύρυθμα, χωρίς να υπερβαίνει τα γκάτσεια, και απολύτως οικονομικά (ούτε ένα επίθετο, μόνο δραστικά νεοελληνικά ρήματα και ουσιαστικά με ψωμί και ουσία),
γ) διαχειρίζεται με αθωότητα και επιτρεπτή πονηρία το φολκλορικό μισοσκόταδο που αμβλύνει το δράμα της μόλις μετεμφυλιακής, μεταπολεμικώς αιμάσσουσας χώρας, προτείνοντας σαν περαστικό όραμα μια χορογραφία Ελληνικού Χοροδράματος Ραλλούς Μάνου με αστικά πατριδολατρικά χαρακτηριστικά (Παπάγος, Ελληνικός Συναγερμός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ΕΡΕ) που χωρίς να αποτάσσονται την ηθογραφία, για χορογραφική οικονομία, αναλαμβάνουν να την ανακαινίσουν και να συμβιβάσουν την σολωμική ασπροεντυμένη με τα ζάρια (πλάγιος πέφτει ο φωτισμός της άεργης και άνεργης θηλυκότητας με τ’ άσπρα, τα λαμπρά, της λευκώλενης θέισσας, και όχι τα σκούρα πρακτικά της καθημερινής οικογενειακής θνητής λάντζας)
δ) σκηνοθετεί δεξιοτεχνικά με δυο τρεις πινελιές μια ήδη είτε συκοφαντημένη είτε υπερεξιδανικευμένη θορυβώδη λαϊκή ψυχαγωγία, ένα ξέδομα στα μπουζούκια που—προσοχή—αν ο νους μας πάει στο κακό και στον βιβλικό Παράδεισο, ο ιδιοφυής ποιητής- σκηνοθέτης Κακογιάννης (περί αυτού πρόκειται, και για τη Στέλλα και τα εφτά τραγούδια της όπως προ πολλού φαίνεται) φρόντισε πρώτον να δείξει στα πλάνα του τραγουδιού τον τίτλο «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ» που είναι η ονομασία του κέντρου όπου τραγουδάει η Στέλλα, όπως και να της ζητήσει να κλείσει το μάτι (αυτό μπορεί και να το βρήκε και από μόνη της, ενστικτώδης θεατρίνα όπως ήταν) τη στιγμή που αρθρώνει τη φράση «στου Παραδείσου τα μπουζούκια»—που είναι εξάλλου ο λόγος που ο εδώ Παράδεισος εννοείται και γράφεται με Πι κεφαλαίο.
Ο παράδεισος—για τη μοιραία Στέλλα—όπως και για όλους, παραμένει η Μουσική.
ΥΓ ΠΡΩΤΟ: Στην καταγραφή των στίχων του τραγουδιού, όπως εμφανίζεται σε δυο λίγο πολύ αρμόδια σάιτ για το ελληνικό τραγούδι, η έκτυπη εκδοτική ουδετερότητα των συντακτών απέναντι σε αυτό που νοείται σαν ποιητικό νόημα έχει οδηγήσει σε μάλλον τυχαία στίξη και σε παρεκκλίσεις από το κείμενο όπως σαφώς ακούγεται στην απόδοση της Μελίνας Μερκούρη. Η πολλαπλά διδακτική αμηχανία των παρεκκλίσεων θα μπορούσε να υποσημειώσει την πικρή παρατήρηση του Γ.Χ. Όντεν, κατά την οποία «είναι θλιβερό γεγονός του πολιτισμού μας πως ένας ποιητής μπορεί να κερδίσει περισσότερα χρήματα γράφοντας ή μιλώντας για την τέχνη του παρά ασκώντας την».
Η απόδοση της Μελίνας:
Βγήκανε τ’ άστρα
κι οι κοπέλες με τ’ άσπρα
σεργιανίζουν στην κάτω γειτονιά
Τα παλικάρια
παρατούνε τα ζάρια
κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά
Στου Παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας
κι αφού γλεντήσουμε και πάψει ο σαματάς
Εφτά τραγούδια θα σου πω για να διαλέξεις το σκοπό
που θα μου πεις για να σου πω το σ’ αγαπώ
Η εκδοχή των σάιτ:
ΕΦΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ
Βγήκανε τ’ άστρα
κι οι κοπέλες με τ’ άσπρα
κατεβαίνουν στην κάτω γειτονιά.
Τα παλληκάρια [sic]
παρατάνε τα ζάρια
κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά.
Στου Παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας,
κι αφού χορέψουμε και πάψει ο σαματάς
Εφτά τραγούδια θα σου πω, για να διαλέξεις το σκοπό,
για να μου πεις, για να σου πω το «Σ’ αγαπώ».
ΥΓ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η τότε υποδοχή της μουσικής: Κατά τον Βίωνα Παπαμιχαήλ, κριτικό της Απογευματινής (τίτλος: «Εξαίρετη η νέα ταινία “Στέλλα”») έπαινος αξίζει στον Μάνο Χατζιδάκι «για την τόσο δημιουργική εργασία του». Στην Καθημερινή συντάσσεται με την άποψη υπερθεματίζοντας η Ροζίτα Σώκου για τη μουσική και τα τραγούδια του Χατζιδάκι που είναι «περίφημα» και «η εκτέλεσις του Τσιτσάνη έχει πότε κέφι τρελό και πότε μια νοσταλγία που θυμίζει “Τρίτο άνθρωπο”». Εκκωφαντική απόρριψη από την ζντανοφική άποψη που εκφράζει στην Επιθεώρηση Τέχνης παραπατώντας μοιραία ο Αντώνης Μοσχοβάκης· δεν κατάφερα να εντοπίσω το στη μουσική αναφερόμενο μέρος της ζντανοφικά αρνητικής κριτικής του Κώστα Σταματίου στην Αυγή. Κατάθλιψη προκαλεί η σε δυο αράδες τουριστική αναφορά στη μουσική και τα τραγούδια από τον Μάριο Πλωρίτη στην Ελευθερία («maître de μπουζούκια» ο Χατζιδάκις που χαρακτηρίζεται «ακριβός παράγων του ενεργητικού της Στέλλας»—ο τίτλος της κριτικής είναι «Άνθρωποι και μπουζούκια»). Μα για μένα, τον μεγαλύτερο (διασκεδαστικό) σκεπτικισμό για τα ανθρώπινα προκαλεί η απόφανση του «Κουαρτέτου» (δηλαδή μιας ψευδώνυμης τετράκλωνης φιλόμουσης παρέας που περιλαμβάνει τους εικοσαεξάχρονους ή περίπου Γ.Π. Σαββίδη και Λένα Σαββίδη, τον εικοσιτετράχρονο Λέοντα Καραπαναγιώτη και τον τριαντάχρονο, γνωστό κυρίως ως αθλητικογράφο, Πέτρο Λινάρδο), στο Βήμα, κατά την οποία, η «συνεργασία Χατζιδάκι-Τσιτσάνη δεν ημπορεί, ακόμα, να θεωρηθεί από τις ευτυχέστερες» και «η μουσική τόσο των τραγουδιών όσο και της ταινίας γενικώς είχε ένα χαρακτήρα νόθο στον οποίο δυστυχώς αρχίζουμε να συνηθίζουμε. Τα μπουζούκια δεν είναι πρόσφορο έδαφος για επεξεργασία από διανοουμένους». Η εποχή δεν είχε ακόμα φτάσει στη διαπίστωση του κατασκευαστικού θεωρητικού ψεύδους της έννοιας του «ανόθευτου» ως αισθητικής ή άλλης κατηγορίας.
Τέλος λίγα σημαδιακά τοποχρονικά (με πρωταγωνιστή τον αριθμό 4) και δυο παραθέματα, ένα από τη διάλεξη του πιο φωτοευαίσθητου στα φώτα της εποχής εικοσιτετράχρονου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, στο Θέατρο Τέχνης στις 31 Ιανουαρίου 1949 και μια περικοπή από τη μονογραφία του Νίκου Σκαλκώτα από τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου (κυκλοφόρησε το 1997) για το Κοντσέρτο για 2 βιολιά του Ν. Σκαλκώτα :
Σημαδιακά τοποχρονικά:
8 Μαρτίου 1904 - 19 Σεπτεμβρίου 1949: ο Νίκος Σκαλκώτας.
1944-1945: Σύνθεση του Κοντσέρτου για 2 βιολιά. Ο Ν.Σ. 40 ετών.
Καλλιδρομίου 45, στην Αθήνα, το σπίτι (ανήκε στη γυναίκα του, πιανίστρια Μαρία Παγκαλή) όπου έμενε ο Ν.Σ. από το 1946 που παντρεύτηκε. Εκεί έγραψε το Κοντσέρτο, εκεί και πέθανε.
Καλλιδρομίου πάντα, λίγο πιο πέρα, η ταβέρνα όπου τραγουδάει η Στέλλα της «Στέλλας» (1955).
Καλλιδρομίου, Πλαπούτα 2 και Τσαμαδού, η τελευταία σκηνή της ταινίας.
31.1.1949: Διάλεξη του 24χρονου Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994) για το ρεμπέτικο, στο Θέατρο Τέχνης.
Ο Γ.Γ. Παπαϊωάννου για το Κοντσέρτο για 2 βιολιά:
«Καμιά φορά ο Σκαλκώτας βάζει δημοτικά στοιχεία σ’ ένα μεγάλο δωδεκάφθογγο έργο. Έτσι, απ’ τα τελευταία του μεγάλα έργα, το Κοντσέρτο για 2 βιολιά και ορχήστρα είναι καθαρή δωδεκάφθογγη μουσική (1ο μέρος, 3ο
μέρος). Στο μεσαίο μέρος παίρνει ένα λαϊκό θέμα, ρεμπέτικο («Θα πάω κει στην Αραπιά») και το συμπληρώνει σε κανονικό, πλήρες και απαιτητικό δωδεκάφθογγο σύστημα. Βάζει μέσα του ό,τι μπορεί για να το κάνει πιο χρωματικό. Και μετά, πάνω σ’ αυτό, γραμμένο για μια πολύ πλούσια ορχήστρα, ξετυλίγονται πολλές συμφωνικές παραλλαγές. Δυστυχώς είναι ένα κοντσέρτο που δεν πρόλαβε να το ενορχηστρώσει ο Σκαλκώτας και υπάρχει μόνο σε γραφή για 2 βιολιά και 1 πιάνο ή μάλλον 2 πιάνα (γιατί για να παίξουν όλες τις νότες χρειάζονται 2 πιάνα) […]»
[ Nota bene : Ενορχηστρώθηκε από τον μουσικολόγο Κωστή Δεμερτζή το 1999 και κυκλοφορεί και στις δυο μορφές του παιγμένο από εξαιρετικούς Έλληνες μουσικούς, στη σουηδική δισκογραφική εταιρεία BIS. Στο κατατοπιστικό σημείωμα που συνοδεύει την ορχηστρική εκδοχή, ο Κ. Δεμερτζής κάνει μεταξύ άλλων τρεις κρίσιμες επισημάνσεις—την «ιστορική μοναδικότητα» πως είναι το πρώτο έργο νεοελληνικής κλασικής μουσικής, που χρησιμοποιεί το ρεμπέτικο τραγούδι (το «Θα πάω κει στην Αραπιά» του Βασίλη Τσιτσάνη), την «οικειότητα του Σκαλκώτα με την διασκεδαστική [ελαφριά, ψυχαγωγική] μουσική αφού ο ίδιος έτσι έβγαζε το ψωμί του στη Γερμανία και—υποψιαζόμαστε—και στην Ελλάδα, σαν διασκεδαστής, entertainer» και τέλος τη διάσταση ενός «οριενταλισμού» νόστου και ταυτόχρονα απόγνωσης και φυγής συνδεόμενου με το ειδικό βάρος της «Αραπιάς» για τον νεοέλληνα μα και την εμπειρία της Κατοχής και του Εμφύλιου. ]
Από την «πανηγυριώτικη» (έτσι την χαρακτηρίζει πιο εύστοχα από οποιονδήποτε άλλον, ο ίδιος) διάλεξη για το ρεμπέτικο του Χατζιδάκι, το 1949, μια περικοπή όπου στη θέση του «φίλου» πρέπει νομίζω να φανταστούμε το Νίκο Σκαλκώτα του Κοντσέρτου για 2 βιολιά ή, το πολύ, με τη χρονική αμεριμνησία που προβλέπουν τα σενάρια της μνήμης, τον Γενευέζο μουσικολόγο, μουσικό, συγκριτικό εθνομουσικολόγο και πολλά άλλα, φίλο του ελληνικού πολιτισμού, σε κάποιο από τα περισσότερα από σαράντα ταξίδια του στον τόπο μας, τον Σαμουήλ Μπο-Μποβί (βλ. και το συγκλονιστικό μεσοπολεμικό του ημερολόγιο, μεταφρασμένο αποσπασματικά από τον Μάρκο Δραγούμη, στον 18ο τόμο του Δελτίου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2014):
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται –λες– μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» – καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου –κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία– του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή –καινούργια για μένα βέβαια– κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θα ‘βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.