Μετάφραση - εισαγωγή: Βασίλης Ρούβαλης
Η ενασχόληση με τα επιγράμματα εντάσσει τον Σολωμό στη μακραίωνη αρχαιοελληνική και ελληνιστική παράδοση, όσο επίσης στη χορεία των σύγχρονών του Ευρωπαίων ποιητών –Goethe, Schiller και Byron, μεταξύ άλλων– που δοκιμάστηκαν στο είδος με σημαντικά δείγματα γραφής. Σ’ αυτά τα σύντομα, ελάχιστης έκτασης στιχουργικής πονήματα, χαρακτηριζόμενα ήδη ως επιγράμματα από τον Ιάκωβο Πολυλά,[1] αναζητούσε την ποιητική ουσία, την ωραιότητα της ακρίβειας και της λακωνικότητας.
Η σολωμική συσχέτιση με το επίγραμμα, επιπλέον, ανιχνεύεται στην αναζήτηση της ελληνικής παράδοσης, της λαϊκής και της λόγιας.[2] Ο ποιητής αναγνώρισε την υψηλή αξία της δημώδους γραμματείας μέσα από τη συλλογή των ανώνυμων δημοτικών τραγουδιών[3] καθώς και με την προσέγγιση της Κρητικής Λογοτεχνίας της περιόδου της ακμής (Κορνάρος, Χορτάτσης κ.ά.).
Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του (1847-1857) επικεντρώθηκε σε πεζά σχεδιάσματα και ποιήματα, κείμενα αποσπασματικά, «επιστρέφοντας» στην ιταλική γλώσσα.[4] Είχε προηγηθεί η περίοδος της ιταλόφωνης επιλογής, τόσο κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης παραμονής του στην Ιταλία όσο και με την επιστροφή του στη Ζάκυνθο.
Από τα συνολικά είκοσι τρία σολωμικά επιγράμματα, ο Λίνος Πολίτης και αργότερα ο Στυλιανός Αλεξίου δημοσίευσαν και μετέφρασαν τέσσερα γραμμένα στα ιταλικά.[5] Νωρίτερα, ο Σπυρίδων Δε Βιάζης είχε εντάξει τρία δίστιχα σε αυτό το σώμα κειμένων.[6] Στο σύνολό τους, εκ νέου μεταφράζονται εδώ.
Αυτό που τα χαρακτηρίζει είναι η αυτοαναφορικότητα. Σε σχέση με τη θεματική τους, τα δύο οχτάστιχα και το ένα τετράστιχο (Ad Alice Ward, Αl Sigr Cavre Giovanni Fraser και Sopra una coppia dell’Inno) εστιάζονται σε πρόσωπα του οικείου −στενού είτε ευρύτερου− περιβάλλοντός του ποιητή. Καταδεικνύουν την επιδίωξη να διατυπώσει, με θερμή έκφραση, τα ευγενικά αισθήματά του για ανθρώπους με τους οποίους συσχετιζόταν στενά κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Σε αυτή την κατηγορία επίσης εντάσσονται δύο ελληνικά επιγράμματα, το Προς το Βασιλέα της Ελλάδος και το Εις Φραγκίσκα Φράζερ. Το άλλο τετράστιχο (Ad Andrea Mustoxidi) εντάσσεται στα σατιρικά, όπως και αρκετά στην ελληνική γλώσσα (Εις ψεύτην, Το ψίχαλο, Σχέσις πολύπλοκη, Ενώ ένας συλλογιζόνταν ανάποδα, Εις άσχημον, Προς τους Επτανησίους, Ξερή πολυμάθεια, Εις άρπαγα). Τα δε τρία δίστιχα έχουν αποφθεγματικό τόνο, με αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα.
Αξιοσημείωτη είναι η αμφιθυμία του Ν. Β. Τωμαδάκη απέναντι στα ιταλικά κείμενα του ποιητή. Στην εισαγωγή της σολωμικής έκδοσής του εξηγεί ότι «…το φυσικόν, το πρόχειρον όργανον, το μέσον της παραδόσεως δι’ ένα λόγιον Επτανήσιον που σπουδάζει εις την Ιταλίαν, είναι τα Ιταλικά και ιταλιστί ομιλεί, συζητεί, γράφει, σπουδάζει ο Σολωμός». Και καταλήγει με το χαρακτηριστικό σχόλιο: «Υπάρχουν ακόμη μερικά επιγράμματα εις την Ιταλικήν και κάποια συνθέματα και σχέδια της υστερινής του ζωής, αλλ’ αυτά όλα ανήκουν εις άλλον Σολωμόν…».[7] Από την άλλη, ο Πέτρος Κουαρτάνος είχε επιμεληθεί τα ιταλικά, στην έκδοση του Πολυλά, με την επιφύλαξη επιλογής των σημαντικότερων δειγμάτων σύμφωνα με την κρίση του.
Ο Πολίτης, ωστόσο, κατέληξε σε μια συνολική δημοσίευση με άλλα ανέκδοτα ακόμη, αθροίζοντας παράλληλα τη σχετική προγενέστερη εργασία του Δε Βιάζη και του Κώστα Καιροφύλλα. Η άποψή του είναι η κοινώς παραδεδεγμένη σήμερα –όπως άλλωστε και για τον υπογράφοντα– γύρω από τους όποιους ενδοιασμούς υπήρξαν απέναντι στα σολωμικά χειρόγραφα: «…Μια τέτοια επιφύλαξη, νομίζουμε, δεν χωρεί πια. Ό,τι βγήκε από το χέρι του Σολωμού, και όχι μόνο τα ελληνικά, είναι για μας σήμερα πολύτιμο και δε μας επιτρέπεται επιλογή βασισμένη σε αισθητικά ή και σε άλλα κριτήρια».[8]
1.
Ad Alice Ward
Το οχτάστιχο φέρει αφιέρωση προς την Alice Ward, κόρη του Άγγλου ύπατου αρμοστή των Επτανήσων, Henry George Ward.[9] Σε όλο το χρονικό διάστημα που εκείνος υπηρέτησε στην Κέρκυρα (1849-1855) διατηρούσε σχέσεις εκτίμησης και πνευματικής αμοιβαιότητας με τον Σολωμό. Δεν είναι τυχαία, επομένως, ούτε η αντίστοιχη αφιέρωση προς εκείνον, στο ιταλικό πεζό σχεδίασμα Il rosignolo e lo sparviere.[10] Και στην περίπτωση της κόρης του, θα πρέπει να θεώρησε ύψιστη τιμή την ποιητική έμπνευση του κόντε με αφορμή την ασθένεια και την ανάρρωσή της. Αναμφίβολα, μέσα από τους στίχους αυτούς ξεδιπλώνεται η άδολη τρυφερότητα και η ειλικρινής έγνοια του Σολωμού για την οικογενειακή αναστάτωση των Ward. Πράγματι, θέλησε να απευθύνει τις ευχές του με σταλμένα τριαντάφυλλα καθώς και με αυτό το μικρό ποίημα, το οποίο σαφώς υποδήλωνε τη λεπτή συναισθηματική διάσταση που τον χαρακτήριζε απέναντι στα οκεία του πρόσωπα.[11]
Πρόκειται για στίχους σημειωμένους στην πίσω όψη χαρτιού απόδειξης συναλλαγής από κατάστημα ρούχων στην Κέρκυρα. Ο Πολίτης αμφιθυμεί ως προς τη χρονολόγηση του κειμένου (δημοσιευμένου στα ΑΕ 546). Επικαλείται, ωστόσο, την υποθετική άποψη του Κουαρτάνου.[12] Ο δε Αλεξίου δίνει μια ρεαλιστικότερη οπτική. Επικαλούμενος τη χρήση του χαρτιού για την έμπνευση της στιγμής από τον ποιητή καθώς και την αναγραφή της ημερομηνίας της απόδειξης (21/10/1851), κρίνει ότι ο Απρίλιος ο αναφερόμενος στους στίχους είναι του έτους 1852.[13]
Queste rose, o gentil, deh! con aspetto
seren tu mira a piedi tuoi cadute;
ma come le produsse a tuo diletto
di mia patria la terra in sua virtute,
non altrimenti il mio gioioso petto
dà fuor la speme della tua salute,
e April vegg'io che, mentre a te la scorta,
lascia un bacio fragrante alla tua porta.
*
Τούτα τα ρόδα, ευγενεστάτη μου, με γαλήνια όψη
θαύμασέ τα στα πόδια σου ριγμένα,
μα όπως για χάρη σου άνθισαν
από το πλούσιο χώμα της πατρίδας μου
έτσι χαρούμενα από μέσα μου
αναβλύζει η ελπίδα της ανάρρωσής σου,
και καθώς φθάνει μαζί με τον Απρίλη
βλέπω στην πόρτα σου ν’ αφήνει μυρωμένο ένα φιλί.
2.
Al Sigr Cavre Giovanni Fraser
Το επίγραμμα απευθύνεται στον προσωπικό φίλο του ποιητή, τον John Fraser, ο οποίος διέμενε επί πολλά χρόνια στην Κέρκυρα ως άμεσος συνεργάτης του ύπατου αρμοστή Ward. Ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος κι επίσημος γραμματέας στην Ύπατη Αρμοστεία των Επτανήσων, συγκεκριμένα, ο Άγγλος ιππότης είναι ο πατέρας της «αγγελικά πλασμένης» Φραγκίσκας Φραίζερ (ή Φρέιζερ, ορθότερα στην αγγλική), για την οποία ο Σολωμός είχε ήδη αφιερώσει στίχους του.[14]
Η σχέση των δύο ανδρών[15] αναδεικνύεται μέσα από τη στιχουργημένη κατάθεση μιας ειλικρινούς εντύπωσης απώλειας κι αποστασιοποίησης επιστήθιων φίλων,[16] ύστερα από την επανεγκατάσταση του αξιωματούχου στην πατρίδα του. Ο Φραίζερ αναχώρησε από το νησί έχοντας παραιτηθεί από το αξίωμά του, στο μεταίχμιο μιας κρίσιμης όπως αποδεικνύεται στιγμής εξελίξεων για το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων και τη βρετανική επικυριαρχία μετά το 1814.[17] Παρενθετικά, ας σημειωθεί ότι η περίοδος εντάσεων για τους ταλαιπωρημένους από τις εναλλαγές κυριάρχων υπηκόους του νησιωτικού συμπλέγματος στο Ιόνιο Πέλαγος, βρισκόταν στην αποκορύφωσή της. Επιπλέον, στο χρονικό διάστημα των τελευταίων πενήντα χρόνων, οι Επτανήσιοι είχαν βιώσει τον απόηχο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, σε επίπεδο γεωπολιτικών ανακατατάξεων και, συνακόλουθα, κοινωνικών αναζητήσεων και επιλογών,[18] ενώ στο στενό τοπικό πλαίσιο ταλανίζονταν από τις επώδυνες συνέπειες της χολέρας στις πόλεις και στην ύπαιθρο.
Στο πλαίσιο της φιλολογικής προσέγγισης πάντως, το ενδιαφέρον στοιχείο που απορρέει από αυτό το επίγραμμα είναι το γεγονός ότι στάλθηκε από τον Σολωμό ενόσω ο φίλος του είχε πια μετακομίσει στην Αγγλία. Αυτό συνεπάγεται τη χρονολογική ταυτοποίηση της γραφής του επιγράμματος λίγο μετά το έτος 1854. Μα το σημαντικότερο, υποδηλώνεται η ισχυρή συναισθηματική σύνδεση του ποιητή προς την οικογένεια Φραίζερ, κρίνοντας επιπρόσθετα από την ύπαρξη ενός ακόμη επιγράμματος, προγενέστερου χρονικά,[19]
σε υψηλούς τόνους φιλοφρόνησης, του αφιερωμένου στη μικρή Φραγκίσκα. Ορθά παρατηρεί ο Βελουδής ότι σ’ ετούτη τη φάση της δημιουργικής του εξέλιξης, ο Σολωμός αξιοποιεί το συγκινησιακό φορτίο των προσωπικών επαφών του, της άμεσης εμπειρικής επαφής του σε διαπροσωπικό επίπεδο, με εξαιρετικά δείγματα σύντομης ποιητικής ευεξίας.[20]
Πρόκειται για οχτάβα ρίμα[21] που εντάσσεται στα επιγράμματα τα χαρακτηρισμένα από τον ίδιο τον ποιητή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κουαρτάνου.[22]
Το πρωτότυπο που στάλθηκε στον Φραίζερ, δεν υπάρχει στα χειρόγραφά του αλλά διασώζεται σε νεότερο αντίγραφο (χφ ΑΑ 69).[23]
Pien dell’animo mio, del mio pensiero,
Vola all’Anglica terra, o sogno d’oro;
Giungi del mio Giovanni in casa, u’ vero
Ricetto ha Fede e delle Muse il coro;
E di’: Colui, che te vorria primiero
Delle sorti terrestri entro il tesoro,
Vuol che qui scuota i vanni, e siati dato
Quant’ei sentia quando m’avea creato.
*
Γεμάτο από την ψυχή και τον λογισμό μου,
πέταξε, χρυσόνειρο, στη γη την αγγλική·
πήγαινε έως το σπίτι του Τζοβάννι μου, εκεί που
αληθινή φωλιά βρίσκει η Πίστη και των Μουσών η χορεία,
Και πες: Εκείνος που για σένα προσδοκά
τα πρώτα στα ωραία πλούτη τη γης,
επιθυμεί εδώ να φτερουγίσω, και να ’χεις
όλα όσα ένιωθε αφότου μ’ είχε πλάσει.
3.
Ad Andrea Mustoxidi
Το προκείμενο επίγραμμα χαρακτηρίζεται από τη φανερή σκωπτική διάθεση του ποιητή. Ο Ανδρέας Μουστοξύδης[24] ήταν λόγια προσωπικότητα˙ γόνος επιφανούς κερκυραϊκής οικογένειας, με νομικές σπουδές στην Ιταλία. Επιπλέον, η ευαισθησία του σε ζητήματα παιδείας και πολιτισμικών υποδομών αποτέλεσε αφορμή για τη μετάκλησή του από τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, υπό το πρίσμα της αναγκαίας και πολύπλευρης στήριξης του νεότευκτου πολιτειακού διακυβεύματος. Και βεβαίως, η παρουσία του στο γίγνεσθαι σημαντικών υποδομών όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Τυπογραφείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Ορφανοτροφείο της Αίγινας, προσμετρώνται στο ωφέλιμο βιογραφικό του.[25] Τέλος, είναι γνωστό ότι ο Μουστοξύδης συμπεριλαμβανόταν στον κύκλο των προσωπικών φίλων του Σολωμού, όπως μεταξύ άλλων οι Μάντζαρος, Τυπάλδος, Regaldi, Ζαμπέλιος, Tommaseo, Fraser, Costa, Μαρκοράς και Πολυλάς. Παρ’ όλ’ αυτά, το σολωμικό επίγραμμα αποτυπώνει έναν κάποιον αρνητισμό προς το πρόσωπο του ευπατρίδη συμπατριώτη του, με πιθανή την επίδραση κάποιας παρεξήγησης ανάμεσα στους δύο άνδρες.[26] Ο Πολίτης χρονολογεί τη γραφή του στο έτος 1855, με δεδομένη την αναφορά στην ηλικία του Μουστοξύδη (“oggi settanta”).[27]
Nel corso di sua vita tutta quanta,
dall’età di sett’anni, oggi settanta,
l’opra di Mustoxidi ed il pensiero
fu di far vero il falso e falso il vero.
*
Στην πορεία ολόκληρης της ζωής του,
από την ηλικία των επτά χρόνων, σήμερα εβδομήντα,
το έργο του Μουστοξύδη, όσο κι ο λογισμός του
ήταν πώς να κάνει αλήθεια το ψέμα και ψέμα την αλήθεια.
3.
Sopra una coppia dell’Inno
Στο χειρόγραφο (ευρισκόμενο στην Ακαδημία Αθηνών: χφ ΑΑ 69) σημειώνεται η ένδειξη: Scritto dal Co. Dionigio Solomos sopra una copia dell’Inno del Signr. Dentrinò il 24 Gennaio 1856.[28] Ο ποιητής επιβεβαιώνει την ημερομηνία της σύνθεσής του και, επομένως, δημιουργεί την ισχυρή εντύπωση πως πρόκειται για ένα από τα τελευταία συνθέματά του. Το σχόλιο στον Ύμνο εις την ελευθερία
παρουσιάζει ενδιαφέρον, τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, όντας ένα αυτοσχόλιο στο έργο που τον καθιέρωσε ως εθνικό ποιητή.
Se del mio Dendrinò traccio il gentile
nome da me diletto e riverito,
ecco ch’oggi a me sembra ancor non vile
questo mio giovanil canto imperito.
*
Εάν σημειώνω τo ευγενικό όνομα του Δενδρινού μου,
αγαπητό και αξιοσέβαστο σ’ εμένα,
ιδού λοιπόν, ακόμη και σήμερα δεν μου φαίνεται κακό
αυτό το νεανικό αδέξιο τραγούδι μου.
5.
Τρία δίστιχα
Τα δίστιχα που δημοσίευσε ο Δε Βιάζης χαρακτηρίζονται από τον Πολίτη ως «μάλλον πρόχειρα και αυτοσχέδια».[29] Για την ύπαρξή τους επικαλείται τη μαρτυρία τόσο του Νικόλαου Λούντζη όσο και του γιου του, Δημήτριου. Η συντομία τους δεν προσθέτει κάτι τι στο σολωμικό σύμπαν, αλλ’ όμως, εν προκειμένω, δίδεται η εντύπωση μιας στιγμιαίας έμπνευσης που θα μπορούσε να φθάσει στ’ όριο των σημειώσεων, της «μαγιάς», για κάποιους στίχους εκτενέστερης δημιουργίας.
Α.
Di prima gioventù al primo albore
Sorride il volto all’esultante cuore.
*
Στην πρώτη αυγή της πρώτης νιότης
Χαμογελάει το πρόσωπο στην ιλαρή καρδιά.
Β.
Sparisce il fragil vel che il volto abbella
Ma non si spegne mai del cor la stella.
*
Χάνεται το λεπτό βέλο που το πρόσωπο ομορφαίνει
Μα ποτέ δεν σβήνει τ’ άστρο της καρδιάς.
Γ.
Fra il riso e il pianto trascorre la vita
Ma l’uomo vivrà quando essa è finita.
*
Ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα περνάει η ζωή
Μα ο άνθρωπος θα ζει όταν αυτή θα ’χει τελειώσει.