Ο Εgon Erwin Kisch (1885-1948), γεννήθηκε στην γερμανόφωνη εβραϊκή κοινότητα της Πράγας. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους δημοσιογράφους της εποχής του, γνωστός με το προσωνύμιο «Ο βιαστικός ρεπόρτερ» (der Rasende Reporter). Έφερε το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο και τα άρθρα που δημοσίευσε, δημοσιογραφικά τεκμηριωμένες περιγραφές αληθινών περιστατικών από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, συγκαταλέγονται στις καλύτερες σελίδες της γερμανικής πεζογραφίας του Μεσοπολέμου.
—————
Μια γυναίκα στο μέτωπο του μεταξιού
Οι εγκαταστάσεις των κέντρων συλλογής κουκουλιών είναι παντού ίδιες: ένα υπόστεγο στην άκρη της τοπικής πόλης, από κάτω ράφια, λίγο πιο πέρα φούρνοι από πηλό για την αποξήρανση.
Περάσαμε πολλές, σε κάθε μια βρισκόταν σε εξέλιξη μια άλλη διαδικασία. Ενώ στην Τασκένδη παραδίδονταν τα πρώτα κουκούλια, στον νότο του Τατζικιστάν, στο Σαράι-Καμάρ, οι παραδόσεις είχαν προ πολλού τελειώσει και όλη η παραγωγή είχε ήδη σταλεί στα κλωστήρια, σε κάποιες ορεινές περιοχές όμως μόλις τώρα μοιράζονταν τα αβγά. Συχνά βλέπαμε πώς το σιδερένιο ταψί με τα λευκά σαν χιόνι ή κίτρινα σαν χρυσάφι σκευάσματα έμπαινε στον φούρνο. Ο καπνός από τους φούρνους ανακατευόταν με το πηχτό στρώμα της γενικής ζέστης. Αυτό δεν σε τραβούσε να κάτσεις.
Μόνο σε μια ψηλότερη, ψυχρότερη περιοχή, στους πρόποδες του Παμίρ- από κάτω μας τα νερά του ποταμού Βαξ χοροπηδούσαν απαστράπτοντας πάνω απ’ τα κόκκινα κορήματα, από πάνω μας το λευκό του Όρους του Τσάρου Πέτρου έκαιγε τα μάτια μας- φτάσαμε με το άλογο σε μια επιχείρηση μεταξοσκώληκα.
Η υπεύθυνη φορούσε παντελόνια και ψηλές μπότες, για το οποίο μας εξήγησε κατά την διάρκεια της συνομιλίας, πως στον εμφύλιο πόλεμο φορούσε στολή και δεν μπορούσε πλέον να συνηθίσει στα γυναικεία φορέματα.
«Αυτό είναι τραύμα από πυροβολισμό, συντρόφισσα, στο μάγουλό σας;»
«Ναι, αυτό είναι από πυροβολισμό, στον λαιμό έχω ένα ακόμα και δύο στο πόδι».
«Έχετε τραβήξει λοιπόν πολλά, συντρόφισσα;»
«Το τι μπορεί να τραβήξει ένας άνθρωπος, δεν μπορείτε να το ξέρετε… Ο άντρας μου ήταν αρχηγός ενός τμήματος παρτιζάνων. Ήρθε στο σπίτι βαριά τραυματισμένος. Το χωριό μας το είχαν καταλάβει οι Λευκοί, το πρώτο σπίτι, στο οποίο έστειλαν ένα απόσπασμα ήταν το δικό μας- ίσως τον πρόδωσε κάποιος. Πιάσαν τον άνδρα μου, τον έδεσαν και φώναζαν: «Τώρα δεν θα ξανατραγουδήσεις πια την Διεθνή!» Πάνω σ’ αυτό άρχισε να τραγουδά την Διεθνή. «Θα σε κάνουμε να σωπάσεις αμέσως!» Με πέταξαν στο κρεβάτι και του είπαν χλευαστικά: «Θέλεις μήπως να μας τραγουδήσεις και τώρα την Διεθνή;». Τραγουδούσε την Διεθνή ενώ με βίαζαν. Δεν σταμάτησε το τραγούδι. Έφεραν μέσα τα δυο παιδιά μας και ούρλιαζαν ότι θα τα πυροβολήσουν. Πρώτα πυροβόλησαν την μικρή, ήταν τριών χρονών, μετά σημάδεψαν το αγόρι, τον έλεγαν Μίσα, ήταν πέντε χρονών. Ο άνδρας μου σταμάτησε να τραγουδάει. Τώρα ζητωκραύγαζαν, και μετά σκότωσαν και το αγόρι και μετά από αυτό και τον άντρα μου. Αυτό έγινε στην Ουκρανία, το 1918.»
Είχε δίκιο, αυτή η γυναίκα, η σύντομη ιστορία της ζωής της οποίας μας πάγωσε, όταν απάντησε στην κοινότοπη παρατήρησή μας με την φράση: «Το τι μπορεί να τραβήξει ένας άνθρωπος, δεν μπορείτε να το ξέρετε».
Τι πρέπει να πούμε, αφότου μάθαμε την ιστορία της; Ρωτάμε πώς ήρθε εδώ, από την Ουκρανία στο Παμίρ, από τον εμφύλιο στους μεταξοσκώληκες. Στρίβει ένα τσιγάρο. «Δεκατέσσερις μέρες μετά κατατάχθηκα στο μέτωπο. Έφαγα τέσσερις πυροβολισμούς. Και χειρότερος τραυματισμός δεν θα μπορούσε να με σταματήσει να μείνω στο μέτωπο. Αλλά δυστυχώς πάθαινα επιληπτικές κρίσεις, κάθε φορά που άκουγα την Διεθνή. Αυτό δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα- όταν κάποιος τραγουδάει την Διεθνή ή μόνο την σφυρίζει, παθαίνω τότε αμέσως σπασμούς. Ως εκ τούτου η οποιαδήποτε εργασία μου έγινε αδύνατη. Το Κόμμα μου πρότεινε, να διαλέξω μόνη μου απασχόληση για τον εαυτό μου. Απάντησα ότι ήθελα να πάω κάπου, που να μην τραγουδούν την Διεθνή. Τότε μου είπαν, καλώς, μπορείς να πας στην Ιταλία… «Όμως στην Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει κανένα μέρος, συντρόφισσα, που να μην τραγουδούν την Διεθνή, το πολύ πολύ το Παμίρ.» Έτσι είπα να με στείλουν ακριβώς στο Παμίρ. Εδώ πάνω δεν υπάρχει καμιά ορχήστρα, οι χωρικοί παίζουν στο Ντου-Ταρ τους (τατζίκικη κιθάρα) κατά βάση τα δημοτικά τους τραγούδια. Αυτό βέβαια έχει τώρα αλλάξει ήδη πολύ. Τώρα υπάρχει και ραδιόφωνο, όταν γυρίζω τα απογεύματα στο σπίτι πρέπει να ψάχνω δρόμους, όπου να μην φτάνουν τα μεγάφωνα. Εκτός αυτού έχω σχεδόν πάντα βαμβάκι στα αυτιά. Είμαι εδώ ήδη δύο χρόνια και είχα μόλις τέσσερις κρίσεις- στην Ρωσία είχα κάθε βδομάδα τουλάχιστον μία. Παλιότερα δεν μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά με συμβούλεψαν να μην τα κρατάω όλα μέσα μου έτσι, και νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν δίκιο. Λοιπόν, αρκετά για μένα… Ας μιλήσουμε για το τί γίνεται εδώ πέρα.»
Μιλάμε για το τί γίνεται εκεί πέρα.
Από το Ινστιτούτο της Τασκένδης το κέντρο των κουκουλιών παραλαμβάνει 4000 κουτιά με αυγά μεταξοσκώληκα. «Την Πρωτομαγιά δεν γιορτάζουμε. Ακριβώς εκείνη την μέρα ξεκινάμε να διανέμουμε τα κουτιά, σε άλλες περιοχές εκείνη την περίοδο παραδίδουν κιόλας τα κουκούλια. Εκεί κάτω στις κοιλάδες οι κάμπιες αναπτύσσονται με φυσική θερμοκρασία. Οι εκτροφείς μας πρέπει συχνά να ζεσταίνουν ειδικά τα δωμάτιά τους, για να πετύχουν μια θερμοκρασία 26 βαθμών. Σε εμάς το σκουλήκι αρχίζει να παράγει κλωστή μόλις τον Ιούνιο. Από 10 γραμμάρια αβγά βγαίνουν περίπου 24 κιλά κουκούλια, έχουμε κυρίως την ποικιλία της Βαγδάτης. Τα κουκούλια που παραδίνονται μπαίνουν εδώ στον φούρνο και μένουν δεκαπέντε λεπτά στον ατμό, μέχρι το σκουλήκι να ασπρίσει τελείως και να ψοφήσει. Τα κουκούλια αφήνονται ενάμιση με δύο μήνες στα ράφια μας να ξεραθούν, μετά πηγαίνουν στο εργοστάσιο που φτιάχνει κλωστές.
Από το Αφγανιστάν επίσης έπαιρναν οι χωρικοί κουτιά από μας και μας έφερναν τα κουκούλια. Αυτά ήταν πολύ μικρά γιατί εκεί απέναντι έχουν λίγες μουριές. Αυτό τον χρόνο δεν παράδωσαν απολύτως τίποτα. Τώρα τα σύνορα έχουν κλείσει. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία, η παραγωγή μας αυξάνεται, πετυχαίνουμε ήδη σχεδόν τέσσερις φορές τόσα κουκούλια όσο πριν τρία χρόνια.»
«Άρα είστε ευχαριστημένη συντρόφισσα;»
«Όπως το πάρει κανείς. Η καλλιέργεια μεταξιού στο Τατζικιστάν έχει αυξηθεί από το προηγούμενο έτος κατά 1939 πενηντόκιλα, αυτό σημαίνει κατά 27 τα εκατό. Σε αυτό η περιφέρειά μας συμμετέχει τα μέγιστα- παράγουμε σχεδόν διπλάσια κουκούλια από το βιλαέτι Γκισάρ, το βιλαέτι Κουργκάν-Τιούμπε και το βιλαέτι Κουλτζάμπ. Αυτό τον χρόνο δώσαμε 946 πενηντόκιλα. Αλλά αυτό είναι πολύ λίγο, ο καιρός ήταν άσχημος, πολύ δρόμοι ήταν αδιάβατοι, οι μουριές άνθισαν καθυστερημένα… με βάση το πενταετές πλάνο έπρεπε να είχαμε παραδώσει 1804 πενηντόκιλα, και τότε θα αποκτούσε η περιοχή μας τον επόμενο χρόνο δικό της κλωστήριο. Πετύχαμε όμως μόνο το 52 τοις εκατό του πλάνου. Αν το επόμενο έτος βγάλουμε 2200 κουκούλια, τότε θα έχουμε μολοταύτα εκπληρώσει το πλάνο και θα αποκτήσουμε το εργοστάσιο. Θα το πετύχουμε. Και όταν αρχίζουν να χτίζουν το εργοστάσιο, θα βάλω να παίξουν την Διεθνή.- Τότε το παρελθόν θα έχει περάσει.»