Μετά τη σύντομη αναδρομή στο έργο του Βελιμίρ Χλέμπνικoφ, του ιδιόρρυθμου Ρώσου ποιητή της πρώιμης φάσης του ρωσικού φουτουρισμού, στις αρχές του 20ού αιώνα, που παρουσιάσαμε σε προηγούμενο τεύχος 38 του «Χάρτη» (Φεβρουάριος 2022), ίσως θα άξιζε να σταθούμε σε ορισμένες διακηρύξεις ή «μανιφέστα» που η οικονομία εκείνου του κειμένου δεν μας επέτρεψε να αναδείξουμε ολοκληρωμένα και οι οποίες φωτίζουν τα δρώμενα και το πνεύμα εκείνης της εποχής. Πρόκειται για διακηρύξεις που συνέταξε με τον αδελφικό φίλο του Αλεκσέι Κρουτσιόνιχ για να δηλώσουν την ολοκληρωτική ρήξη με την παλιά τέχνη και προαναγγείλουν την έλευση μιας ριζικά διαφορετικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ακολουθεί το μανιφέστο με τίτλο «Το γράμμα καθαυτό» που δημοσιεύτηκε το 1913, ένα χρόνο μετά τη βαρυσήμαντη και πιο καθοριστική διακήρυξη «Η λέξη καθαυτή» που σηματοδοτεί την έναρξη του ρωσικού φουτουρισμού και για την οποία μιλήσαμε στο προηγούμενο κείμενό μας.
Το γράμμα καθαυτό
Το γράμμα καθαυτό
Απόδοση: Μ. Φραγκόπουλος
Κανείς πια δεν αμφισβητεί τη λέξη καθαυτή, όλοι μάλιστα την αποδέχονται. Όμως ποιο το όφελος; Όλοι εκείνοι που καθυστερημένα ασχολούνται με τη λέξη δεν έχουν να πουν τίποτε για το γράμμα. Είναι όλοι τους τυφλοί!
Γι’ αυτούς το γράμμα δεν έχει αξία, απλώς το αποδέχονται.
Αλλιώς γιατί να τα ντύνουν όλα στη γκρίζα φορεσιά των καταδίκων; Τα έχετε δει τα γράμματα των λέξεών τους – παρατεταγμένα στη σειρά με ξυρισμένα κεφάλια, ταπεινωμένα, όλα ίδια – γκρίζα, άχρωμα, αυτά δεν είναι γράμματα μα στίγματα! Όμως αν ρωτήσετε τον λογουργό, αυτός θα σας πει πως μια λέξη γραμμένη ή τυπωμένη μ’ έναν τρόπο είναι εντελώς διαφορετική από την ίδια λέξη γραμμένη μ’ άλλο γραφικό χαρακτήρα ή τυπογραφικά στοιχεία.
Σίγουρα δεν θα έντυνες όλες τις όμορφες γυναίκες που γνωρίζεις με την ίδια στρατιωτική χλαίνη. Και καλά θα έκανες γιατί θα σε φτύνανε στη μούρη. Αλλά όχι η λέξη – η λέξη δε λέει τίποτε. Γιατί είναι νεκρή – σαν τον Μπόρις και τον Γκλεμπ. Οι λέξεις σας γεννιούνται νεκρές!
Ω καταραμένοι Σβιατοπόλκ![1]
Προκύπτουν λοιπόν δύο όροι.
1. Η διάθεσή μας μεταβάλλει τον γραφικό μας χαρακτήρα καθώς γράφουμε.
2. Ο γραφικός μας χαρακτήρας, αλλάζοντας με τη διάθεσή μας, μεταδίδει αυτή τη διάθεση στον αναγνώστη ανεξάρτητα από τις λέξεις.
Γι’ αυτό πρέπει να τεθεί το ζήτημα των γραπτών σημάτων – που θα είναι ορατά ή απλώς απτά ώστε να μπορεί να τ’ αγγίξει κι ένας τυφλός. Δεν είναι βέβαια αναγκαίο ο ίδιος ο συγγραφέας να γράφει το χειρόγραφο βιβλίο, ίσως θα ήταν καλύτερο να εμπιστευόταν αυτή τη δουλειά σ’ έναν καλλιτέχνη. Αλλά μέχρι πρόσφατα τέτοια βιβλία δεν υπήρχαν. Τα πρώτα βιβλία αυτού του είδους εκδόθηκαν από τους Μελλονταίους, για παράδειγμα: Παλιά αγάπη σε γραφή για εκτύπωση του Μιχαήλ Λαριόνωφ, Εκρηκτικότητα του Νικολάι Κουλμπίν και άλλων, Η φωλιά της μικρής πάπιας της Όλγκα Ροζάνοβα. Για τα βιβλία αυτά μπορούμε να πούμε: κάθε γράμμα είναι να φιλάς τα δάχτυλά σου!
Είναι παράξενο πως ούτε ο Μπαλμόντ ούτε ο Μπλοκ[2] – που θέλουν να εμφανίζονται σαν οι πιο εξελιγμένοι αυτή την εποχή – δεν σκέφτηκαν ποτέ να εμπιστευτούν το τέκνο τους όχι στον τυπογράφο αλλά στον καλλιτέχνη…
Ένα κείμενο μπορεί να επαναγραφεί από τον ίδιο τον δημιουργό του ή από κάποιον άλλο, αλλά, αν αυτός δεν ξαναβιώσει την πράξη της συγγραφής θα χαθεί όλη η μαγεία που η γραφή συλλαμβάνει κατά τη στιγμή της «συγκλονιστικής θύελλας της έμπνευσης».
B. Χλέμπνικωφ - Α. Κρουτσιόνυχ