O σώζων εαυτόν σωθήτω!
Ξέρω ότι η λέξη αυτή θα την έκανε έξω φρενών, αλλά δεν υπάρχει πιο κατάλληλη που να χαρακτηρίζει την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Η Λέλα είναι, δυστυχώς, μια «θεούσα». Έγινε δηλαδή συν τω χρόνω, γιατί στην αρχή της σχέσης μας ήταν μια φυσιολογική γυναίκα. Όταν μάλιστα έβλεπε παπά άλλαζε αμέσως πεζοδρόμιο ή, αν δεν μπορούσε ν’ αποφύγει να διασταυρωθεί μαζί του, έκανε το γνωστό αστείο, να τον «δίνει» σε όποιον περπατούσε δίπλα της. Σιγά σιγά όμως, και ειδικά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της, μεταμορφώθηκε σ’ ένα αλλόκοτο πλάσμα. Δεν ήταν πια η Λέλα που ήξερα. Ξαφνικά, λίγες μέρες πριν γεννήσει, μου ανακοίνωσε ότι δεν ήθελε να βγάλει τον γιο μας Σωκράτη (το όνομα του πατέρα μου), αλλά Σώστη.
«Σώστη;» είπα.
«Ναι, Σώστη» είπε. «Δεν ξέρεις τον Άγιο Σώστη;»
«Ο μόνος Άγιος Σώστης που ξέρω είναι η παραλία της Μυκόνου» είπα.
«Επειδή είσαι ανώμαλος» είπε. «Ποιος ξέρει τι όργια έκανες τα καλοκαίρια εκεί».
«Είσαι τρελή;» είπα. «Ξέχασες ότι γνωριστήκαμε στη Μύκονο! Δεν θυμάσαι τι κάναμε το πρώτο μας βράδυ στον “Σκορπιό”;»
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε και, υψώνοντας τα μάτια και τα χέρια προς το ταβάνι, είπε:
«Πάτερ, άφες αυτόν. Ου γαρ οίδε τι ποιεί».
«Γαρίδες ποιώ» είπα.
«Κορόιδευε, βλάσφημε!» είπε. «Προφανώς αγνοείς τον φρικτό θάνατο που βρήκε ο Άγιος Σώζων. Εσένα έπρεπε να είχαν ρίξει στην πυρά».
«Σώζων;» είπα.
«Ναι, Σώζων! Σώστη τον λέει ο λαός».
«Σοβαρολογείς;» είπα. «Δεν θα βγάλουμε τον γιο μας Σωκράτη, αλλά Σώστη;»
«Ο Σωκράτης ήταν άθεος» είπε.
«Ο Σωκράτης γεννήθηκε πριν τον Χριστό» είπα.
«Ακριβώς!» είπε.
«Φαντάζεσαι ο δάσκαλος στο σχολείο να λέει “Σώστη, έλα στον πίνακα”» είπα. «Θα γίνει ο περίγελος της τάξης».
«Αυτό σ’ απασχολεί; Ξέρεις τι μαρτύρια έχουν τραβήξει οι Χριστιανοί ανά τους αιώνες;» είπε.
«Και γιατί πρέπει να μαρτυρήσει και ο δικός μου γιος;» είπα.
«Για ν’ αποδείξει ότι είναι τέκνον του Θεού» είπε.
«Δικό μου τέκνον είναι, όχι του Θεού!» είπα, αλλά εκείνη ύψωσε πάλι τα μάτια και τα χέρια προς το ταβάνι και είπε:
«Οδός κακού και πους παρανόμου ολείται εν ημέρα κακή».
Τα πράγματα χειροτέρεψαν μόλις ο Σώστης έγινε δύο χρονών κι άρχισε να κολλάει διάφορες παιδικές ασθένειες. Η Λέλα, χωρίς να με ρωτήσει, μετέτρεψε έναν τοίχο της κρεβατοκάμαρας σε εικονοστάσιο. Κάτω από την πελώρια εικόνα του Αγίου Σώζοντα, τοποθέτησε κάποιες μικρότερες άλλων αγίων (δεν μπήκα στον κόπο να ρωτήσω βέβαια τα ονόματά τους), και στην άκρη δεξιά, ένα καντήλι, το οποίο έκαιγε επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πάνω από το κρεβατάκι του Σώστη, κάρφωσε έναν πελώριο σταυρό, και στο κομοδίνο, σε ειδική ασημένια κορνίζα, έβαλε την εικόνα του προστάτη αγίου του. Η Λέλα όλο και απομακρυνόταν από μένα. Ζήτημα ήταν αν λέγαμε τρεις κουβέντες μες στη μέρα. Ή ασχολιόταν με τον Σώστη, ή πήγαινε στον πνευματικό της (εγώ τον αποκαλούσα «ο Ρασπούτιν του Κολωνακίου», γιατί έμενε στη οδό Σκουφά παρακαλώ), ή διάβαζε βιβλία για τον Παΐσιο. Ήταν πια μια ξένη. Έρωτα είχαμε να κάνουμε τρία χρόνια, αφού μόλις έμεινε έγκυος μου ανακοίνωσε ότι θεωρούσε πλέον τη σαρκική επαφή αμαρτία. Προχθές, δεν άντεξα άλλο και μόλις ξαπλώσαμε είπα να κάνω άλλη μια προσπάθεια. Γλίστρησα το χέρι μου κάτω από το νυχτικό της και το ακούμπησα απαλά πάνω στο ένα της στήθος. Εκείνη πετάχτηκε πανικόβλητη απ’ το κρεβάτι και, γονατίζοντας μπροστά στο εικονοστάσιο, φώναξε:
«Ξέχασες τι λέει ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή προς Κορινθίους;»
«Δεν ξέχασα γιατί πότε δεν ήξερα» είπα.
«Θα σου θυμίσω εγώ, άπιστε!» είπε. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;».
«Τι σημαίνει αυτό;» είπα.
«Πως το σώμα μου ανήκει πλέον στο Άγιο Πνεύμα» είπε.
«Στο Άγιο Πνεύμα;» είπα. «Σ’ ένα φάντασμα; Και τι κάνει αυτό το φάντασμα με το σώμα σου;»
«Ανόητε! Το προετοιμάζει για την Ανάσταση» είπε.
«Και μέχρι τότε θα ζούμε έτσι;» είπα.
«Τι εννοείς;» είπε.
«Μέσα στη στέρηση» είπα.
«Ναι» είπε. «Είμαι πλέον δούλη του Κυρίου».
«Θ’ αναγκαστώ τότε να πάω με άλλη γυναίκα» είπα. «Είμαι ακόμη πολύ νέος για ν’ απαρνηθώ το σεξ».
«Άνοιξε το Κατά Ματθαίον» είπε.
«Τι λέει πάλι αυτός;» είπα.
«Ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου» είπε.
«Ωραία λοιπόν! Δεν θα βγάλω μόνο το δεξί μου μάτι! Θα τα βγάλω και τα δύο, αλλά όχι όπως νομίζεις! Ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω!» είπα.
Εκείνη έπιασε με το δεξί της χέρι το σταυρουδάκι που φορούσε στον λαιμό και, φέρνοντάς το απειλητικά μπροστά απ’ το πρόσωπό μου, άρχισε να φωνάζει: «Απετάξω τω Σατανά! Απετάξω τω Σατανά!». Δεν θυμάμαι πόσα «απετάξω» είπε πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου. Στο ασανσέρ, συνάντησα τον γείτονά μας τον Σταύρο, που μόλις επέστρεφε από τη βραδινή του βάρδια.
«Πού πας νυχτιάτικα;» είπε.
«Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!» είπα.